ΜΗΤΕΡΑ, ΠΑΤΡΙΔΑ (2023)
(MATRIA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλβαρο Γκάγκο
- ΚΑΣΤ: Μαρία Βάσκεθ, Σάντι Πρέγκο, Τατάν, Σουζάνα Σαμπέδρο, Σοράγια Λουάτσες
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Σε μικρή επαρχιακή πόλη της Ισπανίας, μητέρα αποξενωμένη από την έφηβη κόρη της, μπλεγμένη σε σχέση δίχως μέλλον και εσχάτως άνεργη εξαιτίας των νέων «μοντέλων» εργασίας, προσπαθεί να τα φέρει βόλτα αναζητώντας διέξοδο ελπίδας.
Το ντεμπούτο του Ισπανού σκηνοθέτη Άλβαρο Γκάγκο ακολουθεί τους δρόμους που έχουν ανοίξει οι αδελφοί Νταρντέν και ο Κεν Λόουτς. Το «Μητέρα, Πατρίδα» χαρακτηρίζεται ελαφρώς καλύτερο από το σύνολο των πρόσφατων εγχειρημάτων των προαναφερθέντων Ευρωπαίων auteur, διότι ούτε πνίγεται από τη μιζέρια λόγω… άποψης, ούτε θέτει το μήνυμα πάνω από την πλοκή. Δεν πρόκειται, βέβαια, περί κάποιου αξέχαστου αριστουργήματος, καθώς οι σεναριακές αδυναμίες του έργου είναι χτυπητές, εν τούτοις, η καλώς εννοούμενη αθωότητά του, η ανάδειξη μιας «ξεχασμένης» γωνιάς της ισπανικής επαρχίας της Γαλικίας και (πάνω απ’ όλα) η εξαιρετική πρωταγωνιστική παρουσία της Μαρία Βάσκεθ κάνουν τούτο το φιλμ να μην μοιάζει με ακόμη μία αφόρητη «νεο-ρεαλιστική» αστοχία.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Γαλικιανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος σενιόρ Γκάγκο, μετατρέποντας σε μεγάλου μήκους ένα δικό του προγενέστερο μικρομικάδικο φιλμ, γοητεύεται ολοκληρωτικά από τη βασική του ηρωίδα Ραμόνα, περιστρέφοντας τα πάντα γύρω της, σε σημείο να καταντά να μην ασχολείται καθόλου με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου! Τούτο εξελίσσεται σε ευχή και κατάρα για το «Μητέρα, Πατρίδα», αφού από τη μία επιτρέπει στη Βάσκεθ να επιβιβαστεί σ’ ένα rollercoaster επίδειξης τσαμπουκά, θράσους, εξωστρέφειας, τρυφερότητας, τύψεων και ό,τι άλλο δύναται να περιλαμβάνει η καθημερινότητα ενός ανθρώπου που ασφυκτιά σ’ ένα όχι στρωμένο με ροδοπέταλα περιβάλλον, ενώ από την άλλη, ευνουχίζοντας τους ρόλους όσων τη συναναστρέφονται, η «ρεαλιστικότητα» του φιλμ απομακρύνεται αρκετά από την «πραγματικότητα».
Υπό αυτή τη σκοπιά, η μεγαλύτερη αστοχία της ταινίας έχει να κάνει με τη σχέση της Ραμόνα και του συντρόφου της, Αντρές. Ενώ η πρώτη είναι μία δυναμική γυναίκα που ούτε μασάει τα λόγια της, ούτε κρύβεται πίσω από το δάχτυλο της, έχει παγιδευτεί (εξαιτίας του σεναρίου) σε μια ολοφάνερα αδιέξοδη συμβίωση μ’ έναν σπασαρχίδα, ανεπρόκοπο και ανέραστο μεσήλικα, με τον οποίο δεν ταιριάζει σε τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο μια τέτοια σχέση προέκυψε ουδόλως μπορεί να γίνει κατανοητός, ακόμα και βάσει των όσων παρακολουθούμε (το παρελθόν δεν αφορά την ταινία…), όπως κατανοητή δεν μπορεί να γίνει η μηδαμινή προσπάθεια χωρισμού της, πόσω μάλλον όταν ολοφάνερα υπάρχουν και ενδείξεις αισθηματικού ενδιαφέροντος από άλλους άνδρες. Σε περίπτωση που η σεναριακή προοπτική «άνοιγε» κάπως, στρέφοντας τα φώτα και στους υπόλοιπους πλην της Ραμόνα, η συνθήκη αυτή ίσως να έβγαζε κάποιο νόημα. Ο νεαρός auteur, όμως, ενδιαφέρεται μόνο για την κεντρική του ηρωίδα.
Ο φαύλος κύκλος της (αυτο)παγίδευσής της τίθεται υπό το μικροσκόπιο μικρών περιστατικών καθημερινότητας, απ’ όπου προκύπτει μια τάση αθέλητου (;) μετασχηματισμού του κενού το οποίο νιώθει μέσα της, σε κάτι που παλαντζάρει ανάμεσα σε ευγένεια και οργή για τους γύρω της. Τα λεφτά που αναίτια μαζεύει για την κόρη της, το ξενύχτι με την κολλητή της και η για βιοποριστικούς λόγους ανάληψη φροντίδας ενός ηλικιωμένου κυρίου, δεν αποτελούν παρά μικρά κομμάτια ενός αέναου καταστασιακού που κάνει το τρίπτυχο «δουλειά, αγάπη, οικογένεια» να μοιάζει όχι με ευλογία, αλλά με τυφώνα έτοιμο να σαρώσει ανά πάσα στιγμή. Η (μη) λύση που προτείνει το στόρι για όλα αυτά είναι αρκούντως απλοϊκή και εύκολη, κάνοντας στην τελική το ταξίδι μέχρι την Γαλικία να μοιάζει με απόδραση στον κόσμο της «παραμυθένιας» ελπίδας. Χάρη σε ένα κάποιο «μαγικό» ραβδάκι, κάπου μακριά, όλο και θα υπάρχει ένα πιο βέβαιο μέλλον για την καλή Ραμόνα…