INDEBITO (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσικό Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέα Σεγκρέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Sui generis Μιλανέζος τραγουδοποιός με αγάπη για το ρεμπέτικο τριγυρνάει σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, μιλάει με ντόπιους (συναδέλφους και ρέκτες) για το είδος στη διαχρονία του και ειδικά στο τωρινό ζόρι, τους κοζάρει να παίζουν σε στέκια, λέει κι αυτός στα ιταλικά (και άμα λάχει και στα ελληνικά) το άσμα του. Μαζί τους θα τζαμάρει, στην ταβέρνα θα στροφάρει, θα στοχαστεί, θα εμπνευστεί. Υπό το φως της ύφεσης, τι έχει «κάποιο Μινόρε της Αυγής» (σ’ αυτόν, σε μας) να πει;
Αυτή είναι η Ελλάδα – της κρίσης ή μη. Έπρεπε να μας κουβαληθεί o Βινίσιο Καποσέλα για συναυλία επ’ αφορμή της κυκλοφορίας τού περσινού, δισκογραφημένου εδώ album του, «Rebetiko Gymnastas», για να φιλοξενηθεί εξωφεστιβαλικά σε εγχώρια αίθουσα (σε παγκόσμια εμπορική πρεμιέρα, με δημοσιογράφους και κοινό να το πληροφορούνται μόλις 6 μέρες νωρίτερα!), επιτέλους, μία ταινία ενός από τους καλύτερους νέους σκηνοθέτες στον κόσμο. Ναι, δεν είναι το ζενίθ τού Σεγκρέ, ενός auteur ταγμένου στο σύγχρονο multi culti κοινωνικό γίγνεσθαι, με αγάπη για το λαό του περιθωρίου. Ναι, την ακούς κάπως σα mixtape με tracks από επεισόδια τού τηλεοπτικού «Mediterranea» με τον Κωστή Μαραβέγια (στο οποίο καθόλου τυχαία έχει εμφανιστεί ο «μοιάζω με τον Τσούκερο αλλά έχω φολκλόρ μεσογειακή φλέβα και α λα Τομ Γουέιτς στιχουργικές ανησυχίες» Ιταλός) και τα ιστορικά memento της Μαρίας Ηλιού ως τα doc τής Αγγελικής Αριστομενοπούλου και το «Debtocracy». Αλλά αυτό που ξεκίνησε ως μία οπτικοακουστική τουρνέ στα ρωμέικα blues, στη making of πλάτη μιας tricolore ηχογράφησης με νεοπενιές, το βγάζει στην τελική το encore: «τα φαντάσματα του χτες και το παγωμένο τώρα» (όπως το θέτει ο ίδιος ο «Capo») στην Ψωροκώσταινα, όπου, και σε άλλους δύσκολους καιρούς, «Πώς κρατήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι; Με το τραγούδι…» (όπως το θέτει ένας της κομπανίας των συνομιλητών του).
Στο ενδιάμεσο, το εκ του σύνεγγυς μπούρου μπούρου παίζει σε πληροφοριακό pot-pourri το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου: την ετυμολογία του (τούρκικη ή ελληνική), τη σμυρναίικη κληρονομιά του (τής τότε ανθρωπιστικής κι οικονομικής τραγωδίας), το λιμάνι και τον υπόκοσμο τού Πειραιά, το κυνήγι του (ως ταξικοστιχουργικά παραβατικού είδους) από τη λογοκρισία τού Μεταξά, το τι σιμπεμόλ κόμισαν ως περσόνες και δημιουργοί ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης. Ταχύρρυθμο, στο πόδι μάθημα στον τζουρά της πραγματολογίας ή της ιστορίας του είδους σε έναν ξένο περιπατητή – αλλά ενώ η «Άτακτη» κι η «Αχάριστη» κελαηδάνε στην μπάντα, cue τη «Φτώχεια» του Τσαουσάκη: η αλήθεια που «βγαίνει απ’ το κατακάθι» (μια μόνο από τις εδώ θαυμαστές αποστροφές τού ποιητή Καποσέλα), η μαγκιά ως αξιοπρέπεια, η επανάσταση που δυνάμει σιγοντάρει αυτός ο αμανές της ελευθερίας των παθών των Γραικών, μπορούν να κατεβούν απ’ το πάλκο τής μνήμης στους πελάτες των Μνημονίων; Το «ναι» ενώνει σε μια φωνή τους μουζικάντηδες, από τον Κορακάκη τζούνιορ ως τη Μαρίκα Νίνου των 10’s, Θεοδώρα Αθανασίου, ενώ το μοντάζ πιάνει υπόγεια τα μακάμια (και πουλιά στον αέρα): το εκλογικό κέντρο τής ΝΔ στο Σύνταγμα πέρυσι τον Ιούνη, ένα «Greek Sun: not in crisis» σε βιτρίνα εκπτώσεων, έναν περαστικό παπά να ελεεί μια διακονιάρισσα, ένα «Μετανοείτε» πάνω από μια μελαγχολική μακρυμαλλούσα graffiti τού Sonke, ένα «Βασανίζομαι» στη Σταδίου.
Πλάι του, στο ρακομελάδικο ή δρομαία, το χρωματικά «ζεστό» HDCAM βιζέρ τού κορυφαίου dp Λούκα Μπιγκάτσι (προσέξτε τι – στον πλήρη αντίποδα – κάνει στο προσεχές «Η Τέλεια Ομορφιά» του Σορεντίνο) κουρδίζει από μία γωνία τα πάντα όλα και συντροφεύει τον Καποσέλα, είτε ως meta-κουτσαβάκης ρίχνει τη γυροβολιά του σε Γεντί Κουλέ, Βαρβάκειο, Ψυρρή, Μοναστηράκι, Στύλους του Ολυμπίου Διός είτε μεταφράζει τη «Φραγκοσυριανή» με το πιάνο και το λαρύγγι του. Με δυνατά απτάλικα (τη μαρτυρία τού βετεράνου Τιμολέοντα Τζανή για το πώς έκοψε και διένειμε το πρώτο 45άρι του, ένα ρεμπέτικο κουκλοθέατρο και την Καίτη Ντάλη στη «Μισιρλού»), το συντονισμένο τρίχορδο «αρχείο – συνεντεύξεις – σκοποί» ρίχνει παράλληλα τα ταξίμια του χωρίς δυσαρμονίες, ώσπου ο μακαρονάς κλείνει τον κύκλο στην Κρήτη για να βάλει αιρετικά στην ορχήστρα τον Ψαραντώνη (!), solo να λέει το «Δία» του. Το «στην υγειά μας, βρε παιδιά» υφάκι (στο περισσότερο όξω και στο λιγότερο VIP) τού φιλμ το αντέχεις, και ορκισμένος τού Μπαγιαντέρα να είσαι ακόμα, αλλά αυτή η παραγγελιά (πιθανόν επειδή ο star των Ξυλούρηδων έχει επανειλημμένα συνεργαστεί με τον Καποσέλα) χαλάει το beat to beat, μουσικολογικά, αν μη τι άλλο. Είναι, ευτυχώς, το μόνο «Indebito» (αδικαιολόγητο χρέος) που αφήνουν αμανάτι ανεξόφλητο αυτοί οι μερακλήδες. Πιστεύεις στο «una faccia una razza» ή μη, αλάνι, στήσε αυτί κι εδώ, μη μένεις μπαγλαμάς…