FreeCinema

Follow us

«MICHELANGELO – INFINITO»: ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΑ, ΠΑΡΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ.


Συνεχίζονται οι πρεμιέρες σε streaming και VoD από την Weird Wave. Έπειτα από τις ταινίες μυθοπλασίας «Νησί των Ψεμάτων» και «Άντε Γεια Δήμαρχε!», ο κατάλογός της εταιρείας (και των συνεργαζόμενων κινηματογράφων Άστορ και Ανδόρα) εμπλουτίζεται με το δραματοποιημένο βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Μιχαήλ Άγγελος – Ο Θεϊκός».

Η εταιρεία διανομής Weird Wave συνεχίζει το πείραμα της κυκλοφορίας κινηματογραφικών τίτλων μέσω streaming, καθώς οι σκοτεινές αίθουσες δεν φαίνεται ν’ ανοίγουν σύντομα… Μέσω της σχετικής υπηρεσίας του Videorama On Demand, αλλά και των ιστοσελίδων των υποστηριζόμενων κινηματογράφων Άστορ και Ανδόρα, ο θεατής μπορεί να νοικιάσει το (εκάστοτε) φιλμ έναντι χρέωσης 3,80 ευρώ, με το virtual e-ticket να ισχύει για 48 ώρες από τη στιγμή της αγοράς. Πέραν της «πρεμιέρας» τούτης, η πλατφόρμα έχει εμπλουτιστεί με αρκετά αξιόλογα φιλμ που η Weird Wave διένειμε κανονικά στα σινεμά τον… παλιό εκείνο τον καιρό της λειτουργίας τους. Η χρέωση για τις ταινίες «καταλόγου» ξεκινά από 1,90 ευρώ (με το time frame σε αυτές τις περιπτώσεις να φτάνει τις 72 ώρες), ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αγοράς του ψηφιακού αρχείου.

Ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες, όχι μόνο για την εποχή της Αναγέννησης αλλά και για το σύνολο της Ιστορίας των Τεχνών, ο Μιχαήλ Άγγελος, απέκτησε το προσωνύμιο «Ο Θεϊκός» από τον βιογράφο του, Τζόρτζιο Βαζάρι. Ο τίτλος τού αποδόθηκε στο περίφημο βιβλίο του τελευταίου, «Οι Βίοι των Πλέον Εξαίρετων Ζωγράφων, Γλυπτών και Αρχιτεκτόνων», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1550, όταν μάλιστα ο μεγάλος γλύπτης και ζωγράφος βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Καλλιτέχνης και βιογράφος «πρωταγωνιστούν» σε τούτη την εξιστόρηση της ζωής του πρώτου, το αποτέλεσμα που προκύπτει όμως, δυστυχώς, αναδύει άρωμα φορμόλης σε τόσο μεγάλο βαθμό, που ελάχιστα δύναται να αφορά τον θεατή, ακόμη κι αν αυτός είναι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών!

Ο σκηνοθέτης Εμανουέλε Ιμπούτσι προφανέστατα θαυμάζει απεριόριστα τον Μιχαήλ Άγγελο και το έργο του, κάπου όμως δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πως η λατρεία του αυτή, μαζί με την αναντίρρητη αναγνωρισιμότητα και σπουδαιότητα των γλυπτών και τοιχογραφιών του Ιταλού καλλιτέχνη, δεν αρκούν από μόνα τους ώστε ένα σύγχρονο documentary (με λανθάνουσες πτυχές μυθοπλασίας…) να στέκει ως ελκυστικό προς παρακολούθηση θέαμα. Μοιάζει λες και τούτος ο «Μιχαήλ Άγγελος» να έρχεται από την εποχή της ένδοξης… «Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης», αφού το όλο στήσιμο εκεί ακριβώς παραπέμπει, προτάσσοντας μία αφόρητη, διδασκαλικού τύπου αφήγηση που παραπέμπει σε διάλεξη άκρως ακαδημαϊκού τύπου, συνεπικουρούμενης από τις ερμηνείες των δύο ηθοποιών οι οποίοι κινούνται ανάμεσα στη σχολική θεατρική παράσταση και στο βαρύγδουπο «récital» μονολόγου. Εν ολίγοις, εάν έχετε στο μυαλό σας ως σπουδαία δείγματα του είδους τις δουλειές του Ασίφ Καπάντια, στην προκειμένη έχουμε να κάνουμε με το ακριβώς αντίθετο…

Για να είμαστε δίκαιοι, συγκριτικά, ο Ιμπούτσι έχει ένα μείζον πρόβλημα να αντιπαρέλθει, το οποίο είναι η εκ των πραγμάτων απουσία… ανέκδοτου υλικού και συνεντεύξεων του υπό εξέταση αντικειμένου του, που πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις λειτουργούν ως δέλεαρ. Για να αντιμετωπίσει αυτό το «πρόβλημα», δημιουργεί (κατά κάποιο τρόπο) ο ίδιος το «αρχειακό υλικό» του, δίνοντας στο εγχείρημα έναν υβριδικό τόνο δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ, βάζοντας τους γνωστούς Ιταλούς ηθοποιούς Ενρίκο Λο Βέρσο και Ιβάνο Μαρεσότι να υποδύονται τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Τζόρτζιο Βαζάρι αντίστοιχα, εξιστορώντας έκαστος από τη σκοπιά του τη ζωή και το έργο του. Πιάνει το θέμα από τα παιδικά χρόνια του γλύπτη στη Φλωρεντία, φτάνοντας μέχρι το θάνατο του, παρεμβάλλοντας στη διήγηση όλα τα μεγάλα του έργα Τέχνης, από την Αποκαθήλωση και το περίφημο άγαλμα του Δαβίδ, μέχρι (φυσικά) τις τοιχογραφίες της Καπέλα Σιστίνα και το «καταραμένο» μαυσωλείο του Πάπα Ιούλιου Β’.

Αν και ως ιδέα δεν είναι και τόσο κακή, η εκτέλεση την καθιστά… απάλευτη. Ο Ιμπούτσι μέσω των ηθοποιών του (επί της ουσίας) ξεφυλλίζει ωσάν εγκυκλοπαιδικό λήμμα το βίο του Μιχαήλ Άγγελου, αναφέροντας με εμμονική προσήλωση ημερομηνίες, πόλεις και ονόματα, δημιουργώντας την βεβαιότητα πως μετά το πέρας της… «διάλεξης» θα ακολουθήσει πρόχειρο διαγώνισμα. Ο αντίκτυπος της διαχρονικότητας των έργων του Μιχαήλ Άγγελου ή η ένθεσή τους σε ένα κατά τι πιο σύγχρονο περιβάλλον ουδέποτε απασχολεί εδώ, αφού ο Ιμπούτσι αρκείται στην απλή παράθεση του μεγαλείου των τεχνουργημάτων του, δια «στόματος» μάλιστα του Μιχαήλ Άγγελου, ο οποίος δεν φείδεται κολακειών προς το ταλέντο του! «Είχα από πολύ νωρίς τη βέβαιη αίσθηση πως δεν ήμουν στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους», αναφέρει σε κάποια στιγμή ο Μικελάντζελο / Λο Βέρσο, πριν αναλύσει διεξοδικά την κατασκευή του αγάλματος – σύμβολο για την πόλη της Φλωρεντίας, του βασιλιά Δαβίδ, αλλά και τους λόγους της στιγμιαίας νεανικής ματαιοδοξίας του, όταν υπέγραψε για πρώτη και μοναδική φορά ένα έργο του, όπως έκανε με την Πιετά της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου.

Η παρέλαση των γλυπτών και των τοιχογραφιών του Μιχαήλ Άγγελου είναι το μοναδικό στοιχείο που λειτουργεί κάπως γοητευτικά στο φιλμ, μιας και ο Ιμπούτσι λούζει με φως τα αγάλματα, κινηματογραφώντας τα σε αργή κίνηση υπό τους ήχους βιολιών, τοποθετώντας τα με τέτοιο τρόπο στο κάδρο που συχνά μοιάζουν ν’ ανοίγουν διάλογο με τον καλλιτέχνη. Κινείται ελαφρώς στα όρια του kitsch η προσέγγιση, ωσάν κάποια μεγαλεπήβολη βιβλική ταινία του Χόλιγουντ, όμως, έστω σου δίνεται η ευκαιρία να θαυμάσεις ως θεατής την αυθεντική παρακαταθήκη της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του Μιχαήλ Άγγελου. Από την άλλη, βέβαια, η ταινία «Αγωνία και Έκστασις» (1965) του Κάρολ Ριντ, καθώς δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση για γυρίσματα στην Καπέλα Σιστίνα, έπρεπε να την αναπαραστήσει στα studio της Cinecittà. Εντούτοις (έστω κι αν, κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για τέχνη «ιμιτασιόν»), το φιλμ μυθοπλασίας του Ριντ προφανώς και στέκει σκάλες ανώτερο ως βιογραφία του Μιχαήλ Άγγελου από τούτο το δήθεν original bio-documentary. Καταλάβατε τι πρέπει να κάνετε, έτσι;