FreeCinema

Follow us

SENSO (1954)

  • ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Ρομαντικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουκίνο Βισκόντι
  • ΚΑΣΤ: Αλίντα Βάλι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ, Μάσιμο Τζιρότι, Χάιντς Μουγκ, Ρίνα Μορέλι, Κριστιάν Μαρκάν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Στα τέλη του 19ου αιώνα και εν μέσω πολέμου, Ιταλίδα κόμισσα ερωτεύεται Αυστριακό αξιωματικό, φοράει ασύστολα κέρατο στον Βενετό ευγενή σύζυγο της και προδίδει τη χώρα της, παραδομένη σε έναν κυκεώνα αυτοκαταστροφικού πάθους. Ο λεβέντης, βέβαια, έχει βάλει στόχο τα φράγκα και τη δύναμή της κι εκείνη το ξέρει αλλά, φευ, δεν μπορεί να σταματήσει.

Ο Ιταλός άρχοντας των επικών, μελοδραματικών εξάρσεων και των μεγάλων αισθημάτων, πριν απ’ το ασπρόμαυρο αριστούργημά του («Ο Ρόκκο και τ’ Αδέλφια του»), το κρεσέντο της σκηνοθετικής του αριστοκρατικότητας («Ο Γατόπαρδος») και τη θεσπέσια κινηματογραφική μεταγραφή ενός εμβληματικού λογοτεχνικού έργου («Θάνατος στη Βενετία»), έδινε το στίγμα των ικανοτήτων του με μια πρώτη προσέγγιση στο χρώμα, τα φανταχτερά κοστούμια και τα βαρυφορτωμένα σαλόνια, με το «Senso». Αμέσως μετά τις πρώτες ασκήσεις στο νεορεαλισμό («Bellissima») ή τον πρώιμο πειραματισμό με το νουάρ, σε ένα πολύ αξιόλογο ντεμπούτο («Ossessione»), ο Βισκόντι κατάλαβε ότι υπήρχε κι άλλος τρόπος να εκφραστεί δημιουργικά και ιδεολογικά. Η απόφασή του να καταγράψει τον εσωτερικό σπαραγμό μιας τάξης που ήταν η δική του (αριστοκράτης κι ο ίδιος, προερχόμενος από οικογένεια κόμηδων και δουκών) αλλά την είχε απαρνηθεί, όντας κομμουνιστής, μας γίνεται ουσιαστικά έκδηλη το 1954, με την προσωρινή αλλαγή πλεύσης που φανερώνει αυτό το φιλμ (έμελλε να επανέλθει στα χαμόσπιτα και την προλεταριακή πραγματικότητα στον «Ρόκκο», το 1960). Κι έτσι, από τα «φτωχά κι ανήλιαγα στενά» τού ζόρικου κοινωνικού γίγνεσθαι που ο ιταλικός νεορεαλισμός είχε ταχθεί να καταδείξει και να στηλιτεύσει, περνάμε στις οπερετικές διαστάσεις ενός ιστορικού δράματος, απατηλής χλιδής, εκφυλισμού και απαστράπτουσας παρακμής.

Η πρόθεση είναι ίδια, πάντως. Ένας αριστερός διανοούμενος, διαλέγει να αφιερώσει το σκηνοθετικό του ταλέντο σε μια τέχνη στρατευμένη και – ουσιαστικά – πολιτική. Απλώς εδώ, αντί να υμνεί τις αρετές των κατατρεγμένων μαζών, αφηγούμενος την τραγωδία της καθημερινής τους περιπέτειας, αφιερώνεται στην κριτική των ηθών που χαρακτηρίζουν τόσο τη στενή, ταξική κλίκα που φεύγει, όσο και μια άλλη, ακόμα πιο αδίστακτη, κυνική και απαλλαγμένη από ιδεαλιστικές ψευδαισθήσεις, που έρχεται να την αντικαταστήσει στην εξουσία. Με τον ίδιο πάντα σκοπό: να μας υποβάλει, μέσα από μια ολέθρια ερωτική ιστορία, την ιδέα που θέλει μια τάξη, τη στιγμή που ολοκληρώνει την ιστορική αποστολή της, να «σαπίζει» αβοήθητη, περικυκλωμένη από τα ερείπια των ιδανικών της, λαχταρώντας ενδόμυχα να έρθει μια νέα, ανερχόμενη δύναμη και να τη σπρώξει στον αφανισμό, απαλλάσσοντάς την από το δυσάρεστο έργο να απαρνηθεί η ίδια την ύπαρξή της (ο Νίτσε έχει δώσει, με ανεπανάληπτο τρόπο, την εικόνα του «τελευταίου των ανθρώπων» που είναι «πολύ κουρασμένος ακόμα και για να πεθάνει»).

Όλα αυτά, όμως, για έναν καλλιτέχνη του μεγέθους τού Βισκόντι, δε θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε ένα από καθέδρας, δοκιμιακό και «ψηλομύτικο» σινεμά, ούτε σε κάποιου είδους μαρξιστική κατήχηση που θα χρησιμοποιούσε τη μυθοπλασία για να μεταμφιέσει ύπουλα το μήνυμά της. Άλλωστε η τέχνη του είναι τόσο μπαρόκ, τόσο μεγαλεπήβολη και εξπρεσιονιστική, που συχνά υπερκαλύπτει με το λούσο της αυτό που θέλει να επικοινωνήσει, οπότε δεν τίθεται ζήτημα εξαναγκασμού τού θεατή στην αναζήτηση κάποιου πράγματος που δε θα ήταν ο ίδιος πρόθυμος να βρει εξαρχής, πίσω από την ιστορία. Σεναριακά, δε, μας παρουσιάζεται κάπως πρόχειρη (ίσως γιατί ο δημιουργός βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του και δεν έχει βρει ακόμα την τέλεια φόρμα του), με over the top διαλόγους και χαρακτήρες που κουβαλάνε πάνω τους την – όχι πάντα λειτουργική σε ένα κινηματογραφικό έργο – πολύχρονη παράδοση των Ιταλών στην opera και τον κραυγαλέο συναισθηματισμό της. Είναι, όμως, και μια ταινία εντυπωσιακή οπτικά, με υπέροχη φωτογραφία, καταπληκτική σκηνογραφία και κάδρα γεμάτα μουσειακή ομορφιά. Απλώς, για τον «κόκκινο Κόμη» του ιταλικού σινεμά, έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα – συνολικά δηλαδή – δεν αντιπροσωπεύει την κορυφαία στιγμή του. Την προετοιμάζει, όμως. Και συχνά, αυτό και μόνο αρκεί.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Πρώιμος Βισκόντι για τους λάτρεις τού έργου του – κυρίως. Έχει ενδιαφέρον, αν θες να δεις πώς ξεκίνησε αυτή η μανία του σκηνοθέτη του «Γατόπαρδου», με τους αριστοκράτες και τις ερωτικές τους ίντριγκες που έχουν δώσει τροφή σε τόσα και τόσα κλασικά μυθιστορήματα. Όχι και πολύ πρωτότυπη πλοκή, αλλά κινηματογραφική ποιότητα υπάρχει. Ίσως παράδοξα, μοιάζει κάπου με τα κοστούμια στο φιλμ. Που, ναι μεν, δείχνουν πανέμορφα, αλλά αισθάνεσαι ότι τώρα πια… θα μυρίζουν ναφθαλίνη.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.