ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ (2013)
(TWO MOTHERS)
- ΕΙΔΟΣ: Ερωτικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αν Φοντέν
- ΚΑΣΤ: Ρόμπιν Ράιτ, Ναόμι Γουάτς, Ζέιβιερ Σάμιουελ, Τζέιμς Φρέσβιλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Δύο κολλητές, παιδικές φίλες, στα μισά της πέμπτης δεκαετίας της ζωής τους, χωρισμένη η μία, χήρα ή άλλη, μοιράζονται τη συνηθισμένη καθημερινότητά τους σε μια ειδυλλιακή, παραθαλάσσια πόλη της Αυστραλίας, πριν ερωτευτούν η μια το γιο της άλλης και αρχίσουν τη ζωή τους ξανά από την αρχή…
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό μετά το τέλος αυτού, του πρώτου αγγλόφωνου πονήματος της Φοντέν («Nathalie») ήταν πως το δεύτερο μισό του, αυτόνομο, θα μπορούσε να είναι μια σπουδαία ταινία μεσαίου μήκους. Πόσο τυχαίο είναι άλλωστε, πως είναι βασισμένο στο «The Grandmothers» – ένα διήγημα ή short story (αγγλιστί) της πολυβραβευμένης Βρετανίδας συγγραφέως, Ντόρις Λέσινγκ;
Πρόκειται, όμως, για ένα κανονικού μεγέθους φιλμ, που κινείται αργά, βαρετά και μάλλον προβλέψιμα, αρχικά, όταν η Ροζ, πρώτη, υποκύπτει στη γοητεία του 20χρονου Ίαν – γιου της καλύτερής της φίλης Λιλ, η οποία με τη σειρά της τολμά ερωτικό δεσμό με το γιο τής Ροζ, Τομ. Όταν μαθαίνουν η μία το πάθος της άλλης, αποφασίζουν να σταματήσουν, ταυτόχρονα. Δεν τα καταφέρνουν, όμως. Ομολογούν πως όσο λάθος και να είναι οι σχέσεις τους, αισθάνονται όμορφα και καλά. Και αποφασίζουν, όσο είναι ακόμα ποθητές για τους νεαρούς εραστές τους, να συνεχίσουν να τους απολαμβάνουν (ένοχα). Οι τέσσερίς τους φτιάχνουν έτσι μια ιδιότυπη οικογένεια και θωρακίζονται (υπερβολικά εύκολα είναι η αλήθεια) από την κοινωνική κατακραυγή χάρη στις φήμες που σπέρνει ένας γείτονας, ο οποίος παρεξηγεί ως λεσβιακή τη σχέση της Ροζ με τη Λιλ.
Μέχρι εδώ, ελάχιστα πράγματα κρατούν αισθήσεις, σκέψη και συναίσθημα σε εγρήγορση: τα πανέμορφα αυστραλιανά τοπία, τα ακαταμάχητα, φρέσκα και ώριμα, σώματα και πρόσωπα γιων και μανάδων, οι νωχελικές, υπομονετικά διεγερτικές ερωτικές σκηνές, μα πάνω από όλα το άφοβο, όσο και απέριττα καθοριστικό, ερμηνευτικό σθένος των Ράιτ και Γουάτς. Όταν, όμως, το φιλμ κάνει flash-forward 2 χρόνια αργότερα, αλλάζει ταχύτητα, αποκτά βάθος και πολυπλοκότητα. Καθώς οι δύο «ανορθόδοξες», «λάθος» σχέσεις όχι μόνο υφίστανται ακόμα, αλλά και καλά κρατούν, συνειδητοποιείς ότι δε βλέπεις απλά τα ερωτικά, σαφώς οιδιποδειακά πειράματα – με ημερομηνία λήξης – δύο νεαρών ανδρών. Μεταξύ των δύο πλασμάτων κάθε ζευγαριού δεν αναπνέει μόνο χημεία ή σαρκική επιθυμία, αλλά και έρωτας, ανάγκη μοιράσματος, αγάπη. Καθώς η καθωσπρέπει, «φυσιολογική» πραγματικότητα εισβάλλει επιτακτικά στον εναλλακτικό μικρόκοσμο των τεσσάρων, η κατάσταση περιπλέκεται δραματικά. Τα θέλω τους κοντράρονται με τα πρέπει τους. Τα ένστικτα με το καθήκον. Και η ευθύνη της μάνας με την τόλμη της ερωμένης (εξού και ο άκρως εύστοχος, πρωτότυπος τίτλος, «Δύο Μητέρες»).
Κανείς δεν είναι τέλειος, λένε. Και οι αδυναμίες αυτού του φιλμ δεν είναι αμελητέες: το φλύαρο, πρώτο μισό του, το γεγονός πως λίγοι γιοι είναι τόσο όμορφοι και τόσο τρυφεροί όσο ο Ίαν του Σάμιουελ («The Twilight Saga: Έκλειψη») και ο Τομ του Φρέσβιλ («Animal Kingdom») και ακόμη λιγότερες, σαραντάρες μητέρες είναι τόσο αφοπλιστικά ελκυστικές όσο η Λιλ της Γουάτς και η Ροζ της Ράιτ, ή η… σουρεάλ ικανότητα των τεσσάρων να κρατήσουν τις πραγματικές σχέσεις τους μυστικές από τη μικρή, κλειστή κοινωνία της πόλης, γειτόνων και συγγενών τους επί δύο συναπτά έτη (και όχι μόνο). Κάλλιο αργά ποτέ, λένε, επίσης. Και αυτό το φιλμ, παρά τα όχι ασήμαντα στραβοπατήματά του, προλαβαίνει πριν απ’ την εκπνοή του (σε ένα γενναίο, ορθάνοιχτο φινάλε), να θέσει ουκ ολίγα ενδιαφέροντα ερωτήματα που σηκώνουν πολλή κουβέντα και ανοίγουν διάλογο με το θεατή για το καθετί ανθρώπινο: το παράλογο του έρωτα, το αβάσταχτο βάρος της μητρότητας και το ανύπαρκτο αντίστοιχο της πατρότητας, την αποδεκτή κατά πολύ νεαρότερη σύζυγο, αλλά τον κατακριτέο κατά πολύ νεαρότερο σύντροφο, ή τα θολά όρια ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, στο παιδί και στο γονιό…