FreeCinema

Follow us

ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ Η ΣΗΜΑΙΑ (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Μία γωνιά της υπαίθρου πριν, μία γωνιά του κλεινού άστεως μετά. Η μετάλλαξη της ζωής, η μετάλλαξη της Ελλάδας. «Κυματίζει με καμάρι / Δεν φοβάται τον εχθρό». Έπαρση ή υποστολή;

Μπορεί να ευθύνεται η έλλειψη χρηματοδότησης, μιας και μόνο η ΕΡΤ (ευτυχώς) συμμετέχει στην παραγωγή. Όπως και να ‘χει, μοιάζει απίστευτο ότι το ίδιο άτομο ευθύνεται για το πραγματικά πολύ άνω του ευπρόσωπου «Γρηγόρης Λαμπράκης: Μαραθώνιος Μιας Ημιτελούς Άνοιξης» και γι’ αυτό το με-το-στανιό συμπίλημα σπαραγμάτων από τα ράφια τού πιο προσωπικού αρχείου του, που αδυνατεί να πάρει μορφή ως κάτι άλλο εκτός ενός συναισθηματικού… πισωγυρίσματος σε κάτι μεταξύ ερασιτεχνικά DIY αναδίφησης στο βιωματικό χνάρι του locus (του) και ετεροχρονισμένου δοκιμιακού οικτιρμού για την προοδευτική (#diplhs) κοινωνική κι οικονομική κατιούσα του.

Όσοι έχουν παρακολουθήσει το τρικρατικά μεσογειακό «Είδαν τα Μάτια μας Γιορτές» του από το 2000, ας φανταστούν κάτι λιγότερο λαογραφικό και vérité, και περισσότερο ανθρωποκεντρικό και οικογενειακό, με τον ίδιο τον δημιουργό να στοχάζεται παροδικά off μεταξύ κυρίως φωτογραφικών τεκμηρίων, συνεντεύξεων και λήψεων πεδίου. Μέρη όπου ξαποσταίνει αυτή τη φορά η ματιά του Χαραλαμπόπουλου είναι διττά, αντίκρυ, τα κατάδικά του γεωγραφικά σημεία αναφοράς: τα Βούρβουρα της Αρκαδίας απ’ όπου κατάγεται, και το Μαρούσι της Αττικής όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει ακόμα. Αλλά μάζεμα της πατάτας, ο αθλητικός σύλλογος του χωριού με μια επεισοδιακή πανελλήνια πρωτιά στη σκοποβολή, οι μικροί μαθητές που αγνοούν την ταυτότητα των προτομών στο προαύλιο, το λάδι, ο εργάτης στις αθμόνιες γραμμές του Ηλεκτρικού πατέρας του, η Αντίσταση στους φονιάδες αμάχων Γερμανούς, τα πρώτα φιλμάκια του σκηνοθέτη, ο Σεφέρης, η αποβολή ενός οικείου απ’ την Πάντειο λόγω κατάθεσης στεφάνου στη μνήμη του Μπελογιάννη, παρελάσεις, ο πάτερ Αθανάσιος, οι «Αυστραλοί» κι οι «Αμερικάνοι» που στη δύση τους επιστρέφουν στις ρίζες, το EURO 2004, το τουρνουά στίβου της κοινότητας για μικρούς και μεγάλους, οι ντοπαρισμένοι Ολυμπιονίκες γράφουν επιεικώς φυγόκεντρα (σ)το σενάριο.

Ήταν δύσκολο να γίνει διαφορετικά για μια ταινία που ανεπίγνωστη για την κατάληξή της ξεκίνησε το 1983 ως με έναυσμα τη νοσταλγία συλλογή μαρτυριών στον φακό με σκοπό τη διάσωση επόψεων του παρελθόντος μιας αυτοδύναμης φυσικής κοιτίδας, και κατέληξε το 2016 ένα σπασμωδικά παρωχημένο σχόλιο στο εκφυλιστικό κύτταρο τού… αρπαγμένου από κλέη εξαιρετισμού μιας ελληνικότητας που έχει ξεστρατίσει αλλά και στη σπείρα της Ιστορίας. Ο Χαραλαμπόπουλος καταγράφει και διηγήσεις με αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον σε περιεχόμενο παρά σε αφτιασίδωτη αμεσότητα εκφοράς (όπως τα δύο επεισόδια της παιδικής πείνας, με το μάζεμα των σταφίδων απ’ τους πιτσιρικάδες «σαν τα σπουργίτια» και της κουραμάνας του Ιταλού φαντάρου για τον «piccolo»), αλλά αποτυγχάνει στα υπόλοιπα πάντα όλα.

Το speakage (στοιχειωμένο, κι όχι μόνο αυτό, από τον τρόπο τού Φίλιππου Κουτσαφτή) αποτελεί αναντίρρητο αντιθέλγητρο, όπως σπανιότερα και τα με απηχήσεις παραδοσιακής μουσικής πλήκτρα του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Η ετερογένεια των πηγών του φορμά, ελέω και της χρονικής διασποράς τους, κουκουλώνεται από τη φτηνή ντιβίλα, original ή εκ μετεγγραφής. Επίδοξα ευφυολογήματα, όπως το «Στην εξορία του Άη-Στράτη ο θείος Στράτης», είναι σαν την ξεραμένη καλαμιά στον κάμπο. Τα εκ των υστέρων δηλωμένα ως τελευταία λόγια ενός παππού ούτε ποτίζονται από ούτε ποτίζουν συγκινησιακά ούτως πώς τα συμφραζόμενα. Τα κενά (η Επταετία παρά η επταετία της κρίσης) και το μη αδραγμένο zeitgeist πεπραγμένων ενός-και-βάλε αιώνα των νοματαίων χάσκουν. Και το δεύτερο από τα διαφαινόμενα δίπολα που καθοδηγούν το υλικό (επαρχία – πρωτεύουσα, γηρατειά – νιάτα) καταρρέει επί ώρα καθώς οι λιλιπούτειοι συμμετέχοντες παραμερίζονται, εωσότου ο auteur τούς θυμηθεί προς υποστήριξη της μοιρολατρικής «θεωρίας» του για το κάπου (αλλά πού, έτσι στο φλου; Τουλάχιστον αυτός άφησε την κακιά παγκοσμιοποίηση απέξω…) μεταξύ ανέκαθεν μυθευμάτων και αλαζονικού εκσυγχρονισμού κατάντημά μας.

Το 2011 το μονοτάξιο των Βουρβούρων, που ο Χαραλαμπόπουλος έχει… κυαλάρει πολλά έτη νωρίτερα κατάμεστο σε επετειακό εορτασμό, με τη γαλανόλευκη του εθιμοτυπικά απαγγελλόμενου ποιήματος που τιτλοδοτεί το ντοκιμαντέρ σε περίοπτη θέση, βάζει λουκέτο κατ’ εντολή του κράτους. Το 2016 ξαναβρίσκει τα τότε βλαστάρια νεαρά παλικάρια στη μεγαλούπολη και γυρεύει μαθές τι κάνουν τώρα: δύο τους θα γυρίσουν πίσω ως αγρότες. Αν περιμένατε μία έκλαμψη α λα Άπτεντ («7 Up»), θα σας… σκάσει όσο σας είχε σκάσει πρωτύτερα και μία α λα Φιλιμπέρ («Είμαι και Έχω»), δηλαδή καθόλου. Το ίδιο πράσινο τραπεζομάντηλο που πιάνεται να φιγουράρει άφθαρτο απ’ τις δεκαετίες τρις σε ισάριθμα γυρίσματα απρόθετα, το μόνο πραγματικό εύρημα, το σκίζει άλλη μία στεγνά ποιητικίζουσα παρόλα: «Η αντοχή των υλικών, μνήμη μητέρας». Και, 25η Μαρτίου ανήμερα, παλιά μαθητολόγια στο κλειστό σχολείο ανοίγουν για ν’ αποκαλύψουν τα ονόματα ηλικιωμένων, εσωτερικών ή εξωτερικών μεταναστών κι επιζώντων της Κατοχής και του Εμφυλίου, που ανακάλεσαν για εμάς σχετικές εμπειρίες τους το μιαμισάωρο που προηγήθηκε. Εκτός τόπου και χρόνου (για ύστατη φορά, επιτέλους), αυτό το στερούμενο όχι απλώς στιλιστικών φιλοδοξιών αλλά προδιαγραφών, επαρκούς footage, υποτυπώδους κέντρου βάρους, πολυδιάστατης συλλογιστικής, σίγουρης κατεύθυνσης και λόγου ύπαρξης (εξόν για τον εμπνευστή και κατασκευαστή του) arte-povera-στο-ψάξιμο souvenir made in Greece απογοητεύει τα μάλα. Εθνική ανάταση τα doc μας, σου λέει ο άλλος…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι, εκτός αν δεν σου ξεφεύγει κανένα γηγενές δείγμα του είδους (και «vintage» παραγωγή του 2016, παρακαλώ). Η χειρότερη εργασία του σκηνοθέτη μαζί με τη μυθοπλαστική «Υπογραφή».


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.