ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ (2017)
(MANIFESTO)
- ΕΙΔΟΣ: Art Project
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιούλιαν Ρόζεφελντ
- ΚΑΣΤ: Κέιτ Μπλάνσετ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Η ενιαία εκδοχή ενός καλλιτεχνικού project που εμπνέεται από την έννοια του μανιφέστου, με αναφορές σε πολλά και διαφορετικά τέτοια κείμενα.
Σε ταινίες όπως το «Μανιφέστο», καλό είναι τα πράγματα να είναι σαφή από την αρχή. Δεν πρόκειται για φιλμ μυθοπλασίας. Ούτε καν για σπονδυλωτή ταινία, αν και αυτή είναι με έναν τρόπο η δομή της. Το «Μανιφέστο» είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: η παρουσίαση 12 διαφορετικών μανιφέστων, μέσα από 13 διαφορετικούς χαρακτήρες που ερμηνεύονται από το ίδιο πρόσωπο, την Κέιτ Μπλάνσετ. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα από αυτά τα μανιφέστα που «ερμηνεύονται», βασίζονται σε… ακόμη περισσότερα, παρόμοιας άποψης / θέσης κείμενα, γεγονός που προκαλεί κάποια σύγχυση, ειδικά αφού η προέλευση του κειμένου δεν γίνεται πάντοτε σαφής και δεν αναφέρεται, παρά μόνο στους τίτλους τέλους. Ανάμεσά τους, το καταστασιακό μανιφέστο, εκείνο του φουτουρισμού, του κονστρουκτιβισμού, του ντανταϊσμού, της ποπ αρτ, του φλούξους, του μινιμαλισμού, του Δόγματος 95.
Αν αναζητήσει κανείς τι είναι αυτό που συνδέει όλες αυτές τις ισχυρές και έντονες δηλώσεις, όπως ισχύει με κάθε μανιφέστο, είναι η αντίθεσή τους στο παλιό, σε ό,τι επικρατεί, στο κοινό. Είναι μια θέση αισθητικής. Η αρχική μορφή του συγκεκριμένου project αποτελούσε ένα art installation, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αυστραλία και στη συνέχεια σε πολλά μουσεία και φεστιβάλ, ανάμεσά τους και στο Φεστιβάλ Αθηνών το περασμένο καλοκαίρι. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με το στήσιμο που παρουσιάστηκε εκεί, το project των Ρόζεφελντ και Μπλάνσετ ίσως ήταν πιο ξεκάθαρο καλλιτεχνικά. Ως ένα σχόλιο στην καλλιτεχνική γλώσσα, την απόρριψη, αλλά και την ποικιλία της καλλιτεχνικής έκφρασης, αφού όλα τα μανιφέστα παρουσιάζονταν ταυτόχρονα σε αντίστοιχες οθόνες.
Στην περισσότερο «παραδοσιακή» μορφή της κινηματογραφικής ταινίας μεγάλου μήκους, υπάρχουν κενά. Και όχι μόνο επειδή ο θεατής δεν αντιλαμβάνεται άμεσα την προέλευση των κειμένων. Σε μια ταινία, όσο κι αν θέμα της είναι η ρήξη με τους κανόνες, χρειάζεται τουλάχιστον μια ροή και μια συνέχεια. Ιστορία έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Τι δένει όλες αυτές τις διακηρύξεις που παρατίθενται η μία μετά την άλλη, λοιπόν; Ένα πρόσωπο.
Ολόκληρη η ταινία, το project, όπως και να το πεις στην τελική, στηρίζεται στο πρόσωπο και στις μεταμορφώσεις τής Κέιτ Μπλάνσετ. Ηθοποιός με τεράστιες υποκριτικές δυνατότητες, αλλά και τάση για επιδειξιμανία, εδώ η Μπλάνσετ μετατρέπει ένα φιλμικό art project σε… προσωπικό της dream project. Υποδύεται έναν άστεγο, μια νοικοκυρά, μια εργάτρια, μια επιστήμονα, μια χρηματίστρια, μια παρουσιάστρια ειδήσεων που συνομιλεί on air με μια reporter (την υποδύεται και πάλι η Μπλάνσετ), μια μαριονετίστρια, μια εκφωνήτρια επικήδειου, μια δασκάλα, μια punk τύπισσα, μια Ανατολικοευρωπαία χορογράφο. Οι δύο τελευταίοι ρόλοι είναι αυτοί που δείχνουν την απουσία σκηνοθετικής καθοδήγησης, αφού η πρωταγωνίστρια ξεφαντώνει με έντονες εκφράσεις (και βαριά προφορά), σχεδόν επιθεωρησιακής ακρότητας. Σε άλλους χαρακτήρες που δεν προσφέρουν τόσο απλόχερα ευκαιρίες για υπερβολές, η Μπλάνσετ τηρεί με συνέπεια και ένα κάποιο μέτρο αυτό που πρέπει να αποδώσει (όπως όταν εκφωνεί έναν επικήδειο βασισμένο στον ντανταϊσμό, όταν μιλά για την εννοιολογική τέχνη και τον μινιμαλισμό σε έναν διάλογο με τον εαυτό της ή όταν υποδύεται μια δασκάλα που αναθέτει σχολική εργασία αναλύοντας τους κανόνες του κινηματογραφικού Δόγματος 95).
Υπάρχουν βασικά θέματα στον τρόπο με τον οποίο ο Ρόζεφελντ έχει συνθέσει το σενάριο, μπλέκοντας διαφορετικές τάσεις στο ίδιο κείμενο. Για παράδειγμα, στο κινηματογραφικό μανιφέστο, εκτός από το δανέζικο Δόγμα, υπάρχουν φράσεις του Τζιμ Τζάρμους, του Βέρνερ Χέρτσογκ και αναφορές στον Γκοντάρ. Υπηρετούν, όμως, όλοι την ίδια άποψη ή αρκεί απλώς η έννοια του μανιφέστου για να τους συνδέσει ο σκηνοθέτης; Σε κάθε περίπτωση, έχει κάνει εντυπωσιακή δουλειά στην κινηματογράφηση, επιλέγοντας θεαματικότατους χώρους και ολοκληρώνοντας ένα εξαιρετικό γύρισμα μέσα σε μόλις δώδεκα μέρες. Η σύνθεση ίσως να μην λύνει όλες τις απορίες, για τον υπομονετικό και προσεκτικό στον λόγο θεατή, όμως, ανοίγει ένα μονοπάτι σκέψης πάνω στην καλλιτεχνική έκφραση.