ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΣΙΒΗΡΙΑΣ (2016)
(DANS LES FORETS DE SIBERIE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαφί Νεμπού
- ΚΑΣΤ: Ραφαέλ Περσονάζ, Εβγκένι Σιντίκιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Νεαρός Γάλλος, μπουχτισμένος από τον σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής, αποφασίζει να μετακομίσει μόνος σε μια καλύβα στην παγωνιά της Σιβηρίας.
Μπορεί να μοιάζει παράξενο, όμως η ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Σαφί Νεμπού είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Ο συμπατριώτης του συγγραφέας Σιλβέν Τεσόν έζησε πράγματι για έξι μήνες στη σιβηρική τάιγκα και κατέγραψε τις περιπέτειές του στο ομότιτλο βιβλίο (δείγμα αυτού που αποκαλείται «nature writing»), το οποίο αν και δεν είναι από εκείνα που φαντάζεσαι ότι θα τους τύχει κάτι παρόμοιο, κατέληξε να μεταφέρεται στον κινηματογράφο. Η υπόθεση μπορεί να θυμίζει το «Ταξίδι στην Άγρια Φύση» (2007) του Σον Πεν, περισσότερο όμως με το «Όλα Χάθηκαν» του Τζέι Σι Σάντορ μπορεί να παρομοιαστεί, καθώς στο πρώτο υπήρχε η περιγραφή ενός ολόκληρου οδοιπορικού, με αντίστοιχη σκιαγράφηση της ψυχολογίας του κεντρικού ήρωα, πριν την κατάληξή του στη φύση της Αλάσκας, ενώ στο δεύτερο, όπως συμβαίνει και εδώ, αυτός παραδίδεται στα μάτια του θεατή σαν άγραφο χαρτί, ριγμένος κατευθείαν στην περιπέτεια της ζωής, μακριά από τον πολιτισμό.
Το ξεκίνημα του φιλμ είναι άκρως μαγευτικό και λειτουργικό. Ο Νεμπού ακολουθεί έναν ράθυμο ρυθμό, ασορτί με τον χαρακτήρα τού Τέντι, ο οποίος κατευθύνεται στη λίμνη Βαϊκάλη προκειμένου να γευτεί την αίσθηση της πραγματικής ελευθερίας, εκεί όπου η έννοια της οποιασδήποτε υποχρέωσης απουσιάζει ολοκληρωτικά. Βρίσκει τη σωστή δοσολογία στη διήγηση ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή για το πανέμορφο φυσικό τοπίο, αλλά ταυτόχρονα και για την προσωπικότητα του μοναχικού ταξιδιώτη, αποφεύγοντας να παρουσιάσει κάτι που θα μοιάζει περισσότερο με ντοκιμαντέρ παρά με ταινία μυθοπλασίας. Ίσως αυτός o εγκλιματισμός στον καινούργιο τρόπο διαβίωσης να φαίνεται πολύ πιο εύκολος σε σχέση με αυτό που εύλογα κάποιος μπορεί να φανταστεί, καθώς η εξεύρεση καταλύματος και τροφής ή η σκληρή καθημερινότητα στον χειμώνα της Σιβηρίας παρουσιάζονται κατά στιγμές αρκετά απλουστευμένα – αλλά τούτο δεν αφαιρεί τίποτα από τη απαράμιλλη γοητεία τού παρθένου τοπίου, που τονίζεται τόσο από το έξοχο μουσικό score του Ιμπραήμ Μααλούφ όσο και από τη μεγαλόπνοη κινηματογράφηση. Φροντίζει, πάντως, ο Νεμπού να κρατήσει τις ισορροπίες του κινδύνου, βασικά μέσω δύο «επεισοδίων» υποπλοκής, με το ένα εξ αυτών να εισάγει τον δεύτερο χαρακτήρα τής ιστορίας, οδηγώντας τη σταδιακά σε κάπως διαφορετικά – από τα αρχικά – μονοπάτια εσωτερικής αναζήτησης, που καταλήγουν στην απέραντη μοναξιά.
Κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας, ο Τέντι χάνει τον προσανατολισμό του, ευτυχώς γι’ αυτόν, όμως, ένας από μηχανής Θεός Ρώσος θα τον σώσει, μεταφέροντάς τον πίσω στην ασφάλεια της καλύβας του. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, η ταινία χάνει σε σημαντικό βαθμό τη στοχαστικότητά της, εξερευνώντας τη φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ήρωες, συστήνοντας τον Αλεξέι και εξηγώντας τις αιτίες που έχουν οδηγήσει κι εκείνον να ζει όπως ακριβώς ο Τέντι, μόνος στη μέση του πουθενά. Το παράδοξο είναι πως το δεύτερο αυτό μέρος, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον κεντρικό ήρωα να μιλά και σε κάποιον άλλον εκτός από… τον εαυτό του, λειτουργεί λιγότερο αποτελεσματικά από το πρώτο. Ο Νεμπού απομακρύνεται κάπως από το πνεύμα του συγγραφέα (ο Αλεξέι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα), κάτι το οποίο δεν φαντάζει κακό από μόνο του, όμως το πρόβλημα μιας σωστής ιδέας στο χαρτί που δεν μετουσιώνεται σε μια γοητευτική αφήγηση στο φιλμ επισημαίνεται αναπόφευκτα. Ναι μεν η ταινία κάνει μια στροφή σε κάτι που μοιάζει με αστυνομικό θρίλερ επιβίωσης, μέσω της ιδιότυπης σχέσης «πατέρα – γιου», καθώς ο πολύ πιο έμπειρος στις συνθήκες της Σιβηρίας Αλεξέι δίνει τα φώτα του στον ακόμα άπειρο Τέντι, πλην όμως η εξέλιξή της είναι μάλλον εύκολη και συμβατική, αφού το μυστήριο αλλά και η όποια ουσία εκλείπουν.