ΙΜΕΛΝΤΑ ΜΑΡΚΟΣ: ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΧΩΡΙΣ ΘΡΟΝΟ (2019)
(THE KINGMAKER)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λόρεν Γκρίνφιλντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Ένα φαινομενικά γλαφυρό προσωπικό πορτρέτο της εκκεντρικής πρώην Πρώτης Κυρίας των Φιλιππινών εξελίσσεται στην απίστευτη καταγραφή της νεότερης Ιστορίας της χώρας, που η διαφθορά, ο νεποτισμός και η χειραγώγηση δεν έπαψαν ποτέ να καθοδηγούν.
Στην έτσι κι αλλιώς παράξενη εποχή που ζούμε, με ηγέτες και άλλα κυρίαρχα πρόσωπα να μοιάζουν και να δρουν πέραν κάθε μυθοπλαστικής φαντασίας, το ντοκιμαντέρ της Αμερικανίδας Λόρεν Γκρίνφιλντ αρχικά φαντάζει «ελαφρύ», γραφικό, ίσως και ξεπερασμένο, καθώς το πρόσωπο στο οποίο επικεντρώνεται (φαινομενικά) έχει πάψει να απασχολεί εδώ και αρκετά χρόνια την παγκόσμια κοινή γνώμη, σε πολιτικό, ιστορικό και κοινωνικό επίπεδο. Η Ιμέλντα Μάρκος, στα τελευταία χρόνια της ένατης δεκαετίας της ύπαρξής της (91 ετών σήμερα), έχει πάψει να είναι η «μητερούλα» της πολύπαθης χώρας της εδώ και δεκαετίες, εκδιωγμένη στο πλευρό του συζύγου της, πρώην Προέδρου (βλέπε και δικτάτορα) Φερντινάντο, με τον οποίο κυβέρνησαν τις Φιλιππίνες από το 1965 ώς και το 1986, οπότε και ανατράπηκαν από την πλειοψηφία του λαού τους, καθώς ο προσωπικός τους πλούτος αυξανόταν αντιστρόφως ανάλογα προς εκείνον της πατρίδας τους.
Η Γκρίνφιλντ κατάφερε ν’ αποσπάσει αποκλειστική πρόσβαση στην υπερήλικα Ιμέλντα, για μια σειρά από συνεντεύξεις μπροστά στην κάμερα. Η Μάρκος, με το σήμα κατατεθέν χτένισμα, το υπερβολικό μακιγιάζ, τα πανάκριβα κοσμήματα, τα φορέματα και την πολυτελή ζωή, αφηγείται ιστορίες για το πώς έζησε το κοριτσίστικο παραμύθι, από την απόλυτη φτώχεια στα πλούτη και τη δύναμη της εξουσίας, γνωρίζοντας τον «πρίγκιπά» της και εμπνέοντάς τον να κατακτήσει την κορυφή με ισχυρές φιλοδοξίες. Για το πώς γοήτευσε τους κορυφαίους αρχηγούς κρατών της εποχής αλλά και μεγάλους stars οι οποίοι επιθυμούσαν να περάσουν έστω και λίγη ώρα στη συντροφιά της εξωτικής Πρώτης Κυρίας των Φιλιππίνων, και πώς η ίδια επηρέασε άμεσα σημαντικές σελίδες της Ιστορίας της χώρας της. Και, φυσικά, για το πώς και γιατί απέκτησε τη μυθική πια συλλογή της από αναρίθμητα ζευγάρια παπούτσια.
Έχοντας τη φωνή και την πλευρά της ιστορίας δοσμένες (αρχικά) μόνο από τη Μάρκος, σχεδόν με την εκκεντρικότητα ενός απαρχαιωμένου φαντάσματος του παρελθόντος, η Γκρίνφιλντ ξεκινά το ντοκιμαντέρ της λίαν ψυχαγωγικά, με πλάνα που εύκολα αποσπούν το γέλιο, ίσως κι έναν οίκτο για τούτη την ηλικιωμένη μορφή που φαίνεται να ζει «στον κόσμο της», κυριολεκτικά σε χαμένες δόξες μιας άλλης εποχής (η σκηνή όπου το υπηρετικό της προσωπικό έχει βγάλει μπροστά από μια άδεια πισίνα τραπεζάκια γεμάτα με δεκάδες κάδρα από παλιές εκδηλώσεις και η Μάρκος σπάει κάνα δύο απ’ αυτά κατά λάθος, γυρνώντας να κοιτάξει μόνο στιγμιαία τη ζημιά, σχεδόν απαξιωτικά, είναι ενδεικτική και άκρως αστεία στον ιδιαίτερο σουρεαλισμό της). Ωστόσο, η αφήγηση σύντομα αποκτά καινούργια, απροσδόκητα, πιο σκοτεινά και απείρως πιο απίστευτα στρώματα, καθώς η Γκρίνφιλντ, μέσω μιας σειράς συνεντεύξεων με αντιπάλους, πολέμιους, κατήγορους και πιο αντικειμενικούς συμμετέχοντες, όχι μόνο σπάει την πολύχρωμη, νοσταλγική και υπεραμυντική «φούσκα» της αφήγησης της Μάρκος, αλλά αποκαλύπτει και τη δύναμη του ονόματος, της επιρροής, της διαπλοκής, ακόμα και της φυσικής της παρουσίας, που εξακολουθεί να έχει στις Φιλιππίνες παρά την εξορία, τις δίκες και τη φαινομενική πτώση των Μάρκος. Γιατί η οικογένεια μόνο έκπτωτη δεν είναι. Ο γιος της, «Μπονγκ Μπονγκ» (ασχολίαστο…), είναι γερουσιαστής και διατηρεί την επιθυμία (ίσως περισσότερο της μητέρας του παρά του ίδιου) να γίνει κι εκείνος Πρόεδρος σύντομα, ενώ όλα της τα παιδιά είναι «χωμένα» σε κυβερνητικά ή άλλα πολιτικά πόστα, προσπαθώντας να κερδίσουν όλο και μεγαλύτερη επιρροή και εξουσιαστική δύναμη.
Πόσο ψηλά ή/και μακριά πάει η «βαλίτσα» Μάρκος; Η Γκρίνφιλντ φροντίζει να το αποκαλύψει σχολαστικά και ανά layer τη φορά, προς όφελος του επιτυχημένου σοκ την έκπληξης, των αποκαλύψεων και της γενικότερα αδιανόητης ιστορίας της Ιμέλντα και της οικογένειάς της, που ούτε το Χόλιγουντ ή η πιο γκλαμουράτη σαπουνόπερα δεν θα σκέφτονταν να σκαρφιστούν ή ν’ αντιγράψουν, σ’ ένα ντοκιμαντέρ πληθώρας συναισθημάτων που ο θεατής θα προσδοκούσε να βιώσει ποτέ.