Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (2016)
(OSTATNIA RODZINA)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιαν Π. Ματουσίνσκι
- ΚΑΣΤ: Αντρέι Σεβέριν, Ντάβιντ Ογκρόντνικ, Αλεκσάντρα Κονιέτσνα, Αντρέι Χίρα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
28 χρόνια από τη ζωή του περίφημου και περιβόητου Πολωνού ζωγράφου Ζτζίσλαβ Μπεκσίνσκι και της κωμικοτραγικά δυσλειτουργικής οικογένειάς του.
Συνεχής εναλλαγή παραλληλόγραμμων στατικών πλάνων, που εμπεριέχουν ή συνταιριάζονται με μυριάδες άλλα παραλληλόγραμμα: πόρτες εσωτερικές και εξωτερικές, παράθυρα, ντουλάπια, ασφυκτικά γεμάτα ράφια, κάδρα ζωγραφικής, αφίσες, οθόνες τηλεόρασης ή computer, φωτογραφίες και τετράγωνα πλάνα 8 χιλιοστών από τα video ημερολόγια που τραβούσε ακούραστα ο Μπεκσίνσκι. Αυτό είναι τούτη η ταινία. Οι ήρωές της, και ειδικά τα πρόσωπά τους, είναι πάντα οριοθετημένοι μέσα στο άτεγκτο, αποπνικτικό πλαίσιο και του κινηματογραφικού πλάνου και κάποιου από τα παραλληλόγραμμα που βρίσκονται πίσω τους. Ποτέ σε close-up. Πάντα σε middle shot. Συνήθως με κάτι φλου, σε απόσταση αναπνοής μπροστά από την camera (το κούφωμα μιας πόρτας, διάφορα αντικείμενα στο υπερφορτωμένο γραφείο του Μπεκσίνσκι, το χέρι, η πλάτη ή άλλο σημείο του σώματος του συνομιλητή τους), να εμποδίζει κυριολεκτικά όποια προσπάθεια περαιτέρω προσέγγισής τους. Ακόμα και στις λιγοστές εξωτερικές εξορμήσεις τους, καδράρονται μέσα σε αυστηρά γεωμετρικά σχήματα, είτε των κτηρίων – τσιμεντένιων «κουτιών» γύρω τους και των σε παράταξη φυτεμένων δέντρων, είτε των τετράγωνων, τίγκα στον κόκκο videos του μπαμπά.
Έτσι βρίσκονται διαρκώς εκτεθειμένοι, σε δημόσια θέα, σαν τις φωτογραφίες και τους πίνακες του μπαμπά, ή τις αφίσες του γιου. Αντικείμενα επίμονης, αδιάκριτης θέασης, διερεύνησης και μελέτης. Εγκλωβισμένοι στον ασφυκτικό, επιτηδευμένο χώρο μιας βιτρίνας ή μιας γυάλας, θαρρείς. Αδύναμοι να αποδράσουν από το καλούπι της ρουτίνας, του χαρακτήρα ή του κοινωνικά προδιαγεγραμμένου ρόλου τους. Ο πράος καλλιτέχνης μπαμπάς, με τις βίαιες φαντασιώσεις, που φωτογραφίζει και βιντεοσκοπεί τα πάντα, δεν είναι ούτε γίνεται κάτι περισσότερο από αμέτοχος παρατηρητής – ποτέ σύντροφος ή συνοδοιπόρος. Ο νευρωτικός, μη διαγνωσμένος ως μανιοκαταθλιπτικός, νάρκισσος γιος γίνεται διάσημος ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ αλλά ουσιαστικά ούτε ενηλικιώνεται ποτέ, ούτε παύει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως θύμα. Και η στωική μαμά, που παλεύει να παλαντζάρει δύο στον-κόσμο-τους αρσενικά, δύο στα τελευταία τους «άχρηστα» θηλυκά (τη μάνα και την πεθερά της) και τον καρκίνο που της βγαίνει πάνω που θα μπορούσε να αφιερωθεί λίγο περισσότερο στον εαυτό της, σβήνει μοιραία από προσώπου Γης – τα λιγοστά ίχνη της κάθε άλλο παρά ανεξίτηλα ή αξιομνημόνευτα από μόνα τους.
Ο ντοκιμαντερίστας Γιαν Π. Ματουσίνσκι καταφέρνει να ταράξει την κλειστοφοβική αισθητική των εικόνων του και τον ψυχοπλακωτικό εγκλωβισμό των ηρώων του σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές με ουκ ολίγες, αρκετά εύστοχες δόσεις μαύρης κωμωδίας (η εναρκτήρια εξομολογημένη φαντασίωση του μπαμπά με την Αλίσια Σίλβερστοουν, τα φύγε-συ-έλα-συ περάσματα από το κρεβάτι του πόνου, οι συνεχόμενες κηδείες…). Παραδίδει έτσι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και αισθητικά (κυρίως) και σεναριακά ντεμπούτο μυθοπλασίας. Το γεγονός, όμως, ότι κρατά τους ήρωές του πάντα σε απόσταση, τόσο με τα πλάνα του όσο και με την αποσπασματική, υβριδική (έτσι όπως συνταιριάζει αταίριαστα κινηματογραφικά είδη) και υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια αφήγησή του, σε συνδυασμό με το αιφνίδια βίαιο και ασύλληπτα πικρό φινάλε του, κάνει την ταινία του μια βεβιασμένα δυσάρεστη – και εν τέλει μάταιη – εμπειρία.