FreeCinema

Follow us

«Maestro», ήθελες… κούρδισμα!


Ο Ηλίας Φραγκούλης παρακολούθησε τα δύο πρώτα επεισόδια της νέας σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (και του MEGA). Υπολείπονται ακόμη επτά για το «Maestro». Σίγουρα αποτελεί ότι πιο φροντισμένο και μεγαλεπήβολο για τη φετινή τηλεοπτική σεζόν, όμως, αν τα promos είχαν ανεβάσει εξωφρενικά ψηλά τον πήχη της σύγκρισης, το αποτέλεσμα… τον κατεβάζει αρκετά. Κερδίζει σε σημεία, αλλά βγαίνει… «λαβωμένος» σε (σχεδόν) ισάριθμα!

Το έχω ξαναπεί, ακόμη και στον ίδιο. Ποτέ δεν είχα παρακολουθήσει τηλεοπτική σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στο παρελθόν. Άρχισα, όμως, να ασχολούμαι μαζί του όταν στράφηκε στον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης (πρωτίστως). Με το «Αν…» (2012) έκανε ένα ποδαρικό έξυπνο, το οποίο διέθετε κι εκείνο το ιδιαίτερα δημιουργικό ταίριασμα με το παλιό ελληνικό σινεμά, ενώ με το «Ένας Άλλος Κόσμος» (2015) κατόρθωσε να πείσει πραγματικά για τις ικανότητές του σε κάθε τομέα που περνούσε από το χέρι του (σκηνοθεσία, σενάριο, καθοδήγηση ηθοποιών), οδηγώντας το μαζικό κοινό σ’ ένα φιλμ το οποίο αντιμετώπιζε (και) δυσάρεστες καταστάσεις μιας πραγματικότητας που μπορεί να το ενοχλούσε ή και να το έθιγε κυριολεκτικά. Για μένα, πλέον, ο Παπακαλιάτης ανήκει στο σινεμά. Τι κρίμα, όμως, που (ειδικά μετά την πανδημία) αυτό «ψυχορραγεί», με αποτέλεσμα να μην επιτρέπει σε έναν τόσο δημοφιλή και λαοπρόβλητο star (τον μοναδικό που έχουμε στην Ελλάδα…) να ταυτίζει το όνομά του με την επιτυχία. Ο κινηματογράφος στη χώρα μας δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί για κάτι τέτοιο σήμερα. Διότι… υπάρχει και η τηλεόραση!

Αν και διαβολεμένα έξυπνος καλλιτέχνης, ο Παπακαλιάτης αποφάσισε να κάνει αυτό το (μοιραίο) «πισωγύρισμα» προς τη μικρή οθόνη, για να βρει τη συνήθη ασφάλεια που του προσφέρει το μεγάλο κοινό. Στην παρουσίαση της σειράς του MEGA «Maestro», υπερασπίστηκε σφόδρα αυτή του την επιλογή, αιτιολογώντας κυρίως στο γεγονός ότι το σενάριο τούτη τη φορά χρειαζόταν χρόνο για ν’ «αναπνεύσει» σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το τυπικό δίωρο μιας κινηματογραφικής ταινίας (εδώ μιλάμε για εννέα ωριαία επεισόδια). Το σχόλιό μου πάνω σ’ αυτό θα έρθει λίγο παρακάτω. Το promo reel που είχα παρακολουθήσει σ’ εκείνη την παρουσίαση με είχε ξαφνιάσει θετικά. Και περίμενα να δω κάτι παραπάνω από τη σειρά για να εκφέρω γνώμη. Το αποτέλεσμα, μετά από τα δύο πρώτα επεισόδια, είναι αρκετά διχασμένο

Διχασμένο θα χαρακτήριζα και τον Παπακαλιάτη εδώ. Από τη μία, έχει ν’ αντιμετωπίσει το βάρος του τηλεοπτικού παρελθόντος του, να ικανοποιήσει εκείνο το κοινό… δεκαετιών πίσω, ενώ την ίδια στιγμή επιχειρεί να κάνει και κάτι πιο σύγχρονο, που μπορεί να «μιλήσει» με γλώσσα σημερινή σ’ έναν θεατή πιο «ανοιχτόμυαλο» και πιο… «κακομαθημένο» από το προϊόν της αμερικάνικης (επί το πλείστον) τηλεόρασης, το οποίο καταναλώνει ξένες σειρές κατά κόρον (έως και στο μέτρο της «αρρώστιας» του binge watching!), κυρίως μέσα από πλατφόρμες. Από την άλλη, έχει το άγχος να «χωρέσει» σε μικρότερες διαστάσεις (αλλά σε «ευρύχωρη» διάρκεια…) αυτά που έμαθε στο σινεμά. Έως και (κάπου) ν’ «αντιγράψει» τον κινηματογραφικό του εαυτό! Όλα αυτά μαζί, με βάση ένα σενάριο τόσο φορτωμένο με υποπλοκές, που καταντά να μην έχει κεντρικό ήρωα!

Θέλοντας να τηρήσει το low profile που παρουσιάζει εσχάτως μπροστά από τον φακό, ο Παπακαλιάτης μειώνει τη σημασία του δικού του ρόλου / εμφάνισης και μετατρέπει το υπόλοιπο καστ του «Maestro» σε βασικούς πρωταγωνιστές της σειράς, εστιάζοντας σε έναν χαρακτήρα – αφηγητή ανά επεισόδιο (τουλάχιστον αυτό αποδεικνύουν τα δύο πρώτα που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής). Το αποτέλεσμα μοιάζει με… αυτόνομη ταινία (ανά εβδομάδα), η οποία δείχνει να έχει αρχή (κάθε φορά έχουμε κι από ένα εισαγωγικό montage), όμως, δεν έχει μέση ή… τέλος. Το σκεπτικό είναι υπερφιλόδοξο, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται λανθασμένο. Και μεγάλη ευθύνη σ’ αυτό φέρει το μοντάζ. Η Στέλλα Φιλιπποπούλου, μόνιμη συνεργάτις του Παπακαλιάτη σε αυτόν τον τομέα, ή δεν έκανε «επαφή» με όλο το υλικό το οποίο συγκεντρώθηκε μπροστά της, ή και οι δύο μαζί δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο να το διαχειριστούν, ή κάποιος από τους δύο έχει χάσει το «τρένο» που οδηγεί με προορισμό το παρόν της τηλεόρασης. Σκηνοθεσία και μοντάζ δεν δουλεύουν στο «Maestro». Στο πρώτο επεισόδιο, αυτό έβγαζε μάτι ήδη από το εισαγωγικό montage της Κλέλιας, το οποίο ήταν τόσο κακό, σε βαθμό να μου προκαλέσει αίσθημα πανικού γι’ αυτό που θ’ ακολουθούσε! Στο δεύτερο επεισόδιο, υπήρξε μια μικρή βελτίωση, όμως εξακολουθούσε να αιωρείται μια αίσθηση τύπου «ρίξε και λίγο απ’ αυτό», με εμμονή στη λογική του montage (μετά μουσικής…).

Μιλώντας περί μουσικής, επειδή αποτελεί ένα στοιχείο που (οφείλει να) παίζει σημαντικό ρόλο και μονταζιακά, τα ορχηστρικά θέματα του Κώστα Χρηστίδη προσδίδουν θετικούς πόντους στο project, ειδικά εκείνα που τονίζουν μυστήριο και ατμόσφαιρες, αλλά δεν είμαι σίγουρος για τη χρήση τους επάνω στη σειρά. Γι’ αυτό που είμαι σίγουρος είναι το σοβαρό πρόβλημα με τα τραγούδια, τα οποία πέφτουν… «στο γάμο του Καραγκιόζη», δίχως ουσία, χαρακτήρα και αισθητική. Κάτι vintage κακομοιριές (το public domain να ‘ναι καλά…), ολίγη από jazz ευκολίας, πέτα και μια δόση κλασικής διότι ο διδάσκαλος μουσικής έχει μια κάποια παιδεία, ξένο ρεπερτόριο με άποψη… απών.

Εντάξει, μπορεί να ήταν και ολίγον άθλος η απόπειρα να κουμαντάρει το μοντάζ μια ιστορία με τόσες υποπλοκές και χαρακτήρες, που δεν έχουν μια φυσική, σταδιακή εξέλιξη στη σειρά, αλλά «μπουκώνουν» τα πάντα εξαρχής. Όλο αυτό, όμως, «σπάει» σε εννέα επεισόδια. Που (μέχρι στιγμής) δείχνουν πλατειασμό. Και στο τέλος του κάθε επεισοδίου, αντί για ένα σωστό «cliffhanger», πετάγεται απότομα κι ασύνδετα μια σεκάνς από… επεισόδιο το οποίο θ’ ακολουθήσει! Εντελώς αψυχολόγητη τακτική, που αντί να προσφέρει κάτι με κανόνες σασπένς, σαστίζει και «απονευρώνει» ότι είχες δει μια ώρα πριν! Χωρίς να παίζει ρόλο «περίληψης» ή teaser για το επόμενο (το υποβρύχιο πλάνο του πτώματος που πετιέται από το σκάφος, για παράδειγμα, δεν το είδαμε στο δεύτερο επεισόδιο και… ένας Θεός ξέρει αν στο τρίτο θα παρακολουθήσουμε την απάντηση στο γιατί ο Ορέστης σέρνει τον αιματοβαμμένο Χαράλαμπο).

Θεματικά, το «Maestro» αντιμετωπίζει την πατριαρχία και την ομοφυλοφιλία υπό συνθήκες βίας. Παίρνει τις «πολιτικά ορθές» στάσεις απέναντι στην κοινωνία του σήμερα, μεταφέρει κάποια χρήσιμα μηνύματα, βρίσκει έναν πιο ώριμο Παπακαλιάτη να προσπαθεί ν’ αποφύγει το flirt με μια πολύ νεότερη από εκείνον κοπέλα (με το flashback της Κέρκυρας ν’ ανήκει στον… κάδο των αχρήστων, κυριολεκτικά!) και αφήνει ερωτηματικά γύρω από τον τρόπο που (στα επόμενα επεισόδια) θα διαχειριστεί πειστικά την εγκληματική υποπλοκή που αφορά σε εμπορία ναρκωτικών και «μαύρο» χρήμα. Ειλικρινά, πάντως, δεν ήταν απαραίτητα όλα αυτά μαζί. Και με μια κάποια οικονομία στην αφήγηση, μια χαρά ταινία (ίσως) έβγαζαν, σε genre που δεν πολυβλέπουμε στο ελληνικό σινεμά.

Από το καστ, έχουμε απλά ΟΚ εμφανίσεις, την Μαρία Καβογιάννη να το σκίζει με σιγουριά και άνεση, ενώ θα ήθελα να ξεχωρίσω λίγο περισσότερο δύο γυναικεία ονόματα. Η Κλέλια Ανδριολάτου προστίθεται στα πολύ υποσχόμενα νέα ταλέντα υποκριτικής που έχουμε στη χώρα (δεν το λέω τυχαία, την είχα δει και στο «Μοτέλ» του Βασίλη Μαυρογεωργίου στο Θέατρο Τέχνης, την είχα ξεχωρίσει εκεί και σας προτείνω να πάτε στην παράσταση που συνεχίζεται και σε τούτη τη σεζόν), ενώ η Χάρις Αλεξίου όχι απλά αποτελεί έκπληξη, αλλά της ανοίγεται μια κανονικότατη δεύτερη καριέρα!

Προσωρινή «ετυμηγορία»: το «Maestro» σε «ψαρεύει» με μια διάθεση κινηματογραφικότητας, αλλά… είναι τηλεόραση. Δεν το μάθατε από εμένα, όμως, βοά η φημολογία της «μετακόμισης» και σε ξένη πλατφόρμα η οποία έχει έφεση στο couleur locale και την gay θεματολογία, οι Παξοί θα βγουν περισσότερο κερδισμένοι απ’ όλους και, ειλικρινά, δεν φαντάζομαι πως μπορεί να προκύψει και season 2 από τούτο εδώ. Ο Ορέστης δάσκαλος σε άλλη επαρχιακή περιοχή της Ελλάδας που… «γράφει» τέλεια στον φακό; Όπως και να ‘χει, βρίσκεται ήδη στα σκαριά και θα το δούμε. Για μένα, πάντως, δεν το λέω με σιγουριά. Διότι, προσωρινά, δεν με έχει ικανοποιήσει η season 1. Περίμενα περισσότερα. Και θα περιμένω με μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δω τον Παπακαλιάτη να επιστρέφει στο σινεμά. Και να ρισκάρει. Όχι να βγαίνει με «σιγουράκι».