FreeCinema

Follow us

«The Midnight Sky»: Η ελπίδα… ούτε εδώ βρέθηκε.


Το τελευταίο καλά «κρυμμένο μυστικό» από τους φετινούς «οσκαρικούς» τίτλους του Netflix που δεν κατάφεραν να κάνουν κινηματογραφική πρεμιέρα στη χώρα μας (διότι «Μένουμε Σπίτι»… για πάντα!), είναι το «The Midnight Sky» του Τζορτζ Κλούνεϊ, ένα δραματικό sci-fi επιβίωσης που ακούγεται πολύ πιο συναρπαστικό από αυτό (το τόσο προβλέψιμο) που προσφέρει, τελικά.

Ως σκηνοθέτης, ο Τζορτζ Κλούνεϊ είναι εξαιρετικά άνισος. Σπάνια του έχει «βγει» ολοκληρωτικά πετυχημένο αποτέλεσμα και σχεδόν ποτέ δεν έχει αποκαλύψει ένα κάποιο προσωπικό στίγμα δημιουργικής ταυτότητας. Τα έργα του έχουν θέματα που δείχνουν να ενδιαφέρουν, οι ιστορίες μοιάζουν ιντριγκαδόρικες, αλλά κάπου αισθάνεσαι πως αν δεν τον έχουν στηρίξει δυναμικά οι υπόλοιποι συντελεστές των ταινιών του, αυτές μοιάζουν να δουλεύτηκαν από «αυτόματο πιλότο». Εδώ, τούτο το νιώθεις πολύ έντονα (και απογοητευτικά, σταδιακά). Και για έβδομη απόπειρα, δεν το λες καλό…

Το «The Midnight Sky» (βασισμένο σε βιβλίο κάποιας Λίλι Μπρουκς-Ντάλτον) έχει «χτιστεί» πάνω σ’ ένα στόρι (υποτίθεται) καλοσχεδιασμένου και διαρκώς εντεινόμενου σασπένς, αλλά… δεν έχει σκηνοθετηθεί με τέτοια λογική και διάθεση ρυθμού. Το μεγαλύτερο ατόπημά του; Ενώ το σενάριο περιλαμβάνει βασικές πληροφορίες τις οποίες γνωρίζει μονάχα ο κεντρικός ήρωας του φιλμ, και που ο θεατής θα μπει στον κόπο ν’ «ανακαλύψει» ως μεγάλα twists στην πορεία, ο Κλούνεϊ δεν ξέρει πώς να τα «σερβίρει» σωστά. Αν ρωτάς κι εμένα, σχεδόν στα πρώτα δέκα λεπτά του έργου, με τον τρόπο που ο ήρωας ενδιαφέρεται για την διαστημική αποστολή και το πλήρωμα του Aether, μου «μαρτύρησε»… τα πάντα! Δεν θα το αντιληφθούν όλοι οι θεατές αυτό, φυσικά. Εμένα, πάντως, μου προκάλεσε ένα εσωτερικό αναφώνημα, ένα «ώχου, μωρέ…», το οποίο ο Κλούνεϊ συνέχισε να προσεγγίζει όλο και πιο άγαρμπα αφηγηματικά στη συνέχεια. Άπαξ και έχεις χάσει από την αρχή αυτό το στοιχείο της «έκπληξης», η παρακολούθηση του «The Midnight Sky» συνοδεύεται μονάχα από βαρεμάρα.

Βρισκόμαστε στο 2049. Βάση επιστημόνων στον αρκτικό κύκλο έχει εκκενωθεί πριν από τρεις εβδομάδες, καθώς ο πλανήτης βίωνε μία επερχόμενη καταστροφή (επικρατεί κάποια ασάφεια εδώ, αλλά μάλλον επρόκειτο περί πυρηνικού πολέμου, με τη ραδιενέργεια να κατακλύζει τη Γη, υποχρεώνοντας τους λιγοστούς ανθρώπους που προσπαθούν να επιζήσουν, να κλειστούν σε υπόγεια καταφύγια). Ο Ογκουστίν επιλέγει να παραμείνει στη βάση, όπου ζει ολομόναχος, πλέον. Η καθημερινή του ενασχόληση περιορίζεται στη διαδικασία της αιμοκάθαρσης (αντιμετωπίζει «κάποιο» πρόβλημα υγείας) και στην παρακολούθηση γήινων αποστολών στο διάστημα, οι οποίες αναζητούσαν λύσεις για ασφαλή μετοίκηση του ανθρώπινου είδους σε άλλους πλανήτες. Επικεντρώνει στη μοναδική (ίσως) που εξακολουθεί να είναι ενεργή κι αναζητά διακαώς τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της. Βλέπετε, το πλήρωμα του Aether βρίσκεται σε πορεία επιστροφής στη Γη και ο Ογκουστίν θέλει ν’ αλλάξει τον προορισμό τους, καθώς εδώ κινδυνεύουν περισσότερο να πεθάνουν (οποία ειρωνεία).

Η δράση του φιλμ εναλλάσσεται μεταξύ των δύο αξόνων, Γης και διαστήματος, παρακολουθώντας τις προσπάθειες της κάθε πλευράς στον αγώνα για επιβίωση. Παράλληλα, και με κάκιστο τρόπο «ένθεσης», μερικά flashback από το παρελθόν μας αφηγούνται τον καταδικασμένο έρωτα δύο νεαρών επιστημόνων, που ως χαρακτήρες κάποτε θα συνδεθούν με το σήμερα για να μας «εξηγήσουν» (γέλια στο βάθος) τα «μυστικά» της ιστορίας του «The Midnight Sky». Επιπλέον, ο Ογκουστίν, εντελώς έξαφνα, αποκτά παρέα στη βάση, καθώς ανακαλύπτει την ύπαρξη ενός αγνώστου ταυτότητας ανήλικου κοριτσιού που κρυβόταν εκεί… για εβδομάδες. Η μικρή Άιρις δεν μιλά ποτέ (συμπαθές εύρημα που μένει ανεκμετάλλευτο γενικά) και ο θεατής επαναπαύεται στη γνώση μιας πληροφορίας από το ξεκίνημα της ταινίας, όταν μία μάνα αναζητά την κόρη που έχασε πάνω στη διαδικασία εκκένωσης της βάσης. Η μικρή θα γίνει το extra «φορτίο» στην καθημερινότητα του «ανθρωποδιώκτη» Ογκουστίν, ειδικά από τη στιγμή που θα πρέπει να εγκαταλείψουν και να φτάσουν σε άλλη επιστημονική βάση, στην οποία η επικοινωνία με το διάστημα (και το Aether) θα είναι εφικτή.

Ο Κλούνεϊ χειρίζεται το σασπένς σαν «εξαναγκασμό», λες και είναι προγραμματισμένα χρονομετρημένος ώστε να σπάει κάπου η… πλήξη, με τα συμβάντα που τυχαίνουν στους ήρωες της ταινίας να είναι αρκετά προβλέψιμα (ειδικά στο διάστημα, πόσω μάλλον αν έχει δει κανείς και το «Gravity»…), αφήνοντας τις πιο δραματικές κορυφώσεις για το παγωμένο αρκτικό τοπίο (μην πάθει τίποτα και το κοριτσάκι…). Highlights, το επεισόδιο με το νορβηγικό container στη Γη (η μοναδική πραγματική έκπληξη του φιλμ) και το ατύχημα της Μάγια στο διάστημα (εξαιτίας της οπτικής του πρωτοτυπίας).

Στην πραγματικότητα, ο μόνος που επιζεί του «The Midnight Sky» είναι ο Αλεξάντρ Ντεσπλά, ο οποίος δίνει σπιθαμές λυρισμού και μεγαλοσύνης συναισθήματος που το έργο δεν διαθέτει, ενίοτε «σπάζοντας» τους τόνους του δραματικού με συνθέσεις που παραπέμπουν σε σχολές σκανδιναβικής jazz. Απλά, ο άνθρωπος είναι τεράστιος και τα δύο Όσκαρ μουσικής που κρατά στα χέρια του (μέχρι σήμερα) είναι πολύ λίγα… Εννοείται πως η παραγωγή της ταινίας είναι φροντισμένη, σε καλλιτεχνική επίπεδο, όμως, δεν προσφέρει κάτι το καινούργιο. Το casting είναι εκλεκτό σε συμμετοχές, αλλά με τόσο αδύναμους (ουσιαστικά) χαρακτήρες, οι ερμηνείες προκύπτουν διεκπεραιωτικές, με τον Κλούνεϊ να είναι ο πιο αδιάφορος, «χαμένος» κάτω από το τεράστιο μούσι του, που το μακιγιάζ του «χιονιού» (το οποίο κολλάει επάνω του στο δεύτερο μισό του φιλμ) τον μετατρέπει σε μία όλο και πιο ψεύτικη φιγούρα.

Χωρίς να είναι κακό, το «Ο Ουρανός του Μεσονυχτίου» προστίθεται σε μία μακρά λίστα ατυχών και διόλου πρωτότυπων φιλμικών στιγμών του δραματικού υπο-είδους «επιβίωση κάτω από συνθήκες καταστροφής». Η ιστορία του είχε χαρακτηριστικά για κάτι καλύτερο, όμως ο Κλούνεϊ δεν ήταν ο σκηνοθέτης που (θα) μπορούσε να χειριστεί κατάλληλα τέτοιο υλικό. Αν δεν έχεις πάρει χαμπάρι από νωρίς τα (προφανή) «twists», είναι μία ταινία που χωρά με αξιοπρέπεια στις (όποιες) ίντσες μιας τηλεοπτικής οθόνης. Όχι σε / για κάτι μεγαλύτερο…