FreeCinema

Follow us
10.1113:30

Θεσσαλονίκη 58: Από παιδιά κι από «μικρά»…


To 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεχίζεται με επιτυχία (και οργανωτικά), προσφέροντας και επιλογές όχι απαραίτητα προβλέψιμες, στο πλαίσιο κάποιων εναλλακτικών προτάσεων. Ας κάνουμε μια μικρή ανάπαυλα, αναζητώντας το πιο «εκκεντρικό». Μπορεί κι εκεί να ανακαλύψεις κάτι…

Αρχικά, δοκίμασα να δω και ένα από τα παλαιότερα φιλμ του Σουηδού Ρούμπεν Έστλουντ, του φετινού θριαμβευτή των Καννών, στον οποίο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έκανε ένα συνολικό αφιέρωμα (με τον ίδιο να είναι παρών στην πόλη). Ύστερα από τον σκεπτικισμό που μου προκάλεσε το «The Square», το οποίο δεν δικαίωσε τις προσδοκίες μου και με έκανε να απορώ για τη βράβευσή του με τον Χρυσό Φοίνικα, έκανα focus στο αμέσως προηγούμενο της «Ανωτέρας Βίας» φιλμ που σκηνοθέτησε, το «Play» (2011), επιχειρώντας να καταλάβω λίγο καλύτερα το στιλ της αφήγησής του. Ούτε και αυτό με βοήθησε να βγάλω ένα περισσότερο σαφές συμπέρασμα για τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς του (χωρίς με αυτό να εννοώ ότι δεν μου άρεσε η ταινία).

(Και) με το «Play» μπορεί κανείς να παρατηρήσει την απουσία συγκεκριμένης φόρμας στο σινεμά του Έστλουντ. Υπάρχει μια σαφής διάθεση κατάργησης των φιλμικών σταθερών, με το υλικό εδώ να δείχνει πιο ακατέργαστο, σχεδόν ντοκιμαντερίστικο σε προσέγγιση. Εμπνευσμένος από μια σειρά αληθινών γεγονότων (γύρω στα σαράντα περιστατικά ληστειών από εφηβικές συμμορίες στο Γκέτεμποργκ, στο διάστημα 2006 – 2008), ο Έστλουντ παρατηρεί τις συμπεριφορές παιδιών που συχνάζουν δίχως την παρουσία γονέων στις κτηριακές εγκαταστάσεις ενός mall. Ο ταξικός διαχωρισμός γίνεται άμεσα αντιληπτός. Τα παιδιά «από σπίτι» έχουν χαρτζιλίκι για να ξοδέψουν και βολοδέρνουν ανέμελα, ενώ τα μέλη μιας παρέας / συμμορίας μαύρων τα παρακολουθεί φθονερά, με διάθεση για άγριο bullying. Οι ηλικίες όλων τους κυμαίνονται μεταξύ των 12 – 14. Ο φακός, στην αρχή, καταγράφει εντελώς στεγνά τη δράση τους, με ένα σταθερό μονοπλάνο που ζουμάρει δεξιά κι αριστερά, σαν υποκειμενικό ενός stalker. Η συμμορία παίζει το δικό της «παιχνίδι», με ένα σενάριο που θέλει το κινητό ενός από τα «πλουσιόπαιδα» να είναι κλεμμένο και τα τρία μικρότερα και ανυπεράσπιστα ανήλικα να μπλέκουν σε μια εξαντλητική διαδρομή στην πόλη. Ο θεατής βιώνει το ακατέργαστο σασπένς, που του υπαγορεύει ότι η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε υπόθεση ανθρωποκτονίας, με μικρές δόσεις κριτικής του ενήλικου κόσμου που δηλώνει πάντοτε την παρουσία του στα πλάνα, δίχως να «παίζει» τον παραμικρό ρόλο ευθύνης και προστασίας. Σε αυτή τη φάση των αναζητήσεών του, ο Έστλουντ σκηνοθετικά ταυτίζεται με το ύφος των πρώτων ταινιών του Μίκαελ Χάνεκε (και όλης της αυστριακής «σχολής», ίσως), με μια κοινωνική ματιά απανθρωπιάς, στα όρια της νοσηρότητας. Σίγουρα μια χρήσιμη εμπειρία θέασης, από μια ιδιαίτερη φιλμογραφία που εξακολουθεί να παραμένει αινιγματική.

Μια από τις πιο απροσδόκητα ευχάριστες στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για μένα, στο πλαίσιο των… σχεδόν μεταμεσονύκτιων προβολών, ήταν το γαλλικό «Les Garçons Sauvages», σκηνοθετικό ντεμπούτο (μεγάλου μήκους) του Μπερτράν Μαντικό. Μια αληθινή πρόταση διαφορετικού, καλλιτεχνικού σινεμά με εικαστικό ενδιαφέρον που ξυπνούσε στον νου αναμνήσεις υπέροχες από παλαιότερα έργα του Ραούλ Ρουίζ ή του Χανς-Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ! Σε ένα πλαίσιο δράσης παρόμοιο με εκείνο του λογοτεχνικού αριστουργήματος «Ο Άρχοντας των Μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, πέντε νεαρά αγόρια τιμωρούνται για ένα βάναυσο έγκλημα στις αρχές του 20ου αιώνα, ακολουθώντας έναν μυστηριώδη καπετάνιο σε ναυτική περιπέτεια «ενηλικίωσης», η οποία θα τα οδηγήσει στην ανταρσία και, στο φινάλε, ξεβρασμένα από τη θάλασσα σε ένα άγνωστο, μαγικό νησί. Με μια διάθεση «ποιητικής» εικονοποιίας, κυρίως σε ασπρόμαυρο φιλμ και «παλιακό» frame, λες και κρυφοκοίταγες stills από ViewMaster, ο Μαντικό στήνει ένα σύμπαν αδιαφιλονίκητης αισθητικής γοητείας, με άπειρα back projections «λανθασμένης» προοπτικής και καμία απολύτως διάθεση ρεαλισμού. Το homoerotic στοιχείο είναι ολοφάνερο και μάλλον… στη διαπασών, με τα φαλλικά σύμβολα να σου κλείνουν διαρκώς το μάτι (ακόμη και χιουμοριστικά, όπως στη σκηνή με το δέντρο που «φτύνει» τους χυμούς του στο νησί), αν και οι προθέσεις του δημιουργού όσον αφορά τη σεξουαλικότητα αναπτύσσονται πέρα από κάθε υποψιασμένη φαντασίωση σουρεαλισμού! Παρούσα ξανά εδώ η (κάποτε) ιέρεια του Χαλ Χάρτλεϊ, Ελίνα Λόουενσον, μετά την εμφάνισή της στο «Laissez Bronzer les Cadavres» από το ίδιο τμήμα του φεστιβάλ, έκανε τη νοσταλγία ακόμη πιο έντονη.

Τίποτε από όλα τα άνωθεν δεν ισχύει για το φινλανδικό «Armomurhaaja» του Τέεμου Νίκι, από το ίδιο τμήμα, ένα «μαύρο» θρίλερ με ήρωα έναν 50χρονο, κάργα κυνικό μηχανικό που για «hobby» / δεύτερη δουλειά κάνει ευθανασίες σε κατοικίδια, αναζητώντας πάντοτε την αιτία της άδικης ζωής που είχαν αυτά τα ζώα δίπλα στους πλέον άχρηστους (συνήθως) ιδιοκτήτες τους. Η σεναριακή ιδέα είναι ωραία, ο τρόπος που ο ήρωας αντιμετωπίζει τους γύρω του είναι απολαυστικός, όμως ο τόνος τού φιλμ είναι εντελώς λάθος, το χιούμορ δεν ωριμάζει όσο μακάβρια χρειάζεται και η ταινία δεν γίνεται ποτέ «ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου» για εκείνους που αναζητούν μικρές, cult ψυχαγωγικές στιγμές στις πρώτες πρωινές ώρες ενός Φεστιβάλ. Κοινώς, το έργο ήταν για… τον μπόγια!

Από τα προφανή highlights της φετινής διοργάνωσης, η επίσκεψη του Αλεξάντερ Πέιν για την πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας, «Downsizing». Σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον, ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής φωτογραφίας Φαίδων Παπαμιχαήλ, δέχτηκαν το δυνατό χειροκρότημα και παρουσίασαν το φιλμ (το οποίο έχει οσκαρικές προδιαγραφές) μιλώντας αποκλειστικά στα ελληνικά. Ομάδα Νορβηγών επιστημόνων ανακαλύπτει το αντίδοτο στο πρόβλημα της πληθυσμιακής έκρηξης στον πλανήτη, συρρικνώνοντας (!) τους ανθρώπους και τοποθετώντας τους σε ανάλογων διαστάσεων μικρο-κοινωνίες, με την ελπίδα να μην χαθεί το είδος μας. Οικολογικές ανησυχίες, ζητήματα σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, σαρκασμός απέναντι στα κακώς κείμενα του σημερινού δυτικού πολιτισμού αντιμετωπίζονται με ευρηματικό χιούμορ σεναριακά, όμως η καταστασιακή τροπή του δεύτερου μέρους του φιλμ διχάζει, δεν λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά και κάπου δίνει την αίσθηση ότι οι καλές προθέσεις αυτοαναιρούνται. Σίγουρα μια ταινία που θα συζητηθεί αρκετά κατά τη διάρκεια της φετινής κινηματογραφικής σεζόν, πάντως.

Ανάμεσα σε άλλες «βόλτες» στην πόλη της Θεσσαλονίκης και παράλληλα με το φεστιβάλ, ο Δημήτρης Αθανίτης παρουσίασε στο Μουσείο Κινηματογράφου τις «Μυστικές Συναντήσεις», ένα βιβλίο – «διάλογο» με αξιομνημόνευτες στιγμές της πορείας του και συναντήσεις με ανθρώπους του χώρου, θυμίζοντάς μας και κάποιους φίλους που δεν βρίσκονται πια κοντά μας, ενώ σε ένα υπόγειο της Αριστοτέλους 6, το IN VR μας έδωσε την ευκαιρία να χαρούμε την εμπειρία του virtual reality θεάματος, μέσα από ένα νέο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Εκεί, παρακολούθησα το μικρού μήκους «Kinoscope» (φωτό), ένα animated φιλμ για την ιστορία του κινηματογράφου, ξεκινώντας από τον φανταστικό φιλμικό κόσμο του Μελιές ή τα «τέρατα» του studio της Universal, φτάνοντας μέχρι το αιματοβαμμένο σύμπαν βίας του Ταραντίνο, όλα σε 360 μοίρες εικόνων που «έτρεχαν» γύρω από το βλέμμα σου, με αφηγητή τον σκηνογράφο Ντιν Ταβουλάρις. Ευχάριστη έκπληξη και τούτη η ιδέα, στο πλαίσιο των ανανεωτικών (και καλοδεχούμενων) προτάσεων του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.