Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ WALL STREET (2013)
(THE WOLF OF WALL STREET)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν Σκορσέζε
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Τζόνα Χιλ, Μάργκο Ρόμπι, Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Κάιλ Τσάντλερ, Ρομπ Ράινερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 180’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Η αληθινή ιστορία τού Τζόρνταν Μπέλφορτ, ενός νεαρού χρηματιστή που άνοιξε τη δική του φίρμα, εξαπάτησε λαό ως δήθεν σύμβουλος επενδύσεων και… «το έκαψε» (με κάθε δυνατή ερμηνεία), ώσπου μπήκε στο μάτι τού FBI και είδε και την άλλη όψη τού «αμερικανικού ονείρου».
Υπάρχει μια σύγχυση ως προς το χαρακτηρισμό τού είδους τής νέας ταινίας τού Μάρτιν Σκορσέζε. Οι Χρυσές Σφαίρες την πρότειναν στην κατηγορία της καλύτερης κωμωδίας ή μιούζικαλ. Ναι, υπάρχουν στιγμές που γελάς δυνατά, όμως, το πλαίσιο του φιλμ δεν είναι καθόλου αστείο. Είναι όπως με τις μαφιόζικες ταινίες τού Μάρτι, όπου σκάνε και κάτι σκηνές τόσο over the top καταστασιακά ή ερμηνευτικά, στις οποίες είναι αδύνατο να συγκρατηθείς, παρά τη βία ή το αιματοκύλισμα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και εδώ. Αντικαθιστώντας τα δύο τελευταία με σκληρά ναρκωτικά και πουτάνες. «Κωμωδία»; Ξανασκέψου το.
Ο Τζόρνταν Μπέλφορτ τού Σκορσέζε είναι μια λαϊκή καρικατούρα που ονειρεύτηκε τα πλέον προφανή (χρήμα, γυναίκες, ακριβά αμάξια), τα απέκτησε, αλλά με ένα επιπλέον «τίμημα»: σχεδόν ποτέ δεν ήταν sober για να καταλάβει τι κάνει και πού βρίσκεται. Ή, ακόμη πιο σωστά για την περίσταση, ποτέ δεν ήταν sober γιατί η καθημερινότητά του ήταν ήδη μια τρελή παραζάλη που απαιτούσε πολλές «ουσίες» για να του επιτρέπει να τη ζήσει. Πολυεκατομμυριούχος στα 26 του, ο Μπέλφορτ άρχισε να αντιμετωπίζεται από τις Αρχές ως κοινός εγκληματίας, καταχραστής ξένου χρήματος, φοροφυγάς, ένας ακίνδυνος απατεώνας που η ίδια η Αμερική ξέχασε (ή ξαμόλησε) σε ένα τεράστιο luna park «αυτοϊκανοποίησης», μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να ζητήσει και το λογαριασμό, διότι ο ήρωάς μας ξέχασε να κόψει εισιτήριο…
Η ταινία μοιάζει με ένα τριπαρισμένο, ηδονικό joyride που ο Σκορσέζε έχει συμπληρώσει κομμάτι-κομμάτι, για να φανερώσει πλήρως αυτό το «ψηφιδωτό» μιας ολόκληρης εποχής, ενός κοινωνικού συστήματος (και προτύπου, φυσικά), που από μικρόκοσμος της παρανομίας γιγαντώνεται σε επικό μεγαλοπιάσιμο με τρομακτικές διαστάσεις εξουσίας. Ακόμη και για αυτή την «απρόσωπη» παρέα ηλιθίων, που σχεδόν βυσσοδομεί εις βάρος μιας ολόκληρης χώρας, του λαϊκού βιοπαλαιστή των οικονομιών και του οράματος να τις πολλαπλασιάσει, να ζήσει κι εκείνος μια κάποια χλιδή ή, έστω, στην άνεση ενός ιδιόκτητου σπιτιού.
Ως περίπτωση, η βιογραφία του Μπέλφορτ περιέχει τα γνώριμα χαρακτηριστικά τού μαφιόζικου κόσμου των ταινιών του Σκορσέζε, θυμίζει τα στερεότυπα τής κάθε saga ανόδου και πτώσης οικογενειών ή φίλων που στήνουν την αυτοδημιούργητη «αυτοκτατορία» – οικονομικού εδώ – εγκλήματος, είδος που ο σκηνοθέτης κορύφωσε ιδανικά ως δημιουργός με τους «Goodfellas» (1990). Σε κάθε απόπειρα επανάληψής του, όμως, προδίδεται από τις αντανακλάσεις ενός παραμορφωτικού φακού, που πρέπει να έχει την όψη μιας ακόμη μεγαλύτερης και πιο «επικής» ταινίας (βλέπε το μάλλον αποτυχημένο «Casino» του 1995). «Ο Λύκος της Wall Street» δεν είναι μια τέτοια αποτυχία, όμως, μέσα σε όλη αυτή τη φαντεζί πρόκληση του «bigger than life», δεν αντέχει να μη φέρει στην επιφάνεια τα ελαττώματά του.
Το φιλμ αποτελείται από μια πληθώρα σκηνών, ενίοτε ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, που συνθέτουν κάτι σαν ταινία, σχεδόν μια συρραφή από τις σκηνές που θα «ανέπνεαν» καλύτερα σε μια mini σειρά, η οποία όμως χρειάστηκε να μονταριστεί αλλιώς για να προκύψει τούτο το τρίωρο έργο (το αρχικό cut ήταν πολύ μεγαλύτερο!). Επειδή οι ήρωές του είναι – καθαρά και μόνο – καρικατούρες, δίχως πλήρη σύνθεση και διάθεση εμβάθυνσης ώστε να ιδωθούν ως αληθινοί χαρακτήρες (λες και τους απαξιώνει διότι ανήκουν σε ένα κατώτερο, λούμπεν δείγμα της ανθρώπινης ύπαρξης), ο Σκορσέζε σκαρφίζεται μια επιστροφή στη γνωστή του φόρμα αφήγησης, στήνει all time classic επεισόδια – σκηνές μεγαλείου (τα ληγμένα χάπια που καταναλώνει ο ΝτιΚάπριο με το Χιλ ή η καταιγίδα με το κότερο στη Μεσόγειο) και ελπίζει να δώσει νόημα στον κεντρικό του «χαρακτήρα», βάζοντάς τον να… εξαπολύει λογύδρια σατιρικής κριτικής που στηλιτεύουν τα «θέλω» τού αμερικανικού τρόπου ζωής. Αν προσθέσεις και τη μαστούρα, βέβαια, κάπου θα χαθείς…
Στα χέρια ενός σκηνοθέτη δίχως ταλέντο, ο «Λύκος» θα ήταν μια κανονική τραγωδία, ένα οργιαστικό party εικόνων που θα «θορυβούσε» με τα πιο ενοχλητικά ντεσιμπέλ, με μοναδικό στόχο την… ημικρανία τού θεατή. Με το Σκορσέζε πίσω από την κάμερα, όμως, είναι ακόμη ένα μεγαλεπήβολο στοίχημα με τον ίδιο του τον εαυτό και το παρελθόν τής φιλμογραφίας του. Σήμερα δεν είναι σε θέση να κερδίζει τέτοια στοιχήματα. Αλλά το ότι ρισκάρει με τόσο φωνακλάδικη τόλμη, μας διασκεδάζει. Σαν τις καταχρήσεις που ξέρεις ότι σε «χαλάνε», αλλά πέφτεις με τα μούτρα πάνω τους, ξανά και ξανά…