ΕΓΩ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ & Η ΜΑΜΑ (2013)
(LES GARÇONS ET GUILLAUME, À TABLE!)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκιγιόμ Γκαλιέν
- ΚΑΣΤ: Γκιγιόμ Γκαλιέν, Αντρέ Μαρκόν, Φρανσουάζ Φαμπιάν, Νανού Γκαρσιά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Θηλυπρεπές (από θαυμασμό για τη μη δοτική μεγαλομπουρζουά μητέρα του που ήθελε κορίτσι), ένα αγόρι μεγαλώνει νιώθοντας: θέρμη απ’ τις μαντάμ τού σογιού, άβολα πλάι σε μπαμπά και δύο αδελφούς, ρομπιαστικό νταηλίκι από κάφρους οικοτροφείου, μάταιο σκίρτημα για συμμαθητή σε αγγλική χλίδα σχολή, γιωτάς σε psy περιοδεύοντος, γκάου πρωτάρης σε ψωνιστήρι και, ανδρωμένος στη σκηνή και με απροσδόκητο έτερον ήμισυ, ό,τι, putain, είναι επιτέλους. Το παίρνει για one man show το Γαλλάκι;
Μακάρι και στην Ελλάδα να του βγει το ονοματάκι. Γιατί, κόντρα στο ανύπαρκτο marketing ξεφωνητό από την αδιάφορη για την τύχη του εταιρεία διανομής του (στο επερχόμενο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου θα το κανάκευαν με στοργή), ξυπνάει πηγαίο pride για το ανέβασμα στο πανί τού θέσπειου μονολόγου που αγκάλιασε προ ετών η χώρα τού Ολάντ (και ο οποίος ελληνοποιήθηκε με αγαπησιάρικο νεύρο από τη Μαριάννα Κάλμπαρη με πρωταγωνιστή το Βασίλη Μαυρογεωργίου για ελάχιστες παραστάσεις πέρυσι). Προτού ενηλικιωθεί στον εδώ και χρόνια πιο ενδιαφέροντα γυναικωτό παιάνα τού ευρωπαϊκού εκράν (κρυφακούστε τo «Θέλεις να γίνουμε φίλοι;» του στο βελγικό «Ένα Αγόρι στα Ροζ» και στο πεζοδρόμιο απέναντι τού «Όλα για τη Μητέρα Μου» του Αλμοδόβαρ), εξομολογημένο ως χιούμορ και καρδούλας ανφάς βιωμάτων, με εξόδους στο «ντιβάνι» και στο παλκοσένικο.
Oui, αυτό το χρονικό αφενός τού παλικαρίσιου ζοριού ενός πιτσιρίκου λοξοδρομημένου, απόβλητου και μετέωρου τού φύλου του, αφετέρου του δια – τραβεστικού – πυρός και – έξω από την… ομοφυλόφιλη ντουλάπα – σιδήρου δεσμού του κυρίως με τον θηλυκό γεννήτορά του, diy (γράφει, σκηνοθετεί, παίζει) auteur πρώτη φορά τού πιο ταλαντούχου φλώρου τής Comédie Française με τη μέσες-άκρες αυτοβιογραφία του, διαθέτει απ’ έξω εμφάνιση από μέσα άνεση: Οι καμπύλες mise en scène; Για ντεμπιτάν(τ) είναι λατρεμένες, με το ντεκουπάζ να αμπιγιάρει (συχνά σε layers) ανέτως λογυδριάκια εξωτερικής αφήγησης, αναδρομές στο ρεζουμέ τού ήρωα, νευραλγικά αραιά ματιές στο solo του στο σανίδι και ιντερλούδια συναισθηματικής ή διανοητικής φαντασ(μαγορ)ίας. Το στιχουργικά σημαίνον soundtrack; Από χορωδιακούς Queen και Supertramp ως τον βαγκνερικό «Tannhäuser» hi-nrg house προγκίζει δεόντως τον… Ομορφοθωράξ κουνιστό. Που φοράει μα γκριμάτσες μα φωνούλα μα κινησιολογία άβγαλτου «τοιούτου» και, συχνά στο ίδιο πλάνο, τη σιλουέτα τής maman, απ’ την οποίο παίρνει τα σώβρακα complètement αγνώριστος.
Είναι η πρώτη… ανωμαλία τού αμφι-μπούστου: Ο Γκαλιέν είναι τόσο αποστομωτικός μεταμφιεσμένος στη μαμά του (γιατί την παίζει straight, ως δεξιοτέχνης υποκριτικός αντιγραφέας), ώστε το τέκνο της / «τεκνό» του δείχνει ημι-«εγχειρισμένο» (γιατί, 42άρης πια, έχει αφήσει πίσω του αρκετή απ’ την εφηβική αθωότητα του ρόλου). Το σώζουν πάντα τα οιδιπόδεια, καθώς αυτό το εκμυστηρευτικό solo μαζί με τα souvenir βγάζει στη φόρα ένα προς ένα και τα issues, παρντόν, τα problèmes του: την τεκνοποιητική ματαίωση, την παράταση του φαλλικού σταδίου, τη συμπεριφορική ερμαφροδισία, τις αγκυλώσεις ενός έτερου (πατέρας, εραστής) αλλά άλφα αρσενικού, την πλάση και την ανάπλαση της – κατ’ αρχήν σεξουαλικής – ταυτότητας, τον απογαλακτισμό μετά την κατάκτηση της αυτογνωσίας. Το όλον, ενώ την πιο «oh, la la!» από τις «ρόμπες», που η υποψήφια λούγκρα λούζεται στο παθητικό της ξεπαρθένιασμα, της τη… φοράει η Ντιάνε Κρούγκερ.
Και αν η υποφαρσική φύση των πιο γκαγκάν σκετς κάνει κρα, το μοντάζ έχει κόψει-ράψει / φορέσει βιντεοκλιπέ φουστάνια για να ταιριάξει κάποια επεισοδιάκια, το ύστερο γκομενικό κλου είναι βολικά φλου και η απόληξη κάποιων δυνητικά ανατριχιαστικών «νυχτερινών» καταστάσεων (ένα επαπειλούμενο κρούσμα μαζικού bullying σε τουαλέτες, ένας παραλίγο ομαδικός βιασμός σε δωμάτιο Αραβόφωνων après clubbing) παραμυθητικά ανακουφιστική, στο γκραν φινάλε ο χαϊδεμένος ασθενής θα πατήσει πόδι. Στο φραντσέζικο Εθνικό Θέατρο (ευφυώς, εκεί όπου πρωτοβγήκε στην πιάτσα αυτό το «έγινα νούμερο»). Kαι μπροστά στην πιο δύσκολη (μια ζωή…) θεατή τούτου του «Ι Am What I Am» που, επιτέλους συγκινημένη, θα αφήσει τη «μάσκα» της να πέσει, βουρκωμένη. Από περηφάνια ή / και μεταμέλεια, δεν είναι σίγουρο – αλλά καταλάβατε ποια είναι, ε; Τι να μας πει κι ο Τάκης Ζαχαράτος…