FreeCinema

Follow us

«The White Lotus»: Η upper class έχει υπαρξιακά.


Ίσως η τηλεοπτική σειρά που συζητήθηκε περισσότερο φέτος το καλοκαίρι στις ΗΠΑ, ήταν το «The White Lotus». Διόλου τυχαίο, καθώς μιλάμε για παραγωγή του HBO. Έξι επεισόδια κοινωνικού και ταξικού προβληματισμού, ιδιαιτέρως καυστικά σε περιεχόμενο και διαλόγους, για τους καιρούς όπου η «πολιτική ορθότητα» μετατρέπεται σε μάστιγα για το σύγχρονο πολιτισμό…

Θα έλεγα πως είναι η πιο πικρή κοινωνική σάτιρα που βγήκε από το Χόλιγουντ μέσα στο 2021. Και, ατυχώς για ένα κινηματογραφικό site, προήλθε από την τηλεόραση. Το «The White Lotus», δημιούργημα του σεναριογράφου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Μάικ Γουάιτ, αποτελείται από έξι ωριαία επεισόδια και πρόκειται για παραγωγή του HBO. Αυτό από μόνο του ακούγεται σαν σφραγίδα εγγύησης, πριν καν καθίσεις να παρακολουθήσεις μια σειρά, πλέον!

Με φόντο ένα πανάκριβο resort στη Χαβάη, ο Γουάιτ παρακολουθεί μία εβδομάδα διακοπών συγκεκριμένων χαρακτήρων με κοινό χαρακτηριστικό την ταξική τους ταυτότητα, όπως ορίζεται από… τα χρήματα που διαθέτουν σήμερα. Μια τετραμελής οικογένεια και η προσκεκλημένη φίλη της κόρης, ένα νιόπαντρο ζευγάρι στο μήνα του μέλιτος και μια «εύθυμη» χήρα που ταξίδεψε ως εκεί με μία τεφροδόχο για να πετάξει τις στάχτες της μάνας της στον ωκεανό, είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του «The White Lotus», δίπλα σε μερικά πρόσωπα – κλειδί για τη δράση της σειράς που προέρχονται από το δυναμικό του προσωπικού το οποίο εργάζεται στο ξενοδοχείο: ο αμφιβόλου ηθικής manager, η πτωχή και καλοκάγαθη υπεύθυνη του spa κι ένας ντόπιος νεαρός σερβιτόρος / «δουλικό» για τις εθιμοτυπικές γραφικότητες που αρέσουν στους τουρίστες.

Το σενάριο έχει γραφτεί με βάρβαρες δόσεις κυνισμού και μιλά απόλυτα ευθέως στις κοινωνικές ομάδες του σήμερα, με τόλμη και ειλικρινή καυστικό τρόπο, δίχως να ωραιοποιεί καμία πλευρά. Κατά κάποιον τρόπο, το ύφος της κριτικής στο κείμενο με πήγε στα πρώτα φιλμ / σενάρια του Τοντ Σόλοντζ, ένα σχεδόν τόσο «βρώμικο» και θαρραλέο χιούμορ, δίχως ενοχές. Σαν ένα «μικρόβιο» που έμπαινε στα σώματα των ηρώων για να τα διαβρώσει, να τα σαπίσει, να φέρει στην επιφάνεια και να δείξει τις αλήθειες τους. Όπως και στην εικονογράφηση των opening credits της σειράς, όπου διαφαίνεται μία υποψία απειλής ή κάτι το παρηκμασμένο που χαλάει την ομορφιά του τροπικού τοπίου.

Υπάρχουν δύο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στην αρχή του πρώτου επεισοδίου, που αν εστιάσεις σ’ αυτές αμέσως και δώσεις βάρος στα μηνύματά τους, θα διασκεδάσεις περισσότερο τη συνέχεια. Η πιο προφανής είναι η «αποκάλυψη» ότι μέχρι να ολοκληρώσει τον κύκλο του το «The White Lotus», κάποιος θα πεθάνει. Δεν ξέρουμε ποιος θα είναι, δεν ξέρουμε αν πρόκειται για δολοφονία ή οτιδήποτε άλλο, αλλά βλέπουμε την κάσα που μεταφέρει τη σωρό στην πτήση του γυρισμού. Αυτή η πληροφορία προσθέτει ένα «υποκειμενικό» στοιχείο μυστηρίου και την προσμονή για ένα συμβάν με άσχημη κατάληξη. Η άλλη λεπτομέρεια αφορά στα δύο κορίτσια, την κόρη της πλούσιας οικογένειας και τη φίλη της. Η Ολίβια και η Πόλα, στη σκηνή που το καραβάκι μεταφέρει την καινούργια φουρνιά των ενοίκων του resort, φαντασιώνουν ένα προφίλ για κάθε επιβάτη που βλέπουν μπροστά τους, με χιούμορ κυριολεκτικά βιτριολικό και προσανατολισμό που «καρφώνει» τη στάση ζωής που ακολουθούν. Θα γελάμε μαζί τους όταν αργότερα θα τις δούμε να κάνουν ηλιοθεραπεία στην πισίνα διαβάζοντας Φρόιντ και Νίτσε (!), θα κατανοήσουμε ότι ο Γουάιτ τις χειρίζεται σαν το πρότυπο του δήθεν «social awareness» του σήμερα, δύο ασυνείδητα πλάσματα τα οποία κουβαλάνε ταμπέλες «ορθότητας» αποκλειστικά και μόνο γιατί είναι hip και «μοδάτο». Είναι μία generation nowhere που «παπαγαλίζει» σκοπούς και προσθέτει το αντι- σε κάθε δράση της. Αλλά στα δύσκολα ή και στην πράξη, πέρα από τα λόγια, αντέχει να σταθεί στα πόδια της ή γονατίζει με… «κομμένη» γλώσσα;

Το «The White Lotus» είναι μία σπουδαία ανατομία των πλουσίων και του ακόμη πιο πλούσιου… κενού τους, ένας υπαρξιακός εφιάλτης τοποθετημένος σ’ έναν «Παράδεισο» όπου δε συμβαίνει σχεδόν τίποτα και οι έχοντες σπαταλάνε ώρες και μέρες από τη ζωή τους ακολουθώντας μια «λούπα» υποχρεωτικών γευμάτων και χαλάρωσης ή δραστηριοτήτων που σ’ έχουν «ευνουχίσει» μέχρι να μάθεις τους κανόνες τους και να σου επιτραπεί η συμμετοχή! Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στα περί της πλοκής, είναι κάτι που θα προτιμούσα ν’ απολαύσετε απροετοίμαστοι. Θα προσθέσω μονάχα κάποιες επισημάνσεις. Η Τζένιφερ Κούλιτζ (η μοναχική χήρα με τις στάχτες της μάνας της) κλέβει άνετα την παράσταση από το καστ. Η μουσική του Χιλιανού Κριστομπάλ Ταπία ντε Βιρ είναι ένας υπέροχος συνδυασμός από ethnic τροπικά παιχνιδίσματα κεφιού που συνοδεύουν το μειδίαμα, αλλά είναι ικανή να χτίζει και νευρωσικές εντάσεις την ίδια στιγμή. Και προσέξτε ολόκληρη τη σεκάνς του βραδινού γεύματος στο εστιατόριο, στο τέταρτο επεισόδιο. Υπόδειγμα (παράλληλου) μοντάζ που πατάει πλήρως πάνω στη μουσική σύνθεση και τους ατακαριστούς διαλόγους, οι οποίοι δίνουν το ουσιαστικό tempo και τις εναλλαγές του κλίματος, πετώντας το «μπαλάκι» από το ένα τραπέζι στο άλλο και από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Ζήλεψα αδιανόητα, και το γράψιμο και το χτίσιμο προς μία εξαιρετική κορύφωση απογύμνωσης των χαρακτήρων. Εάν μπορεί να είναι έτσι η τηλεόραση σήμερα, ποια μεγάλη οθόνη και κουραφέξαλα! Τέτοιες στιγμές στο σινεμά τις ψάχνουμε μια-δυο φορές το χρόνο, πλέον…