Ο ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ (2024)
(EL ECO)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τατιάνα Ουέζο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η καθημερινότητα των κατοίκων του μικρού απομονωμένου χωριού Ελ Έκο, στα υψίπεδα του Μεξικού.
Είναι λίγο άδικο για τον «Αντίλαλο» να εκλαμβάνεται ως ταινία τεκμηρίωσης, όταν τα διάφορα «Aftersun» (2022) και «How to Have Sex» (2023) λογίζονται… γνήσια μυθοπλασία. Η Τατιάνα Ουέζο δεν κάνει τίποτα το διαφορετικό ως προς την καταγραφή της οικογενειακής καθημερινότητας μιας ομάδας χωρικών στην ερημιά της Πουέμπλα, από τη σχέση πατέρα και κόρης σε θέρετρο της Τουρκίας του πρώτου ή του αχαλίνωτου party μιας χούφτας ξαναμμένων teenagers στην καλοκαιρινή Κρήτη του δεύτερου. Οι πλούσιες εικόνες που ο φακός της έχει καταγράψει, άλλωστε, είναι αποτυπωμένες με υπερβολική ακρίβεια, ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν γνήσια τεκμηρίωση. Είναι τόσο προσεκτικά τακτοποιημένες, που μοιάζουν να είναι σκηνές από ταινία μεγάλου μήκους, η οποία στερείται πλοκής. Σαν τις δύο προαναφερθείσες, δηλαδή, ή την προηγούμενη δική της, τη «Νύχτα της Φωτιάς» (2021).
Αυτός είναι ο ένας εκ των δύο (βασικά) λόγων που ο «Αντίλαλος» με πέταξε γρήγορα έξω. Ένιωσα σαν να παρακολουθώ ένα συνειδητά σκηνοθετημένο «ντοκιμαντέρ», το οποίο μοιάζει με συλλογή διαφόρων σκηνών όπου τίποτα το ουσιαστικό δε συμβαίνει. Τα στιγμιότυπα που καταγράφει η κάμερα δεν είναι παρά τα απλά καθημερινά που ο καθένας μας (ίσως) φαντάζεται, ήτοι οι δουλειές στο χωράφι, η φροντίδα των ζωντανών, τα μαθήματα στο σχολείο (τα οποία, πάντως, κρύβουν μια ιδιαιτερότητα, μιας και γίνονται άνευ δασκάλου!) και η οικογενειακή ζωή στο σπίτι. Όλες αυτές οι παράμετροι έχουν καθοριστεί από τους κανόνες της παραδοσιακής πατριαρχίας, με τους ρόλους και τις υποχρεώσεις να γίνονται από πολύ νωρίς απόλυτα διακριτοί από τους πάντες. Υπό αυτό το πρίσμα, η ιστορία της μικρής Μόντσε, που κατά κάποιο τρόπο στέκει (μαζί με την οικογένειά της) ως πρωταγωνίστρια του φιλμ, διατηρεί ένα minimum ενδιαφέροντος από τη σκοπιά της ενηλικίωσης (τουλάχιστον) και της αναζήτησης των κρυφών ονείρων, σε πείσμα των άγραφων κανόνων της κοινότητας. Το να παρατηρείς την καθημερινότητα είναι ένα πράγμα, το να βλέπεις τους χωρικούς να κάνουν ακριβώς… αυτό που κάνουν πάντα (μπροστά από μία κάμερα στην προκειμένη) είναι κάτι άλλο.
Ως δεύτερος και πλέον βασικός λόγος που ο «Αντίλαλος» δεν επικοινώνησε μαζί μου, καταγράφεται η σταθερά άλυτη απορία (καθ’ όλη τη διάρκειά του) σχετικά με τις αιτίες για τις οποίες το συγκεκριμένο μεξικάνικο χωριό έχει την τιμή ν’ αποτελεί αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης. Περίμενα πως κάποια σπουδαία ιδιαιτερότητα θα κρύβεται στις πλαγιές του Ελ Έκο, όμως, τέτοια δεν υφίσταται. Όσα ζητήματα οφείλουν ν’ αντιπαρέλθουν οι λιγοστές αγροτικές οικογένειες του χωριού, δηλαδή την απομόνωση, τις ελλείψεις, τις ανύπαρκτες υποδομές, την τάση φυγής των παιδιών κτλ. υπογράφω (και με τα δυο μου χέρια) πως ως προβλήματα διαβίωσης είναι ακριβώς τα ίδια σε οποιοδήποτε απομακρυσμένο χωριό του κόσμου, από τα Άγραφα μέχρι το Θιβέτ. Έπιασα τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται για την αιτία που θα «έπρεπε» να προβληματιστώ μπροστά στο ενδεχόμενο του μη κατάλληλου κουρέματος των προβάτων ή για το αν η φροντίδα της υπέργηρης γιαγιάς θ’ ακολουθήσει πράγματι τον δρόμο που η παράδοση προστάζει. Υπάρχουν, βέβαια, και οι στιγμές που ο αυθορμητισμός ή η αθωότητα των μικρών παιδιών του Ελ Έκο σε διαλύει. Εάν η συνθήκη τούτη συνυπολογιστεί με το εμφανώς δύσκολο της κινηματογράφησης (χρειάστηκαν αλλεπάλληλα πηγαινέλα σε μία περίοδο συνολικά δεκαοκτώ μηνών), μία κάποια επίγευση ίσως και να μείνει στον θεατή.