FreeCinema

Follow us

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στράτος Μαρκίδης
  • ΚΑΣΤ: Παύλος Χαϊκάλης, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Σωτήρης Καλυβάτσης, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Φαίη Ξυλά, Μιχάλης Μαρίνος, Λευτέρης Ελευθερίου, Σοφία Μουτίδου, Δωροθέα Μερκούρη, Μάγδα Πένσου, Γιώργος Γιαννόπουλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Κατερίνα Στικούδη, Δημήτρης Τζουμάκης
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Στην επαρχιακή Κρήτη άρτι χήρα τίγκα στις οφειλές ιδιοκτήτη ενοικιαζόμενων (με μοναδική πελάτισσα τραγουδίστρια κέντρου, την οποία ποθεί λαϊκό παιδί συνεργείου αυτοκινήτων) βγάζει πλαστογραφημένα, και καλά «κρύβε λόγια» βρώμα για αμύθητο κομπόδεμα του εκλιπόντος κάπου μέσα στο ενδιαίτημα. Συρφετός θα πιάσει δωμάτιο και, ματσώνοντάς τη, θα τσακιστεί να το βρει. Εν μέσω ερώτων και μιας βεντέτας, ποιος το ‘χει;

Υπερβολή. Αδιαφορία. Υπερβολή, με σκοπό τον συντονισμό με το τηλεοπτικά ασκημένο χονδροειδές αισθητήριο του επί τούτου γαργαλημένου κοινού, και αδιαφορία, από το κρίσιμο της λεπτομέρειας που κάνει τη διαφορά έως το αν κάτι στέκει στα πλαίσια της σύμβασης. Υπερβολή και αδιαφορία, μαζί, πτωχαίνουν εν πολλοίς την τρίτη κατά σειρά απόπειρα του (ξανά σε ποιοτικό πισωγύρισμα μετά το, ανώτερο από το «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός») Μαρκίδη ως πιστοποιημένου παλιατζή των θεατρικών των Τσιφόρου – Βασιλειάδη που απαθανάτισε κινηματογραφικά η θιασαρχική τους τρόικα Βασιλειάδου – Αυλωνίτης – Ρίζος, τώρα εις βάρος τής πρώτης τους σύμπραξης το 1959. Απόπειρα που, εξίσου, μπορεί πια να ιδωθεί ως αδιάψευστο τεκμήριο του πόσο έχει εκχυδαϊστεί η ντόπια μαζική ιλαρή ψυχαγωγία: τότε προσπαθούσε κατεβαίνοντας στο επίπεδο του κοινού να το ανεβάσει τουλάχιστον σε τρόπους και ήθη, τώρα να το… ρίξει με σαβουρντίσματα και μπούφλες my ass για να το πλησιάζει πιο άνετα χαμαί όπου είναι πεσμένο. Η χαμηλού κόστους παραγωγή πληρώνεται, το τίμημα το πληρώνουμε όλοι μας.

«Γίνεται προκοπή με το ψέμα;» και «Όποιος αγαπάει, τον θησαυρό τον έχει στην καρδιά του», είναι τα μαλαματένια, αποστομωτικά αποφθέγματα – κλειδί στην… καρδιά του φρονηματικού κατά της (προσχηματικά φαρσικής ως ίντριγκας) φιλαργυρίας χιουμοριστικού αστικού ρομάντζου τού τότες, όπου επίσης γκρεμίζονταν ντουβάρια, ξεκοιλιάζονταν κετσέδες κι έπεφταν ξανάστροφες. Αλλά και σχολιαζόταν διακριτ(ικ)ά η λαίλαπα της αντιπαροχής («…οι πολυκατοικίες, που κακό θεμέλιο να ‘χουνε»), η βδέλλα του πορτοφολιού κατοχή στέγης («η ιδιοκτησία, κυρία Θεώνη μου, έχει σκοτούρες»), η ατιμία των δοσοληψιών («άμα είναι να σου φάνε λεφτά, σ’ τα τρώνε και με απόδειξη»), το «κρέμασμα» του αρσενικού» («ο άντρας πρώτα παντρεύεται και μετά… – …βαράει το κεφάλι του!»). Και ο Μωράκης κρατούσε τα ίσα στα μετρημένα γκαγκ με cha cha, τσιγγάνικα και ρώσικα βιολιά, ένα ερωτικό ελαφρό της Ζήλεια, τον «Κυρ Γάιδαρο», στη μοναδική ever τραγουδιστική στιγμή στο πανί της απόλυτης άσχημης του Φίνου. Απ’ το ανταλλακτήριο, τι κράτησε ο Μαρκίδης και τι παντελονιάζει ο αποδέκτης;

Τον φραγκοφονιά άτυπο κληρονόμο των δύο ταμειακών ει μη καλλιτεχνικών classics «Νήsos» (έμπνευσης των Σολωμού και Παπαδόπουλου, που πρωτοξεκίνησαν σεναριακά την τριπλέτα αυτών των remake), λαδωμένο από ένα υποθετικό επεισόδιο του «Επτά Θανάσιμες Πεθερές», αν το τερμάτιζε (#diplhs) με ιδεασμό «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» στη λεβεντογέννα. Όχι ότι μπορεί να εγκληθεί για αργομισθία ο Δημήτρης Αποστόλου, αν δεν κάνουμε λάθος στην πρώτη του εργολαβία για το σινεμά. Κατά πρώτον, εκτός του εκμοντερνισμού, έχτισε πάνω στο πρωτότυπο: με το καλημέρα βλέπουμε πώς ακριβώς ο σε -άκης πλέον όπως κι όλοι οι υπόλοιποι μακαρίτης πάει καλιά του (άλλο αν ο Μαρκίδης το σκοτώνει όπως να ‘ναι), επινοούνται καινούργιοι οικείοι ή αντίζηλοι των κεντρικών προσώπων για μπούγιο (μια μαγείρισσα αδερφή για τον χοληστερινούχο σιτεμένο εισοδηματία, ένας καρχαρίας του υποκόσμου, ο χαζούλης γιος του κι η σεξουλιάρα γκόμενα αυτού επίδοξοι άρπαγες της περιουσίας), εκτός του ότι ταυτότητες εκσυγχρονίζονται (ο βιβλιοπώλης γίνεται ΠΡΟΠΟτζής και η σπάταλη δικιά του Ιταλίδα), προοικονομείται ως υποτυπώδης υποπλοκή ο γεροντοέρωτας (που στο vintage προέκυπτε απ’ το πουθενά στο happy end), προστέθηκε ένα crime τελικό ξεκαθάρισμα (εκεί η mise en scene την… είδε και ως Λεόνε, μιλάμε για την επιτομή του kitsch pastiche…) κι ένα mini treasure hunt. Αλλά μπόρεσε ο έμπειρος κονδυλοφόρος του να σηκώσει κεφάλι απ’ το χαζοκούτι και το… σανίδι;

Προς τιμήν του και προς απογοήτευσίν μας, έχοντας εξοβελίσει το 100% των ατακών με τις οποίες ο Τσιφόρος σκότωνε δια στόματος της Ωραίας των Αθηνών, του κοντού και του κου «Αχ, βρε παλιομισοφόρια!» (ο «σκωληκοειδίτης», τα «σγρουμπούλια», το «ζυγούρι», το «μπα που να σου θυμιατίσουνε τα εννιάμερα!») και σολάροντας με δεκάδες νέες («η Κνωσσός της κότας» και το «κουσκούνι» «γράφουν»), στις οποίες ξεραίνεται στο χάχανο η πλατεία, όχι. Φταίει στον βαθμό που καθ’ υπερβολήν, που λέγαμε, ψευτίζει όψιμα και στα καλά καθούμενα έναν χαρακτήρα μόνο και μόνο για να προσθέσει στο τεφτέρι ένα καλαμπούρι (προσέξτε εκείνο περί της αιώρησης στον φούρνο, που σκιτσάρει την ικανή στα λογιστικά ανιψιά, εξ αδιαιρέτου κάτοχο, αίφνης ως κουφιοκέφαλη), που μας συστήνει ένα μικρό πλήθος νοικάρηδων χρυσοθήρων σε check-in κι ύστερα εκτός των κεντροπερσόνων μην τους είδατε ακόμα κι αν κατεδαφίζεται το σύμπαν στο ενδιαίτημα ή που με υπονοούμενα γίνεται συχνά-πυκνά συμμέτοχος σε μια εύκολη και ξεπερασμένη αγαπημένη στάση των παραγγελιοδόχων του, τo nudie: εδώ παίρνουν και παίρνουμε μάτι την νομίζει-αυτοσαρκαζόμενη-αλλά-πάντα-θεραπαινίδα-τού-ξώπυγου-viral-image της, σε ξεπαρθένιασμα στη μεγάλη οθόνη Κατερίνα Στικούδη. Φταίει γιατί οι εξαιρετικά αραιά διάσπαρτοι ιδιωματισμοί στο κείμενο (πιστέψτε με, η καταγωγή μου κατά το ήμισυ είναι από τα μέρη όπου υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται η δράση, ή τηρείς την ντοπιολαλιά ή όχι, δεν υπάρχει τόσο μέση οδός), όταν σμίγουν με την αδιαφορία, που λέγαμε, εν προκειμένω της διδασκαλίας ηθοποιών, καταλήγει σε αυτοσκηνοθετημένους τραγέλαφους προφοράς: η αρχικά εντυπωσιακή Μουτίδου π.χ. κουβαλάει έναν αέρα Πολίτισσας στο φρασάρισμα ενώ ένα αδέσποτο «λιοπύρ’» σε στέλνει πίσω στο «Λάρισα Εμπιστευτικό». Για τα ρέστα ευθύνεται η… βιντεοκασέτα.

Δυστυχώς αυτήν, σε εκδοχή DCP (βρήκα συνταρακτικό ένα συνδετικό γενικό πλάνο του ορίζοντα όπου τα νερά των pixels του μεγεθυσμένου ψηφιακού format ξεβρακώνουν την αισθητική), κάτι που μόνο ως παραγωγός χρεώθηκε στα χρόνια τής ακμής της αφού σταδιοδρόμησε πρωτύτερα στο adult και πριν κάνει καριέρα στην TV, διακονεί ο Στράτος Μαρκίδης. Δεδομένης τούτης της κατά σειρά τρίτης διαπιστευμένης επαφής μου με το corpus του, ας μην μηρυκάσω μακροσκελώς τα γνωρίσματα του touch του (FFWD α λα Μπένι Χιλ, νότες ηχητικών εφέ σε πλάνα αντίδρασης όπως burlesque, ολιγάριθμοι κι εν πολλοίς αυτούσιοι rustique διάκοσμοι της… σειράς φωτισμένοι ωσαύτως, άφεση αν όχι ενθάρρυνση μουτών και χειρονομιών στην υποκριτική ενός ensemble αποτελέσματος δεν-κάνω-κάστινγκ-αλλά-κάνω-κάστινγκ-από-ονόματα). Αυτό που μετράει είναι τι συγκεκριμένα φτηναίνει εδώ.

Μασούρι μπορείς να τα κάνεις, αλλά έχουμε και λέμε… Κεφάλαιο του 50’s φιλμ και βούτυρο στο ψωμί του πιατσαδόρου Τσιφόρου, ο ανεκτίμητος σε κάθε δευτερόλεπτό του Φέρμας γίνεται Τζουμάκης, που χωρίς συνοδευτικό υφάκι πάει στράφι. Η εξίσου απολαυστική σεκάνς της Ταϋγέτης ως υπνωτισμένου μέντιουμ εδώ πετσοκόβεται ως φευγάτο αξελερέ. Ο Μπουρδούμης υποδύεται το Κολλητήρι του Καραγκιόζη σε εκδοχή βλακέντιου γυαλάκια και, σαν στα πλατό μιας ακόμα διαφήμισής του, ο Γιαννόπουλος τον μαυροπουκαμισά Κορλεόνε μπαμπάκο του. Και, με εξαίρεση εκφράσεις της μουτσούνας τού Καλυβάτση και το «Si!» του σαλιάρικα κοιλιόδουλου Χαϊκάλη στη νυχτερινή σκηνή του παραλίγο τσακωτού, όλους τους μπουλβαρομπουφόνους να παραχαράσσουν, επί τη βάσει τού όχι-και-λίρα-εκατό ευτραπέλων χρηματοθηρικά ψαχτικού κρυφτού εστίας και σκαμπανεβασμάτων ειδυλλίων, στο πόδι των γυρισμάτων τύπους ή φιγούρες οι οποίες τους έχουν φτιάξει (#diplhs), μερικούς από δαύτους και καλλιτεχνικά τιμαλφώς, στο γυαλί ή τη σκηνή – κάποιες, εννοείται, χάρη στον κονδυλοφόρο του Αποστόλου. Και αν η Κωνσταντινίδου ξεκινάει ξεπαραδιαζόμενη μανιερίστικα αφόρητα αλλά σταδιακά έρχεται στα λεφτά και στα ίσα της, στο πλαίσιο του όλου σούργελου τελοσπάντων, με τον στίχο «Έχω κλείσει στην Ψαρού την πρώτη την ομπρέλα» (ξαναθυμίζω, στον νομό Χανίων είμαστε…), του απαραίτητου μπουζουκοπόπ άσματος που… επενδύει το όλοι-στης-εκκλησιάς-την-πόρτα φινάλε όπως ΠΕΚ, θα ξαναχάσεις τον λογαριασμό. Ενώ θα λογαριάζεσαι με την εσαεί διακαή απορία σου: πότε θα ξεκολλήσει η crowd-pleaser φαντασιακή μας θέσμιση από το δίπτυχο «μονέδα και βίον ανθόσπαρτον»; Οι «θεσμοί» των δανειστών μάς φταίνε μετά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Εγχωριοσιριαλόπληκτοι και κραπάκιες της 80’s VHS, θα φχαριστηθείτε πλάκες με μούρες που γνωρίζετε και αγαπάτε. Αν είσαι μόνο των ξένων series θυμηδίας, σε προειδοποιώ: πού πας, ρε χωρ(ιατ)ό. Όσοι ξέρετε απέξω το original, μπορεί να απασχοληθείτε τύπου «βρες τη διαφορά» καθώς το στιλάκι είναι από κρύο έως ξέκωλο. Τα σκορπάς σε art; Ούτε αν σoυ χώσουν εικοσάευρο στην κωλότσεπη.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.