FreeCinema

Follow us

ZERO DARK THIRTY (2012)

  • ΕΙΔΟΣ: Πολεμικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάθριν Μπίγκελοου
  • ΚΑΣΤ: Τζέσικα Τσάστεϊν, Τζέισον Κλαρκ, Τζένιφερ Ίλι, Κάιλ Τσάντλερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 157’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL

Πωρωμένη με τη δουλειά της πράκτορας της CIA, η Μάγια, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αναδεικνύεται σε πρωτοστάτης στο δεκαετές κυνήγι του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Άμα τη αλλαγή της Κυβέρνησης των ΗΠΑ, γίνεται και ο καταλύτης της ανεύρεσης και εκτέλεσής του, το Μάιο του 2011.

Στην προηγούμενη, πολυσυζητημένη δουλειά τής – πρώτης και μόνης, ακόμα, γυναίκας κατόχου Όσκαρ σκηνοθεσίας – Μπίγκελοου, «The Hurt Locker», είχα εκτιμήσει την τόλμη της να παραδεχτεί , εν καιρώ πολέμου (εκείνου των Αμερικανών στο Ιράκ, που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2003 και ολοκληρώθηκε επίσημα το Δεκέμβριο του 2001), πως κίνητρο ενός «ήρωα» δεν είναι η πατρίδα, η θρησκεία ή η οικογένεια. Αντίθετα, όπως ο ατρόμητος πυροτεχνουργός, Λοχίας Γουίλιαμ Τζέιμς (Τζέρεμι Ρένερ), ένας (φαινομενικά) επίμονος και φιλότιμος στρατιώτης μπορεί απλά να είναι εθισμένος στην αδρεναλίνη που του προκαλεί το διαρκές φλερτ με το θάνατο. Όχι τυχαία, εξάλλου, η ταινία άνοιγε με το εξής απόσπασμα από το βιβλίο του Κρις Χέτζις, «War is a Force That Gives us Meaning»: «Η αιχμή της μάχης είναι ένας ισχυρός και συχνά θανάσιμος εθισμός, γιατί ο πόλεμος είναι ένα ναρκωτικό».

Ταυτόχρονα, όμως, είχα (και έχω) τεράστια προβλήματα με την αφηγηματική δομή της. Βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες του σεναριογράφου του, Μαρκ Μπόουλ (που υπογράφει και το «Zero Dark Thirty»), ο οποίος είχε δουλέψει ως δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής στο Ιράκ, το «The Hurt Locker» ερωτοτροπεί ποικιλοτρόπως (όχι πάντα εύστοχα) με το ντοκιμαντέρ. Έτσι οι αριστοτεχνικά μονταρισμένες και σκηνοθετημένες, καθαρόαιμα κινηματογραφικές (και δη δεόντως υποβλητικές στη μεγάλη οθόνη) εικόνες του, δε φέρουν ίχνος αυταρέσκειας: είναι ταιριαστά τραχιές, αφτιασίδωτες και ρεαλιστικά βρώμικες. Αντίθετα, η εξέλιξη της ιστορίας του είναι παράταιρα αποσπασματική. Κατακερματισμένη σε μια άνευ συνοχής συρραφή επεισοδίων στο πεδίο της μάχης, όπου περιφερειακοί του Τζέιμς, διαφορετικοί χαρακτήρες έρχονται και παρέρχονται αιφνιδίως, χωρίς να προλάβουν να αφήσουν το στίγμα τους ή, σε αντιπαραβολή, να αμφισβητήσουν / ξεμπροστιάσουν (ουσιαστικά) τα αμφιλεγόμενα κίνητρα του. Το σασπένς κορυφώνεται και κάνει restart, ξανά και ξανά, σα να παρακολουθείς ένα video game, με το μη διαδραστικό avatar σου να περνά τη μια πίστα μετά την άλλη. Και τη μοναδική σταθερά της αφήγησης, τον πανταχού παρόντα πρωταγωνιστή, να μην αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από τον τραγικό, ολοκληρωτικό εθισμό του.

Ως φιλμ που θα ήθελε να είναι ντοκιμαντέρ ή, ακόμα καλύτερα, αντικειμενική ανταπόκριση από το μέτωπο, το υπερβολικά και αδικαιολόγητα μεγάλο σε διάρκεια (βλέπε φλύαρο) «The Hurt Locker» προκύπτει ασαφές, μπερδεμένο και ανειλικρινές στις προθέσεις, τους σκοπούς και την ταυτότητά του, αφήνοντας την εξαρχής δηλωμένη, οδυνηρή διαπίστωσή του ημιτελή, και δη εύκολα, ανακουφιστικά δυσανάγνωστη και παρεξηγήσιμη. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από τους Αμερικανούς, επαγγελματίες και μη θεατές / υποστηρικτές του, το αντιλήφθηκαν ως ύμνο στις θυσίες όσων στελεχώνουν τον αμερικανικό στρατό.

Απέναντί του, το συγγενικό του «Zero Dark Thirty», που καταπιάνεται με μια άλλη συνιστώσα τού εν λόγω πολέμου, αποδεικνύεται πιο ξεκάθαρη, ευθεία και, εν τέλει, καλή ταινία. Η καθηλωτική δύναμη των ακατέργαστων, θαρρείς, εικόνων της Μπίγκελοου είναι και πάλι εδώ. Με την κάμερα στο χέρι, ανήσυχη, και περισσότερο ή λιγότερο κοντά στο πρόσωπο και στο σώμα των ανθρώπων, όταν η δράση λαμβάνει χώρα σε μεταξύ τους διαλόγους, ανταλλαγές και αντιλήψεις. Ή με την κάμερα σταθερή, ατάραχη, να συλλαμβάνει επικά, ανοχύρωτα τοπία της Φύσης, μέσα στα οποία η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει ασήμαντη, απροσάρμοστη και άξεστη. Το καίριο, εύστοχο μοντάζ είναι επίσης ξανά εδώ, συνθέτοντας μεταξύ άλλων και μια συναρπαστική σεκάνς ανθολογίας, όπου τα ταραγμένα πλάνα των ανθρώπων αντιπαραβάλλονται με τα αγέρωχα κάδρα της Φύσης: καταμεσής της ερήμου, σε αμερικανική βάση / οχυρό, κατά τη διάρκεια αποτυχημένης συνάντησης της CIA με εχθρικό πληροφοριοδότη.

Μα, πάνω απ’ όλα, και πάλι παρούσα είναι η πεποίθηση πως η Ιστορία δε γράφεται από φωτισμένους, ανιδιοτελείς ήρωες, αλλά από ανθρώπους με εμμονές, παραδομένους απόλυτα σε πολύ προσωπικές, εγωιστικές (στα όρια του… αυνανισμού) αποστολές. Πεποίθηση που αυτή τη φορά ούτε δηλώνεται εγγράφως εξαρχής, ούτε χάνεται μέσα στην παραζάλη της πολυλογίας και του σκαμπανεβάσματος μιας αποσπασματικής αφήγησης, παρά ενσαρκώνεται διαυγής στη Μάγια. Αυτή, φορτισμένη με ήρεμη, υπόκωφη δύναμη από την Τσάστεϊν, είναι ένα πλάσμα κατ’ επιλογή μοναχικό (σαν τον Τζέιμς). Που βρίσκει το νόημα τής ύπαρξής της και τη θέση της στον κόσμο, μόνο μέσα από τη δουλειά της, την οποία γνωρίζει και κάνει πολύ καλά. Η δουλειά της είναι το δικό της ναρκωτικό – ο δικός της Μόμπι Ντικ. Από τα πρώτα πλάνα του φιλμ γινόμαστε μάρτυρες της απόφασής της να διατηρεί τις αποστάσεις, όχι μόνο από τους συνεργάτες και συνανθρώπους της, αλλά και από τα ίδια της τα συναισθήματα – τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του εαυτού της: παρά την εμφανώς εύθραυστη ψυχραιμία της, επιμένει να είναι ξανά και ξανά παρούσα στα βασανιστήρια του μάρτυρα, ο οποίος ενδέχεται να γνωρίζει σημαντικά για την έρευνά της στοιχεία.

Η Μπίγκελοου χτίζει και «χρωματίζει» ολόκληρη την ταινία της πάνω στη Μάγια, πιστή όχι μόνο στην άβαφη, λιτή, φαινομενικά μόνο ντελικάτη όψη της, αλλά και στο αθόρυβα εκρηκτικό πείσμα της. Σαν τη Μάγια, που σπάει την αποστασιοποιημένη, απατηλή γαλήνη του προσώπου της μονάχα δύο φορές (μια για να φωνάξει απειλές στον μη συνεργάσιμο προϊστάμενό της, και άλλη μια για να χαμογελάσει, όταν μέλη ειδικά εκπαιδευμένης ομάδας του αμερικανικού Ναυτικού την αναγνωρίζουν με θαυμασμό ως «δική» τους), το «Zero Dark Thirty» εξελίσσεται με μια παραπλανητικά ήσυχη νωχέλεια, που δε σε αφήνει στιγμή σε ησυχία, ακόμα και μετά τα λιγοστά, αναπάντεχα ξεσπάσματά του (σαν την έκρηξη στο ξενοδοχείο ή στην έρημο). Και σαν τη Μάγια, που δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, βάζοντάς τα ευθαρσώς στη θέση τους, έτσι και η ταινία δεν αρνείται το γεγονός της αποδοχής και (κατά συνέπεια) χρήσης των βασανιστηρίων, ως αποτελεσματικής μεθόδου ανάκρισης από τη CIA, με τη σύμφωνη γνώμη της Κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Όχι τυχαία, η τελευταία, υπεύθυνη αλλά οδυνηρή διαπίστωσή της, αντίθετα με την αντίστοιχη του «The Hurt Locker», ενόχλησε ουκ ολίγους Αμερικανούς… πατριώτες. Μεταξύ αυτών και μέλη της Ακαδημίας, που, εθελοτυφλώντας, το κατηγόρησαν ως σπουδή υπεράσπισης των βασανιστηρίων και ζήτησαν το μποϊκοτάζ του στα Όσκαρ του 2013, στοιχίζοντάς του – αν μη τι άλλο – την απουσία της Μπίγκελοου από την πεντάδα της σκηνοθεσίας. Τι ειρωνεία. Ή μήπως όχι;

Όταν το «Zero Dark Thirty» συμπληρώνει δύο ώρες διάρκειας, παρατά την ηρωίδα του σε μια βάση επιχειρήσεων με ένα ζευγάρι ακουστικά και για τα επόμενα τριάντα λεπτά… την ξεχνάει (!), καθώς μεταμορφώνεται σε μια ντοκιμαντερίστικη αναπαράσταση της εισβολής στο καταφύγιο του Μπιν Λάντεν. Η Μάγια, που για δύο ολόκληρες ώρες ήταν το βλέμμα και η πυξίδα μας στο χάρτη αυτής της ιστορίας, απουσιάζει εντελώς από την κλιμάκωσή της. Γεγονός ιστορικά ακριβές μεν, κινηματογραφικά κάλπικο δε. Η εικονογράφηση του τρόπου της τιμωρίας του περιβόητου τρομοκράτη εκφράζει μια ανάγκη δικαιολόγησης των βρώμικων, απάνθρωπων παιχνιδιών που παίχτηκαν εν γνώσει της αμερικανικής Κυβέρνησης για τον εντοπισμό του. Προδίδουν, όμως, και την ταινία (αφήνοντάς την ευάλωτη σε, ανάλογες με την παραπάνω, παρεξηγήσεις) και τη Μάγια. Που δικαιώνεται όπως της πρέπει (και μέσω αυτής και εμείς), μετά από καταχρηστικές παρεμβολές και καθυστέρηση, στα τελευταία πέντε λεπτά του φιλμ. Τότε, όμως, είναι πια αργά. Έχοντας χάσει την ειλικρίνεια, τον ειρμό και την ταυτότητά του, το φιλμ σε έχει ήδη πετάξει έξω…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν εμπιστεύεσαι τα γούστα της Ακαδημίας ή θέλεις να έχεις ιδία άποψη για τους διεκδικητές των Όσκαρ, σπεύσε. Ομοίως, αν τη βρίσκεις με βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, δεξιοτεχνικά συναρμολογημένα κατασκοπευτικο-πολεμικά θρίλερ. Αν, όμως, ταυτίζεσαι πολύ με τους κινηματογραφικούς σου ήρωες, ετοιμάσου για μεγάλη απογοήτευση στο νήμα της δράσης. Ομοίως, και αν σου τη δίνει η κινηματογραφική μυθοπλασία σε ρόλο ιστοριογραφίας ή ειδησεογραφίας.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

MR KLEIN

MR KLEIN

Μισή ώρα βασανίζανε έναν ταλαίπωρο, να τους δώσει ονόματα ή τον ταχυδρομικό κώδικα του Οσάμα, για να του στείλουν κάτι από το «Έχεις Πακέτο». Μετά γυρνούσε μια παλαβή κι αγάμητη να βρει τα ίχνη του για ενενήντα λεπτά. Κι ύστερα, μισή ώρα για να μπουκάρουν σε ένα σπίτι και να ρωτάνε «Οσάμα, είσαι εδώ;»! Ναι. Μεγάλη ταινία.