ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ (2017)
(WESTERN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
- ΚΑΣΤ: Μάινχαρντ Νόιμαν, Ράινχαρντ Βέτρεκ, Σουλεϊμάν Αλίλοφ Λετιφόφ, Βενέτα Φράγκνοβα, Βιάρα Μπορίσοβα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Ομάδα Γερμανών εργατών πηγαίνει σε απομονωμένη περιοχή της Βουλγαρίας προκειμένου να κατασκευάσει έργο για την ύδρευση της περιοχής. Ένας εξ αυτών, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, δείχνει διάθεση να αναπτύξει δεσμούς φιλίας με τους ντόπιους του γειτονικού μικρού χωριού, γεγονός που θα δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις όλων.
Ο Μάινχαρντ, κεντρικός ήρωας της τρίτης ταινίας στην καριέρα της Γερμανίδας σκηνοθέτιδος Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, φέρνει σε κάτι από πιστολά μιας ταινίας γουέστερν. Είναι μοναχικός, λιγομίλητος, έχει στρατιωτικό παρελθόν, καθώς και μια αδιαμφισβήτητη αγάπη για τα άλογα. Θυμίζει αμυδρά έναν μοναχικό καβαλάρη της Άγριας Δύσης, από εκείνους που είχαν αδιαπραγμάτευτο κώδικα ηθικής, ο οποίος συχνά ταυτιζόταν με την αίσθηση επιβολής του νόμου (έστω μέσω μιας εντελώς δικής του περί δικαίου προσέγγισης). Σε τούτο το έργο, δεν υπάρχει κάποια ανάγκη απονομής δικαιοσύνης σε στυλ Wild West, ούτε κάποιας άλλης μορφής προφανής σύνδεση με τις ταινίες του genre, την γενική ονομασία των οποίων έχει δανειστεί. Περισσότερο μια γεύση μαύρου χιούμορ αφήνει το «δάνειο» αυτό, μιας και η όποια αμυδρή σχέση περιορίζεται στη φιγούρα του βασικού της χαρακτήρα, αλλά και μέσω μιας διάθεσης εξερεύνησης των συγκρούσεων που μπορεί να υπάρξουν, όταν αντίθετα συμφέροντα ή διαφορετικές κουλτούρες συναντιούνται (όχι με τον καλύτερο τρόπο).
Η ένταση δημιουργείται όταν ο νεοφερμένος στη δουλειά Μάινχαρντ γίνεται δέκτης υποτιμητικών σχολίων για τις ικανότητές του από τους έμπειρους συναδέλφους του και ειδικά από τον εργοδηγό της κατασκευαστικής εταιρείας. Η περιπαικτική διάθεση που η πλειονότητα των εργατών δείχνει για τις γυναίκες του κοντινού χωριού, χτίζει έναν δεύτερο πόλο αντιπαράθεσης που αποκτά σταδιακά έναν υπόγειο εθνοτικό χαρακτήρα. Ο Μάινχαρντ αγνοεί επιδεικτικά τους συναδέλφους του, ενώ επιδιώκει να συνάψει σχέσεις με τον Βούλγαρο ιδιοκτήτη του αλόγου το οποίο θέλει να χρησιμοποιεί για τις βόλτες του στην ύπαιθρο, κάτι που θα μεγαλώσει το χάσμα των σχέσεων με τους συμπατριώτες του. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο περιγράφεται τούτη η διαφορά αντιλήψεων, θυμίζει περισσότερο άσκηση ύφους υπαρξιακής αναζήτησης και ουχί κινηματογραφική ταινία που μπορεί να προκαλέσει κάποια συγκίνηση.
Η Γκρίζεμπαχ θέλει να τονίσει πως πάντα υπάρχει πεδίο συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων, παρά τα εμπόδια που μπορεί να ορθώνονται από τη διαφορετική γλώσσα του καθενός. Ουδείς εκ των Βουλγάρων του χωριού μιλά τη γερμανική, ούτε ο Μάινχαρντ γνωρίζει την ντόπια γλώσσα, με αποτέλεσμα η προσπάθεια συνομιλίας μεταξύ τους να γίνεται συνεχώς με μορφασμούς και νοήματα, μέθοδος που γρήγορα εξαντλεί τον θεατή, πόσω μάλλον όταν οτιδήποτε λέγεται δεν αποτελεί μέρος μιας συγκεκριμένης αφηγηματικής ροής, αλλά μονάχα πλαισιώνει καθημερινά μικροεπεισόδια που (εύλογα) είναι αδύνατον να οδηγήσουν σε οποιαδήποτε κλιμάκωση. Η έλευση γυναίκας που γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, παράλληλα ξυπνώντας τα σχετικά ερωτικά πάθη, ουδόλως βοηθά στο κέντρισμα του ενδιαφέροντος, αφού η αφαιρετική οπτική του επιδιωκόμενου ρομάντζου δεν δύναται να ανάψει τη φλόγα τού πάθους.
Υπάρχει μια κάποια ειρωνεία (συναρτήσει και του τίτλου, ασφαλώς) στον τρόπο με τον οποίο ο Μάινχαρντ μπαίνει καβάλα σε άσπρο άλογο στο μικρό βουλγάρικο χωριό, αντιληπτός από τους μόνιμους κατοίκους του σαν κάποιου είδους κατακτητής, χωρίς να υπάρχει καμία τέτοια πρόθεση από πλευράς του. Η προσδοκώμενη, όμως, αποδόμηση της macho αρρενωπότητας όπως έχει αποδοθεί πολλάκις από τα αυθεντικά γουέστερν του αμερικανικού κινηματογράφου, μαζί με την εύλογη σύγκρουση που αυτή μπορεί να φέρει (ειδικότερα όπως εδώ, όπου υφίστανται σαφείς διαφορές στον τρόπο σκέψης των «αντίπαλων» πλευρών), δεν ολοκληρώνεται ποτέ στο «Γουέστερν», καθώς είναι ξεκάθαρο πως η Γκρίζεμπαχ δεν είχε ποτέ της τέτοιον σκοπό. Οδηγεί, λοιπόν, το ούτως ή άλλως μινιμαλιστικό της σενάριο σε επίπεδα… ακινησίας στο τελευταίο (και αρκετά μεγάλο σε διάρκεια) μέρος τού φιλμ, δίνοντάς μας τη χαριστική βολή με το… «Πες το μου Ξανά» του δημοφιλούς (και στις γείτονες, όπως φαίνεται!) αοιδού Νίκου Βέρτη, που παραδόξως λειτουργεί σαν ένας λυτρωτικός αποχαιρετισμός.