FreeCinema

Follow us

ΜΝΗΜΕΣ (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκος Καβουκίδης
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Οι πόλεμοι, οι πολιτικές, ο κοσμάκης, η περιπέτεια της Ελλάδας κατά τα έτη 1936 – 1952, όπως δεν τα έχεις ξαναδεί (περίπου). Να σου γίνει μάθημα;

Κι εγώ σοσιαλίστρια είμαι. Αλλά έχοντας δει… κομμάτια στα Φεστιβάλ Χαλκίδας, Τρίπολης, Θεσσαλονίκης (OK, εκεί ολόκληρη…), στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο MEGA και τελευταία στην ΕΡΤ (την περασμένη Πέμπτη), εκτός του τελικού προς διανομή προϊόντος (να ένα ακόμα ζήτημα προς εξέταση, πώς και γιατί «οι κόκκινοι» έγιναν εσχάτως προσφιλή στα μείζονα γραφεία εκμετάλλευσης εξερχόμενα του ζωτικού τους χώρου, του αμπριού της Αλκυονίδας), νιώθω ότι δεν είναι μόνο απ’ αυτή την άποψη που κακόπεσε. Είναι απλώς το πιο συγγνωστό faux pas, καθώς βαυκαλίζεται ότι έτσι κοινωνεί εκπαιδευτικά κι ενθυμητικά σε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπατριώτες του ό,τι δεν πρέπει να αγνοούν και να ξεχάσουν ο γιος του πιονιέρου κινηματογραφιστή Γιώργου Καβουκίδη, προστατευόμενος του Φίνου, θρυλικός οπερατέρ και μοντέρ στον ΠΕΚ και στον ΝΕΚ, ανέκαθεν ευαίσθητος δέκτης των σημείων των καιρών με την κάμερά του στον ώμο στον δρόμο, κι ένας από τους λίγους ενεργούς εναπομείναντες παλαιούς των ημερών. Δυστυχώς, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος αφ’ εαυτού, ο Νίκος Καβουκίδης νομίζει ότι, δευτερώνοντας μετά το πιο αφιλόδοξο αλλά κι επιτυχημένο «Μαρτυρίες» (1975) για την Επταετία, μπορεί να καταστεί ο Αϊζενστάιν του εγχώριου vérité. Και καταλήγει ένας μετα-προπαγανδιστής με τις καλύτερες προθέσεις και πρώτη ύλη του πολύτιμα επίκαιρα που, αφού εν πολλοίς εντόπισε ή/και διέσωσε ο ίδιος συν τω χρόνω, μισοαποτυγχάνει να χειριστεί, ώστε να πραγματοποιήσει κι ο ίδιος το άλμα από την ιστοριοδιφία στην ιστοριογραφία των 35mm.

Σχεδόν εύχεται κανείς να είχε βάλει το χεράκι του περισσότερο απ’ την ευγενή παροχή κάποιων καρέ ο συνδημιουργός της επιδραστικής εμφανώς κι εδώ τηλεοπτικής σειράς «Το Πανόραμα του Αιώνα», Φώτος Λαμπρινός. Ο Καβουκίδης δεν έκανε μεν το τραγικό λάθος τού υπογράφοντος του «The Great Utopia» με εγκυκλοπαιδικό sua voce speakage, αλλά… συγχύζει τον θεατή, επισημαίνοντας με λεζάντες ονοματεπωνύμων μέσα στο κάδρο τούς λογοτέχνες ποίηση (συνήθως) των οποίων ενδύει τα επίκαιρα. Των «Άγγελος Τερζάκης», «Νικηφόρος Βρεττάκος» κ.λπ. έχει δε προηγηθεί το «Σοφία Βέμπο», ενώ ακούμε το «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά»: το σε ποιον ανήκει η φωνή είναι που θεωρεί ότι πρέπει να διδάξει η ταινία σ’ έναν υποτιθέμενο μη γνώστη τη στιγμή που τα πλάνα από τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο της επιστροφής Ζαχαριάδη θεωρούν δεδομένο ότι ο ίδιος αδαής είναι ενήμερος για το ποιος είναι και τι ρόλο διαδραμάτισε ο κομμουνιστής ηγέτης;

Έχοντας επαινετέα κατορθώσει να ενοποιήσουν σε οπτικό επίπεδο footage από ποικίλα κιτάπια (κυρίως πατρικά σε συνεργασία με τον Μεραβίδη, του θρύλου Φιλοποίμενα, κρατικά, του Πολεμικού Μουσείου, του Μάνου Ζαχαρία, ρωσικά, αγγλικά, του Ηλία Γιαννακάκη) που μοιάζει να προέρχεται από μία πηγή, ο Καβουκίδης κι ο μοντέρ / mixer Γιάννης Τσιολάκης υποπίπτουν στο δεύτερο σφάλμα: η πάντα αμφιλεγόμενη τεχνική τής μεταποίησης αυτού που βλέπουμε, από βουβό σε έχον ήχο μέσω των εφέ, είναι για μένα κάτι σαν τον επιχρωματισμό δημοφιλών ασπρόμαυρων ταινιών – ακόμη κι αν η συγκρατημένη, προσεκτική εργασία του ντουέτου σ’ αυτόν τον τομέα δεν φτιασιδώνει το ακρόαμα όσο τα εμβατήρια, τα αντάρτικα και το original score που υφοποιούνται το μουσικό κλίμα της περιόδου. Το ενίοτε υπερλυρικό speakage, που βαραίνει την ήδη φορτισμένη εξάρτυση του λόγου των Λειβαδίτη, Πατρίκιου, Αξιώτη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου (με τα «έφτασαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί…» και τα «αν η ελευθερία δε βαδίσει στ’ αχνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα» των δύο τελευταίων να… βαράνε ως κωδωνοκρούστες εναντίον των νέων προστάτιδων δυνάμεων), τουλάχιστον μνημειώνει στο écran κάπου μεταξύ του Γιώργου Μιχαλακόπουλου και του Θανάση Κουρλαμπά την πρόσφατα χαμένη Σοφία Ρούμπου, συμβία του σκηνοθέτη, η συγχωρητέα ανθρωπιστικά φρονηματική διάθεση του οποίου σε κάποιο σημείο εκδηλώνεται αφελώς ινστρουχτόρικα σε μια άτεχνη «διαλεκτική» έμπνευση με θύματα την Ακρόπολη και τη Μακρόνησο.

Είναι το κορυφαίο πλήγμα που δέχεται, εξ ιδίων, αυτό το – πεσόν και στην αίσθηση του κόρου αλλά επί ώρα ικανό να πατάσσει αν μη τι άλλο τον αμφιβληστροειδή – δέσιμο των πληγών και κάποιων χαρών μιας χώρας, από τη δικτατορία του Μεταξά μέσω του Έπους του ‘40, της Κατοχής, της Αντίστασης, της Απελευθέρωσης, του ξένου παράγοντα και των Ανακτόρων, των Δεκεμβριανών, του Εμφυλίου (όπου ο Καβουκίδης αποδεικνύεται απρόθυμος να πει έξω απ’ τα δόντια, προς γνώση και συμμόρφωση των σκλαβωμένων στα μνημόνια και ανέκαθεν στον εθνικό διχασμό σημερινών ραγιάδων, ότι κάποτε οι μισοί από μας ξέκαναν τους άλλους μισούς, όχι μόνο απ’ τα δεξιά προς τα αριστερά μα και τανάπαλιν), της Βάρκιζας και έως το (αναμορφωτικό) καθεστώς (τρόμου) των νικητών. Υφίστανται souvenir που και προσωπικά θα κρατήσω και, παρότι συντριπτική μειοψηφία, στηρίζουν την πρέπει-να-κοιτάς-πίσω-για-να-πας-μπροστά «θέση» του φιλμ. Τα γυναικόπαιδα να προσφέρουν λουλούδια σε άντρες των S S που προελαύνουν στην Αθήνα, μαγιά για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, ή η επισήμανση της βούλησης του Γεωργίου Παπανδρέου να παραιτηθεί και της απαγορευτικής προς αυτό παρέμβασης Τσόρτσιλ, προείκασμα της ματαιωμένης από τους «θεσμούς» προκήρυξης δημοψηφίσματος απ’ τον συνονόματο εγγονό του μισόν αιώνα αργότερα. Αλλά τα παλαίτυπα της σελιλόζης που βγαίνουν στο φως εδώ άξιζαν έναν ντόπιο Μισέλ Ρεϊγιάκ για να γίνουν το δικό μας «The Spirit of ‘45» και κάτι παραπάνω. Ο Ρωμιός σύντροφος του Κεν Λόουτς υπολείπεται. Πάλι Ψωροκώσταινα, γαμώ το…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σπουδαία η οπτική καβάντζα, προβληματική η μόχλευσή της. Άχαστο για τους εραστές του ντοκιμαντέρ, τους φίλους της εγχώριας Ιστορίας και τους επιζώντες της περιόδου, θα (έπρεπε να) ξεσηκώσει σοβαρό προβληματισμό στον χώρο της επιστήμης και της τεκμηριωτικής Έβδομης Τέχνης για την επιεικώς στρεβλή μεθοδολογία και το ρομαντικό πρίσμα του, που το καθιστούν μια χαμένη ευκαιρία. Μια (πιο εκτεταμένη και σπασμένη σε επεισόδια) εκδοχή του, που θα προβληθεί στην κρατική τηλεόραση, πιθανότατα θα πιάσει τόπο καλύτερα. Οι συντηρητικής ιδεολογίας (από τον Κυριάκο μέχρι τους φασίστες) θα λυσσάξουν.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.