ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΦΕΝΤΗΣ (1977)
(PADRE PADRONE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι
- ΚΑΣΤ: Ομέρο Αντονούτι, Σαβέριο Μαρκόνι, Μαρτσέλα Μικελάντζελι, Νάνι Μορέτι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Η αληθινή ιστορία του γλωσσολόγου, συγγραφέα και ποιητή Γκαβίνο Λέντα, από τα σκληρά παιδικά του χρόνια ως βοσκού στα βουνά της Σαρδηνίας μέχρι την οριστική ρήξη με το δυνάστη πατέρα του και το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Χρυσός Φοίνικας και βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI) στο Φεστιβάλ Καννών.
Ήδη από την πρώτη σκηνή του «Πατέρα Αφέντη», ο σχεδόν σαραντάρης πια Γκαβίνο Λέντα αναλαμβάνει, με ένα σαφώς μπρεχτικό όσο και παιχνιδιάρικό τρόπο, να μας εισαγάγει σε μια ιστορία σκληρή όσο η πραγματικότητα και μαγική όσο ένα σκοτεινό παραμύθι με καλό τέλος. Ο Λέντα θυμάται, ή μάλλον βλέπει μπροστά του, τη σκηνή κατά την οποία ο δεσποτικός πατέρας του όρμησε στην τάξη του δημοτικού σχολείου όπου φοιτούσε για να τον μαζέψει και να ανακοινώσει στη δασκάλα ότι δε θα συνεχίσει τις σπουδές, προκειμένου να μυηθεί στη μοναχική ζωή του βοσκού. Η ίδια σκηνή, χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη του συγγραφέα, επιστρέφει και κλείνει την ταινία, η οποία βασίστηκε στην αυτοβιογραφία του και έμελλε να γίνει η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία των Ταβιάνι, καθιερώνοντάς τους ως ένα από τα μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου σινεμά στη δεκαετία του ’70. Η επιστροφή μοιάζει με αυτή του Λέντα, που μετά τη ρήξη με τον πατέρα, έφυγε και αργότερα γύρισε για να καταγράψει τη γλώσσα και τον πολιτισμό του τόπου του, αυτόν που κάποτε υπήρξε φορέας της καταπίεσής του.
Στο πολιτικό σύμπαν των Ταβιάνι, η ιστορία του Λέντα και η απόδρασή του από τη σκιά του πατέρα και την ανέχεια δεν αποτελεί απλά μια τυπική καταγραφή της ενηλικίωσης με φόντο ένα βουκολικό φολκλόρ, αλλά μια πολυεπίπεδη αλληγορία που ξεκινά από τη μυθική Οιδιπόδεια πάλη πατέρα – γιου και απλώνεται στην αρχετυπική όσο και δυσεπίλυτη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, ανάμεσα στη βία της εξουσίας και τη λυτρωτική δύναμη της γλώσσας – και της Τέχνης, τελικά. Συγκρούσεις, βέβαια, που κλείνουν τα μάτια στο σχήμα άσπρο/μαύρο, καθώς κουβαλούν το αυθεντικό τους τραγικό βάρος και δεν προσφέρονται για μια απλουστευτική δραματοποίηση, πόσο μάλλον μελοδραματική.
Την ίδια στιγμή, άλλωστε, ο «Πατέρας Αφέντης» συνιστά μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη καταγραφή της ζωής στη φτωχή Σαρδηνία της μεταπολεμικής περιόδου, της αθρόας μετανάστευσης στη Γερμανία, αλλά και της χαμένης εφηβείας για τα παιδιά που μεγαλώνουν απομονωμένα, χωρίς σχεδόν καν να μιλούν, και γνωρίζουν την επαφή μόνο μέσα από κτηνοβασίες. Κι όμως, όσο και αν η κάμερα επιλέγει να μείνει (συνήθως) ένας μακρινός αποστασιοποιημένος παρατηρητής, η ποίηση και η υπέρβαση των Ταβιάνι τρυπώνουν απρόσμενα (κάποτε με μια κανάτα με γάλα που μετατρέπεται, εξαιτίας της παγωνιάς, σε παγωτό ή μέσα από τη φανταστική μουσική που ακούει ο μικρός Γκαβίνο), δίνοντας σε αυτήν τη σκληρή ταινία τα φτερά για ν’ απογειωθεί σε κάτι παραπάνω από μια απλά ρεαλιστική καταγραφή. Και είναι ίσως αυτές οι πινελιές που τριάντα πέντε χρόνια αργότερα διατηρούν τη φρεσκάδα και τη δύναμη της στο ακέραιο.