FreeCinema

Follow us

INVISIBLE (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Αθανίτης
  • ΚΑΣΤ: Γιάννης Στάνκογλου, Χρήστος Μπενέτσης, Νικολίτσα Ντρίζη, Μενέλαος Χαζαράκης, Κώστας Κουρτάρας, Κόρα Καρβούνη, Κώστας Ξυκομηνός
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Σαραντάρης τρώει πακέτο: ξαφνική απόλυση από μεταλλουργία λόγω περικοπών, τον μικρό γιο του καθώς η χωρισμένη γυναίκα του πάει γι’ άλλα, χρεωστούμενα ενοίκια και όχι μόνο. Θα «κολλήσει». Θα αντιδράσει σπασμωδικά. Θα βάλει στο μυαλό του (και στο χέρι του) το κακό. (Πώς) θα το πληρώσουν ή θα το πληρώσει;

Πάει καιρός τώρα, πάνω από δεκαπέντε χρόνια, που ο κάποτε (στο χαμηλού κόστους ντεμπούτο του «Αντίο Βερολίνο» και, ιδίως, στο arty «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο») σταμπαρισμένος ως αυτάρεσκος στιλίστας Δημήτρης Αθανίτης έχει αναπροσαρμόσει και φιξάρει το βλέμμα του στους αξεχώριστους ανθρώπους γύρω μας και τις μείζονες καμπές στις ελάσσονες ζωές τους. Η διαπλεκόμενα πολυεστιακή οπτική του στο «2000+1 Στιγμές» (το ψάξιμο για επαφή 8 μονάδων στην αυγή της νέας χιλιετίας), στο «Η Πόλη των Θαυμάτων» (μια multiculti συνάντηση – και με το πραγματωμένο ή μη όνειρο – επισκεπτών και κατοίκων της Αθήνας των Ολυμπιακών) και, πιο πρόσφατα, στο «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» (ένα τριπλό γυναικείο μπούστο ντουβρουτζά αποδοχών εν είδει ενηλικίωσης, κι αρσενικού family δάκτυλου), δεν είδε φως και, πέραν αναλαμπών ατμοσφαιρών και υποκριτικής, ούτε κι εμείς. Αλλάζοντας ματιά σε επίπεδο ήρωα (ένας άνδρας, πατέρας δη, μόνος), προβληματικής (η κρίση που οπλίζει αθέμιτα το ζορισμένο είναι) και αισθητικής (ο φακός παρά πόδα και στο κατόπι του ατόμου που ψάχνεται), μπορεί να καταστήσει μια ταινία του επιτέλους the apple of our eye;

Με κάτι που θυμίζει ξανακοίταγμα αρχικά του «Το Κυνήγι της Ευτυχίας» του Γκαμπριέλε Μουτσίνο και κατόπιν του «Ο Εχθρός μου» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου από κάποιον που θαυμάζει ταυτόχρονα τους αδελφούς Νταρντέν και τον πρώιμο Τζεφ Νίκολς, κατηγορηματικά όχι. Το γραπτό των Αθανίτη και Μακρή κάνει φιλότιμες αλλά ουσιαστικά απρόσφορες απόπειρες να στοιχειοθετήσει την εξωγενών αιτίων, σε μια στιγμή απορρύθμιση της ούτως ή άλλως όχι άσφαλτης χαμοζωής ενός παιδιού του λαού, σε διακριτές αναβαθμίδες. Δυο-τρεις φίλοι μόνο από τη δουλειά, μια ξεπέτα με μια barwoman που μπορεί να τον νοιάζεται λίγο παραπάνω, η γκρίνια τής πρώην για τις καθυστερούμενες διατροφές και για τις γονεϊκές ευθύνες που ο λεγάμενος έχει χρόνια αποσείσει, οι απειλές τού σπιτονοικοκύρη για ένα «φέσι» μηνών, όλα προοιωνίζονται αθόρυβα το αδόκητο χτύπημα: το οριστικό σχόλασμα του Άρη από τη δουλειά (σε μια σκηνή αναλγησίας κι υποκρισίας των αφεντικών, που αδυνατεί να επιδείξει ταυτόχρονα προσόντα Λόουτς και Οικονομίδη).

«Ολόκληρος άντρας» (η φράση – κλειδί που δις ο ίδιος, ως νουθετητικό έπαινο, απευθύνει στο καμάρι του), θα χάσει την μπάλα. Αυτήν με την οποία επιχειρεί να ξαναφέρει κοντά του το απομακρυσμένο σε βαθμό μουγκαμάρας πιτσιρικάκι που η μητέρα του παρκάρει πια σ’ εκείνον που το έσπειρε, και την μπάλα της ζωής του. Άμαθος, θα παλινωδήσει. Από πλευράς απασχόλησης, πρώτα στα όρια του lumpen και μετά εμμονοληπτικά ξανά εκεί απ’ όπου τον σχόλασαν (στα πιο, αν όχι μυθοπλαστικώς ισχυρά, ψυχολογικώς συμπαγή επεισόδια του εν γένει προφιλαρίσματος του ξεβολεμένου, πελαγωμένου, ελεύθερου ωραρίου παλικαριού). Και εξωεπαγγελματικά, μεταξύ μονήρους κατάθλιψης κι αδυναμίας να φροντίσει δεόντως τον αγορίνα, συνάμα απεργαζόμενος αναποφάσιστα το αντιγύρισμα του χτυπήματος (μέσω ενός περίστροφου αγορασμένου με τα τελευταία λεφτά της αποζημίωσής του) σε αυτούς που του το έδωσαν πρώτοι.

Αδυνατώντας να διαπρέψει σε οποιοδήποτε πόστο αυτομετατάσσεται (τον νατουραλισμό στην καταγραφή των σούξου-μούξου στα μεροδούλι – μεροφάι στρώματα της ταξικής Ελλάδας της ύφεσης, το spleen τού man to man ενός όψιμου γαλουχού και του μαγκωμένου βλασταριού του, τη ρεαλιστική (υφο)ποίηση ενός υπαρξιακού πορτρέτου με φόντο την επαγγελματική και συναισθηματική επισφάλεια, τον μινιμαλισμό σε νευραλγικά χωρία της αφήγησης, τις ακόμη και φαταλιστικές εκλάμψεις παραίσθησης της τρικυμίας εν κρανίω και του εν βρασμώ ψυχής που οδηγούν στο crime διακύβευμα της… κατάληξης), το σενάριο, που χάνει μισθά και στο ορατό λιώσιμο των parts των σημαινόντων του (ο λεβέντης μας πετάει ένα ψεύτικο πιστόλι του κανακάρη του στα σκουπίδια; Γρήγορα θα οπλοφορήσει με απρόβλεπτες διαθέσεις) και σε αντι-μασίφ διαλόγους (η – δες την επόμενη πρόταση, ίσως όχι – ανεξήγητα χαχαχούχα συνάντηση με τα καρντάσια στο bar), παίρνει πραγματικά πόδι ωστόσο εξαιτίας του film-making και του post.

Το τραυματισμένο, αβέβαιο βλέμμα του φερέγγυου Γιάννη Στάνκογλου δεν αρκεί ως γρύλλος που θα σηκώσει το αμάξωμα της αγαλβάνιστης, εν πολλοίς σε φιλική συμμετοχή διανομή. Εκ των υστέρων περικοπές νιώθονται σε αρμούς της εξέλιξης του στόρι (σίγουρα πριν από την αγοραπωλησία του «σιδερικού»). Το πλάνο πάνω απ’ τον δεξιό ώμο του πηγαινοερχόμενου με μηχανάκι Άρη θα ‘θελε αλλά δεν… λέει ως λήψη – leitmotiv της μηχανής τού, ικανού πάντως στο δούλεμα της υποτονισμένης φυσικής παλέτας, dp Γιάννη Φώτου. Η ακούσια οφθαλμοφανέστατη περούκα της Νικολίτσας Ντρίζη αποτελεί ντροπιαστικά ενδυματολογική αρχαία σκουριά για παραγωγή του 2015. Ο συχνά σωτήριος σχεδιασμός ήχου, σφυρηλατημένος πάνω στην ποικίλων στιλ παρτιτούρα των Papercut, σκουριάζει στο σαν-ambient-μοιρολόι κεντρικό «θέμα» και χαλάει (σ)το mixer των εναλλασσόμενων διπλά house tracks στην clubber σκηνή που λέγαμε. Και, ασυγχώρητα, το κακό μοντάζ και mixage της flou artistique, προΰστατης μοιραίας συνάντησης παρά θιν’ αλός ξεπερνιούνται από το πλήρες ρετάρισμα, και της mise en scène, στο δευτέρωμα του φινάλε. Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, σου λέει ο άλλος. Μπαμπά, μην τρέχεις στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (όπου η ταινία είχε 5 κορυφαίες υποψηφιότητες), λέω εγώ. (Για) τα Ίρις σπρώχνονται (σε) αβέρτα fer forgé…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ναι, αν ψωνίζεις τα πάντα όλα από τα είδη κιγκαλερίας του σύγχρονου ελληνικού σινεμά με καλλιτεχνικές αξιώσεις ή είσαι Στανκογλου-ίτσα. Μουλτιπλεξάδες, όχι – εσείς βαράτε το αμόνι σας. Τηλεορασάκηδες, όχι – εσείς περιμένετε (λέμε τώρα, δε σας καίγεται καρφί) για την προβολή του στην ΕΡΤ σε κάνα-δύο χρόνια.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.