FreeCinema

Follow us

THE LAST FACE (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σον Πεν
  • ΚΑΣΤ: Χαβιέρ Μπαρδέμ, Σαρλίζ Θέρον, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Τζάρεντ Χάρις, Ζαν Ρενό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Διευθύντρια οργανισμού ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ βρίσκεται σε αποστολή στην Αφρική, γνωρίζει χειρουργό ο οποίος εργάζεται εκεί βοηθώντας τον ευρισκόμενο σε απόγνωση πληθυσμό. Ερωτεύονται σχεδόν αμέσως, όμως οι φλόγες του πολέμου δεν είναι το καταλληλότερο σκηνικό για μεγάλους έρωτες.

Σχεδόν δέκα χρόνια έχουν περάσει από την προηγούμενη ταινία που είχε σκηνοθετήσει ο Σον Πεν, το «Ταξίδι στην Άγρια Φύση» (2007), το οποίο είχε αφήσει καλές εντυπώσεις τότε, κερδίζοντας δύο οσκαρικές υποψηφιότητες, αλλά και κάνοντας σχετική επιτυχία στα ταμεία. Η επιστροφή του έτυχε υποδοχής που μάλλον ουδείς περίμενε, μιας και η πρεμιέρα της στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών συνοδεύτηκε από μνημειώδη στα χρονικά της διοργάνωσης… ομαδική γιούχα! Έχοντας, έκτοτε, χτίσει τη φήμη της μεγαλειώδους μπούρδας από τους λίγους που είχαν δει την ταινία, αφού σε ελάχιστες χώρες έχει καταφέρει να βρει διανομή (με την Αμερική να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές!), βρίσκει πλέον τον δρόμο προς τις ελληνικές αίθουσες, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στο δικό μας κοινό να είναι… από τα μετρημένα στα δάχτυλα παγκοσμίως που θα μπορεί να έχει ιδία άποψη για το τελευταίο πόνημα του σκηνοθέτη.

Ο Πεν θέλει ξεκάθαρα να φτιάξει μια ταινία αφύπνισης του δυτικού κόσμου για τα συνεχόμενα και ατελείωτα εγκλήματα πολέμου που λαμβάνουν χώρα στην Αφρική. Επιλέγει, όμως, να βάλει σε πρώτο πλάνο το ρομάντζο του πρωτοκλασάτου πρωταγωνιστικού ζεύγους που έχει στη διάθεσή του, χάνοντας έτσι σχεδόν ολοκληρωτικά τον στόχο του. Ακόμα χειρότερα, δε, δεν τα καταφέρνει καλά ούτε στο κομμάτι στο οποίο έχει επικεντρωθεί, καθώς ο δήθεν παθιασμένος και μοιραίος έρωτας ανάμεσα στην ακτιβίστρια Ρεν και τον γιατρό Μιγκέλ είναι παντελώς άνοστος, μην μπορώντας σε καμιά περίπτωση να πείσει τον θεατή για ποιον λόγο αυτοί οι δύο βρέθηκαν τόσο κοντά.

Καλύπτοντας μια περίοδο δεκατριών ετών, η ταινία ξεκινά με τη Ρεν, διευθύντρια παγκόσμιας ανθρωπιστικής οργάνωσης, να αναπολεί την περίοδο της ζωής της με αφετηρία το έτος 2003, όταν ευρισκόμενη σε χώρες όπως η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε γνώρισε τον Μιγκέλ, χειρουργό των Γιατρών του Κόσμου. Μέσα από διαρκή flashbacks, παρακολουθούμε τις απέλπιδες προσπάθειές τους να σώσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούν από τη φρίκη του πολέμου, την καθημερινότητά τους στους καταυλισμούς προσφύγων, τις σχέσεις που αναπτύσσουν με άλλα μέλη της αποστολής αλλά και με ντόπιους, και πάνω απ’ όλα την εξέλιξη της ερωτικής τους σχέσης, το αρχικό μεγάλο πάθος, τα προβλήματα και τη ρήξη, όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά, αφού η αφήγηση δεν ακολουθεί πάντα γραμμική χρονική πορεία. Ο Πεν κατακερματίζει την ιστορία του βομβαρδίζοντας την οθόνη με δήθεν ονειρικά ποιητικά πλάνα, υπό το συνεχές voice-over της Ρεν, η οποία διηγείται με έναν εντελώς αφηρημένο τρόπο τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και τη σχέση της. Μερικές από τις ατάκες που ακούγονται είναι χαρακτηριστικά βαρύγδουπες, στερούμενες κάθε αληθοφάνειας, αφού είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς πως, ενώ ο κόσμος καίγεται (στην κυριολεξία), κάποιος έστω full ερωτευμένος μπορεί να ξεστομίσει κάτι τόσο εξεζητημένο όσο το… «Θέλω να βρεθώ μαζί σου, χωρίς εμένα»!

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως, ενώ η ταινία αναφέρεται στους πολέμους των χωρών της Αφρικής, οι μαύροι χαρακτήρες είναι από διακοσμητικοί έως ανύπαρκτοι! Ο πρώτος χαρακτηρισμός έχει να κάνει με τους αθώους ντόπιους που στέκουν στο πλευρό της Ρεν και του Μιγκέλ, βοηθώντας στο δύσκολο έργο τους, ενώ ο δεύτερος με τους εμπόλεμους, οι οποίοι λάμπουν δια της απουσίας τους. Υπάρχουν, ασφαλώς, σκηνές μάχης με έντρομο κόσμο να τρέχει πανικόβλητος να γλιτώσει από το αδιάκοπο πυροβολητό, ο Πεν όμως, πλην μιας μοναχά σκηνής προς το φινάλε, δεν θεωρεί σκόπιμο να σκιαγραφήσει τους όποιους υπεύθυνους των σφαγών, καθώς και τις τακτικές στρατολόγησης κυρίως ανηλίκων παιδιών. Σε αυτό τα είχε καταφέρει έξοχα το άπαιχτο στη χώρα μας «Beasts of No Nation» (2015), στο οποίο παρουσιαζόταν λεπτομερώς η συγκεκριμένη παράμετρος των πολέμων των χώρων της Δυτικής Αφρικής. Εδώ σημασία έχουν μόνο οι «απέξω», οι φιλεύσπλαχνοι καλοί Σαμαρείτες, οι οποίοι έχουν έρθει για να σώσουν τους φτωχούς αμάχους.

Μένοντας απόλυτα προσηλωμένος στο κεντρικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι, εύλογα ο Πεν αφήνει όλους τους άλλους στο περιθώριο, κάνοντάς τους να μοιάζουν με θλιβερές καρικατούρες. Η υποπλοκή στην οποία μπλέκει ο χαρακτήρας της Αντέλ Εξαρχόπουλος (μια γιατρός που έχει παρελθόν με τον Μιγκέλ), είναι για να σηκώνεις τα χέρια ψηλά, τόσο ως προς τη χρησιμότητά της όσο και – ακόμα περισσότερο – ως προς την κατάληξή της. Ο δυστυχής Ζαν Ρενό από την άλλη, τον περιφερόμενο χαρακτήρα του οποίου κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να ονομάσει… Dr. Love, είναι πραγματικά για λύπηση.

Από τεχνικής απόψεως, πάντως, σε ό,τι έχει να κάνει με τις πολεμικές σεκάνς ή με αυτές που είναι απόρροια των μαχών, ο Πεν δεν λαθεύει. Δεν χρυσώνει το χάπι ωραιοποιώντας καταστάσεις, αλλά μέσω μερικών πολύ άγριων σκηνών, ειδικά αυτών στις οποίες πρωτοστατεί ο Μιγκέλ εν ώρα υπηρεσίας, περνάει το μήνυμα που εξαρχής ήθελε, καθώς η ωμή σκληράδα των αυτοσχέδιων χειρουργείων μυρίζουν αίμα και θάνατο. Το δυστύχημα είναι πως οι καλοπροαίρετες προθέσεις τού σκηνοθέτη να αναδείξει το διαρκές πολεμικό έγκλημα που συντελείται στην Αφρική, καθώς και να ευαισθητοποιήσει τον δυτικό κόσμο προς αυτή την κατεύθυνση, πέφτουν θύμα μιας (τουλάχιστον) μεγαλειώδους αφέλειας, καθώς ο ίδιος δείχνει να πιστεύει πως αρκούν δύο superstars, ένα ξεψυχισμένο ρομάντζο και μερικές δόσεις πολεμικής βίας στο φόντο, ώστε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Ο ήρωας του Μιγκέλ, στην αρχή της ταινίας, κατευθυνόμενος προς φιλανθρωπικό μουσικό gala, όπου πρόκειται να εκφωνήσει λόγο η Ρεν, αναρωτιέται για ποιον λόγο πρέπει οι άνθρωποι να ψυχαγωγηθούν προτού ακούσουν. Στην τελική, σου μένει η αίσθηση πως ο Πεν έκανε ακριβώς αυτό το οποίο στηλιτεύει.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Είναι όντως κακή ταινία αυτή που γύρισε ο Σον Πεν, δεν είναι όμως ούτε η χειρότερη όλων των εποχών (όπως γράφτηκε στον ξένο Τύπο μετά την προβολή της στις Κάννες), ούτε φυσικά η χειρότερη που έχει διαγωνιστεί για τον Χρυσό Φοίνικα (υπάρχει τουλάχιστον μία που… κέρδισε κιόλας το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ, το 2011). Κάποιες στιγμές της θα προκαλέσουν θυμηδία στους πιστούς φίλους τού κινηματογράφου, καθώς είναι σχεδόν αδύνατον να εκληφθούν σοβαρά. Το πιο mainstream κοινό, που αρέσκεται να παρακολουθεί το σταριλίκι των μεγάλων ονομάτων, μπορεί να εντυπωσιαστεί από τη δύναμη των πολεμικών εικόνων, θα χαζέψει τους Μπαρδέμ και Θέρον και ίσως μείνει με την απορία, γιατί πια τέτοιο μίσος για το φιλμ. Μεγαλοπρεπές φιάσκο, αλλά έχουμε δει και χειρότερα, αλήθεια.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.