FreeCinema

Follow us

ΦΑΛΣΤΑΦ: ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ (1965)

(FALSTAFF)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Όρσον Γουέλς
  • ΚΑΣΤ: Όρσον Γουέλς, Ζαν Μορό, Μάργκαρετ Ράδερφορντ, Τζον Γκίλγκουντ, Κιθ Μπάξτερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Με τον Ερρίκο Δ’ στον αγγλικό θρόνο, ο νεαρός γιος του, Χαλ, επιλέγει να περνά την ώρα του με έναν εύθυμο ηλικιωμένο μέθυσο, τον Φάλσταφ. Η φιλία τους, όμως, θα διακοπεί απότομα, όταν ο Χαλ διαδέχεται τον πατέρα του στον θρόνο. Ως Ερρίκος Ε’, απαρνείται και κόβει κάθε επαφή με τον Φάλσταφ, πληγώνοντάς τον ανεπανόρθωτα.

Η επανακυκλοφορία αυτής της (άλλης μιας) άτυχης ταινίας τού Όρσον Γουέλς γίνεται προς τιμήν των διεθνών κινηματογραφικών εορτασμών των εκατό χρόνων από τη γέννηση του θρυλικού δημιουργού – και η επιλογή της είναι επιτυχημένη και, επιτέλους, επιβεβλημένη. Γιατί κάπου στα μέσα των γυρισμάτων αυτής της ιταλο-ισπανο-ελβετικής συμπαραγωγής, ο Γουέλς ξέμεινε από χρήματα και μόνο μετά τη σημαντική «συνεισφορά» τού Καναδού μεγαλοπαραγωγού Χάρι Σάλτσμαν κατάφερε να την ολοκληρώσει. Και, παρότι κέρδισε το βραβείο της 20ης επετείου του Φεστιβάλ των Καννών το 1966, δεν κυκλοφόρησε επίσημα ποτέ. Μετά από χρόνια αδράνειας από τους πνευματικούς δικαιούχους, τα δικαιώματά της χάθηκαν και μόλις το 2011 αποκαταστάθηκε η κόπια στην Αγγλία και μπορεί, πλέον, να προβληθεί κανονικά.

Και τι μεγάλο κρίμα. Ο ίδιος ο Γουέλς τη θεωρούσε την αγαπημένη της φιλμογραφίας του και την καλύτερή του ερμηνεία και, παρακολουθώντας την, καταλαβαίνεις το γιατί. Έχοντας κάνει μια συρραφή των σαιξπηρικών έργων που αποτελούν τον κύκλο της «Ερρικιάδας» («Ριχάρδος Β΄», «Ερρίκος Δ’, Μέρη 1 & 2», «Ερρίκος Ε’» και, ανεπίσημα, «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ»), ο Γουέλς βάζει στο επίκεντρο έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα, τον υπέρβαρο, φαιδρό, ηλικιωμένο μέθυσο, Σερ Τζον Φάλσταφ, τον ξεπεσμένο ιππότη που, με κάποιον παράδοξο τρόπο, γίνεται μια εναλλακτική, σχεδόν αναρχική πατρική φιγούρα για τον νεαρό πρίγκιπα Χάρι (Χαλ, για τους φίλους του), ο οποίος με «προστάτη» τον Φάλσταφ, ζει σε ένα σχεδόν παράλληλο σύμπαν από εκείνο του πατέρα του, Ερρίκου Δ’, που υφάρπαξε τον θρόνο, προκαλώντας το μένος μιας φράξιας των υπόλοιπων αξιωματούχων και αναπόφευκτα έναν αιματοβαμμένο εμφύλιο. Ο βασιλιάς νικά, όμως πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα και ο νεαρός διάδοχος αποκόβει μεμιάς από τη ζωή του το «άτακτο», ανέμελο παρελθόν, ξεκινώντας με τον πάλαι ποτέ επιστήθιο φίλο του, τον γερο-Φάλσταφ.

Ο Γουέλς παρουσιάζει εξαίσια αυτό το «χάσμα» μεταξύ των δυο κόσμων, του σοβαρού βασιλικού παλατιού με τις αψιμαχίες και τις συνωμοσίες, και της εύθυμης «πανσιόν» της κάθε μορφής κραιπάλης, που στεγάζει τον αδιάντροπο ιππότη και τον νεαρό διάδοχο. Και οι ερμηνείες των δυο «πατεράδων» τού Χαλ εκφράζουν θαυμάσια τον διχασμό: από τη μία ο Τζον Γκίλγκουντ, ένας από τους πιο καταξιωμένους Βρετανούς ηθοποιούς, ψιλόλιγνος και αριστοκράτης, στέκεται με βασιλικό στόμφο και αψηφά τους εχθρούς του, ενώ απαγγέλλει με παθιασμένη αξιοπρέπεια τους τελικούς μονολόγους τού βασιλιά που υποδύεται.

Και από την άλλη, ο ίδιος ο Γουέλς, ο μόλις 50 ετών τότε Αμερικανός, να υποδύεται τον χαρακτήρα για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία από τα νεαρά του χρόνια, τόσο μάλιστα που τον είχε επίκεντρο και στο δικό του θεατρικό (στοιχεία του υπάρχουν διάσπαρτα και στην ταινία) «Five Kings», που έγραψε στα 25 του, επηρεασμένος από αυτόν τον κύκλο των ιστορικών θεατρικών τού Σαίξπηρ. Ο Φάλσταφ είναι σωματικά έως και αποκρουστικός, με σοκαριστικά κακούς τρόπους, ένας ξεπεσμένος μέθυσος που καλύπτει τη δειλία του με μια σειρά φανταστικών ψεμάτων, και γίνεται εύκολος στόχος χλευασμού αλλά και φαρσών από τον νεαρό πρίγκηπα, για τον οποίον ο Σερ Τζον (ή «Τζακ», που παλαιότερα είχε και την έννοια του «γελωτοποιού») αποτελεί κάτι σαν «φανταστικό φίλο», στην παρέα τού οποίου όλα επιτρέπονται. Όταν, όμως, καλείται στη μάχη για τη διάσωση του θρόνου και γίνεται και ο ίδιος μετέπειτα βασιλιάς, ο Χαλ, πλέον Ερρίκος Ε΄, μεγαλώνει κι ωριμάζει απότομα, κι ο «φανταστικός φίλος» γίνεται πρόβλημα, ένας ντροπιαστικός λεκές τού παρελθόντος που πρέπει να αφήσει για τα καλά πίσω, ξυπνώντας από το όνειρο της ανέμελης νιότης. «Ξυπνώντας, περιφρόνησα το όνειρό μου», λέει μελαγχολικά, καθώς η καρδιά τού γερο-Φάλσταφ ραγίζει από την τόσο σκληρή κι απότομη απόρριψη. Κι ενώ ο Γουέλς μάς πείθει εξαρχής πως, παρά την πραγματική του ηλικία, ήταν τόσο ταιριαστός να υποδυθεί τον Φάλσταφ, είναι σε αυτές τις τελικές στιγμές που αποδεικνύει περίτρανα γιατί αγαπά τόσο αυτόν τον χαρακτήρα. Ναι, είναι ο υπέρογκος, δειλός, τραχύς μέθυσος, είναι όμως ταυτόχρονα κι ένας αξιολάτρευτος χαρακτήρας, που αγαπά την καλή ζωή χωρίς να επιθυμεί να βλάψει κανέναν, ένας πιστός παρένθετος πατέρας στον νεαρό Χαλ, ο εύθυμος γλεντζές (αν και με τις μελαγχολικές του στιγμές), τον οποίον δεν αποτελειώνει το κρασί, το βάρος του ή οι γυναίκες, αλλά η απόλυτη, εξευτελιστική δημόσια απόρριψη από τον «γιο» του. Η τελική τους συνάντηση στη στέψη είναι σπαρακτική, εξαιτίας της ερμηνείας, ή μάλλον της σιωπηρής αντίδρασης, του Γουέλς – από αυτήν και μόνο γίνεται απόλυτα κατανοητό, και αποδεκτό, το γιατί ο ίδιος τη θεωρούσε την καλύτερη ερμηνεία του. Ίσως και κάποιες συγκρίσεις μεταξύ τού χαρακτήρα με τον θαυμαστή – ηθοποιό του είναι στην προκειμένη περίπτωση ταιριαστές, όμως δεν είναι το σωστό μέρος για ανάλυση του Γουέλς ως larger-than-life χαρακτήρα στην αληθινή ζωή!

Ταυτόχρονα, η σκηνή της μάχης είναι απλά μεγαλειώδης, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τα προβλήματα προϋπολογισμού της ταινίας (μάλλον σε αυτήν πήγε το μεγαλύτερο κομμάτι του, κι επάξια). Ρεαλιστική, αιματοβαμμένη και λασπωμένη, με εντυπωσιακά πανοραμικά πλάνα αλλά και τολμηρά close-ups, αποτελεί κλασική σκηνή ανθολογίας, που μάλιστα ενέπνευσε άμεσα μια άλλη εξαίσια σκηνή μάχης, αυτή του αριστουργηματικού «Ερρίκου Ε’» του Κένεθ Μπράνα, σχεδόν 25 χρόνια αργότερα (οι ομοιότητες πασιφανείς). Και δεν είναι μόνο αυτή που εντυπωσιάζει με το αισθητικό και τεχνικό της αποτέλεσμα. Ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη, εξολοκλήρου στην Ισπανία, με νατουραλιστικό τρόπο, σε φυσικά σκηνικά και μεσαιωνικά κτήρια, και η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Έντμοντ Ρίτσαρντ είναι αξιοθαύμαστη, εκμεταλλευόμενη τον φυσικό φωτισμό και τις φωτοσκιάσεις στο έπακρο.

Ωστόσο, αν και λαμβάνουμε υπόψη τα προβλήματα που αντιμετώπισε αυτή η ταινία τόσο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων όσο και για τα επόμενα 35 χρόνια, κάποιες «ραφές» φαίνονται άσχημα, κυρίως στο μοντάζ (συχνά ασταθές και σε στιγμές κακοδουλεμένο) και στον ντουμπλαρισμένο ήχο, κατά βάση εκτός συγχρονισμού με τα πλάνα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες σκηνές να υπονομεύονται από «κακομπαλωμένες» προσπάθειες, είτε του Γουέλς στην απόπειρά του να ολοκληρώσει την ταινία και το όραμά του, είτε εξαιτίας του restoration. Αυτό την καθιστά μάλλον δύσκολη στη θέαση από ένα σύγχρονο κοινό που έχει συνηθίσει στην ομαλή τεχνική αφηγηματικότητα μιας ταινίας. Αυτά τα προβλήματα, όμως, δεν θα πρέπει να αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα, καθώς πρόκειται όντως, αν όχι για την πιο σημαντική, τουλάχιστον για μια από τις καλύτερες και πιο ιδιάζουσες ταινίες στην – έτσι κι αλλιώς ιδιάζουσα – φιλμογραφία ενός σπουδαίου, ιδιοφυούς καλλιτέχνη, και σίγουρα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές μεταφορές έργων του Σαίξπηρ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν είσαι fan του Γουέλς, τότε αυτή δεν τη χάνεις. Επίσης, αν γνωρίζεις τη δουλειά τού Σαίξπηρ, αυτή η μίξη των θεατρικών του είναι, το λιγότερο, ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερα ερμηνευμένη από τέτοιο διεθνές καστ. Κατά τα άλλα, το κατά καιρούς «πειραματικό» θα ξενίσει αρκετούς κι αν είσαι για μια ανάλαφρη κι ανέμελη κινηματογραφική βραδιά έξω, τότε ίσως θα έπρεπε να το αποτολμούσες κάποια άλλη φορά.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.