FreeCinema

Follow us

«I Care a Lot»: Επιτέλους, μια ταινία που μας νοιάστηκε!


Είναι ένας από τους τέσσερις τίτλους που «τσίμπησε» το Netflix από το Φεστιβάλ του Τορόντο πέρσι. Και σίγουρα πρόκειται για κινηματογραφικό «διαμάντι»! Το «Μα Φυσικά και Νοιάζομαι» του Τζέι Μπλέικσον, εκτός από ένα βαθιά σαρκαστικό στο χιούμορ του… θρίλερ, ίσως πάνω απ’ όλα, είναι ένα πολιτικό φιλμ που αφορά στη λειτουργία του συστήματος εξουσίας σήμερα.

Δεν το περιμένεις! Θέλεις να αισθάνεσαι ότι φαντάζεσαι αυτό που θα συμβεί στο φινάλε, γιατί στον κόσμο μας θέλουμε (ή έχουμε την ανάγκη) το Καλό να κερδίζει το Κακό. Στον κινηματογράφο. Γιατί στην αληθινή ζωή, σε συντριπτική πλειοψηφία, το Κακό είναι εκείνο που κερδίζει. Το βλέπουμε παντού γύρω μας. Και αηδιάζουμε. Θυμώνουμε. Οργιζόμαστε. Θέλουμε να αντεπιτεθούμε. Και συνήθως με αυτόν τον τρόπο… χάνουμε το δίκιο μας. Γιατί το Κακό έχει σύστημα. Και δεν ηττάται ποτέ. Διότι εκείνο είναι που σχεδίασε το… Σύστημα.

Ακριβώς όπως συνέβη και πέρσι με το «Κυνήγι» του Κρεγκ Ζόμπελ, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μία ταινία που ενώ δείχνει να ταιριάζει σε κάποιο τυπικά προφανές genre (το θρίλερ, αλλά με ένα «twist» που μοιάζει χιουμοριστικό), κατά βάθος οι προθέσεις και ο στόχος του σχολιασμού είναι ξεκάθαρα πολιτικός! Το «I Care a Lot» («Μα Φυσικά και Νοιάζομαι» στα ελληνικά) του Τζέι Μπλέικσον κάνει την εισαγωγή του με τη φωνή της αφηγήτριας / κεντρικής ηρωίδας, της Μάρλα Γκρέισον (Ρόζαμουντ Πάικ). Η Μάρλα θέλει να είναι με τους έξυπνους σε τούτο τον κόσμο. Οι έξυπνοι βγάζουν λεφτά. Όλο και περισσότερα λεφτά, αν θέλουν να επιζήσουν ή να χτυπήσουν την πόρτα του… Κακού και να του δηλώσουν: «Γεια σας, ήρθα, δεχτείτε με στις αγκάλες σας, εδώ ανήκω». Η Μάρλα δεν θέλει να είναι φτωχή. Αναζητά την επιτυχία και την ευτυχία. Κι αυτά δεν τα κατακτάς δίκαια, τίμια. Αυτές οι ιδέες έχουν εφευρεθεί από τους πλούσιους για να κρατάνε τους υπόλοιπους ανθρώπους στη φτώχια, όπως λέει κυνικά.

Η Μάρλα ξέρει πως μια ζωή την έχει. Και τα τελευταία χρόνια της ζωής των συνανθρώπων της είναι εκείνα τα οποία εκμεταλλεύεται ώστε να ανέλθει… οικονομικά. Έχει στήσει τη μικρή της «φάμπρικα» απάτης επάνω στην τρίτη ηλικία, τους «ανήμπορους» που (επιθυμητά) δεν έχουν σχεδόν κανέναν συγγενή για να τους προστατεύσει από τα νύχια της και κυκλοφορούν ελεύθεροι εκεί έξω (από οίκους ευγηρίας). Αρκεί να έχουν ένα γερό κομπόδεμα! Η Μάρλα φροντίζει να γίνει (με δικαστική άδεια) η νόμιμη «κηδεμόνας» τους, η οποία αναλαμβάνει τη «φροντίδα» τους. Αφού έρχεται σε συνεννόηση με τοπική γιατρό και ο Νόμος είναι με το μέρος τους, τα γερόντια οδηγούνται στην… «τελευταία κατοικία» τους, έναν συμβεβλημένο (επίσης στο κόλπο, δηλαδή) οίκο – «φυλακή», απ’ όπου δεν είναι ικανοί να βγουν ξανά έξω ή να επικοινωνήσουν έστω και τηλεφωνικά με τον οποιονδήποτε, ενώ την ίδια στιγμή η Μάρλα «εκκαθαρίζει» τα περιουσιακά τους στοιχεία με το άλλοθι των πληρωμών που έχει να κάνει για λογαριασμό τους.

Ξαφνικά, η «συμμορία» θα εντοπίσει την Τζένιφερ Πίτερσον (Νταϊάν Γουίστ), μια μοναχική κυριούλα που ζει στο δικό της σπιτικό, σε εύπορη συνοικία, διαθέτει ακριβό αμάξι και φαίνεται να έχει και καλές καταθέσεις. Τις επιπλέον πληροφορίες τις παίρνει με τις γνωριμίες της η Φραν (Ίζα Γκονζάλες), η οποία τυγχάνει να έχει πρότερο βίο στην Αστυνομία και, επίσης, τυγχάνει να είναι (και)… η ερωμένη της Μάρλα. Με τη βοήθεια πλαστής διάγνωσης από τη συνεργάτιδά της στο τοπικό ιατρείο και με το πειστικό της προφίλ που εγγυάται νομοταγή πολίτη κάθε φορά που περνά από τα δικαστήρια, η Μάρλα καταφέρνει να «αιχμαλωτίσει» την Τζένιφερ στον οίκο ευγηρίας που ελέγχει… με το αζημίωτο και βουτάει με αδηφάγα όρεξη στην περιουσία του νέου θύματός της, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η γυναίκα κρύβει ένα μυστικό… αρκετά επικίνδυνο!

Το «παιχνίδι» που εξελίσσεται από εκείνο το σημείο κι έπειτα είναι ανελέητο. Γιατί η Μάρλα δεν ξέρει να χάνει. Δεν γίνεται να χάσει. Αλλά και η αντίπαλη πλευρά θα την κάνει να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε! Όλο αυτό για να σταθεί, δεν χρειάζεται μόνο νεύρο και σασπένς (που χτίζεται και ενίοτε σε φέρνει στα άκρα του εκνευρισμού σου με τα κατορθώματα της Μάρλα) από τον Μπλέικσον, αλλά και μία σεναριάρα την οποία υπογράφει ο ίδιος, σατιρίζοντας μέσα από τις δοκιμασίες των χαρακτήρων του την απόλυτη απώλεια ηθικής. Πέρα από το «επιφανειακό» μιας θαυμάσιας πλοκής, το «I Care a Lot» εξελίσσεται σταδιακά σε μια αμοραλιστική και απάνθρωπη κοινωνική αλληγορία για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινοί θνητοί βρίσκονται στο έλεος ενός Συστήματος όχι απλά άδικου αλλά και εκτελεστικού (με τη χειρότερη και κυριολεκτική έννοια). Διασκεδάζεις πάντοτε με το φιλμ, όμως θα αισθανθείς ν’ ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι σου και θ’ αποζητάς να τύχουν στη Μάρλα… τα χειρότερα. Όχι μόνο θα την «δικάσεις», μα θα περάσει από το νου σου μέχρι και ο φόνος, μπας και καθαρίσει ο κόσμος από «τέρατα» όπως και δαύτη! Μιλάμε για τέτοια νεύρα!

Ελπίζεις η κλιμάκωση της ταινίας να δικαιώνει το τίμιο. Αυτό με το οποίο είναι… σωστό να ταυτίζεσαι. Και ο Μπλέικσον δείχνει ικανότατος στο να σε διαχειριστεί ύπουλα μέσα σ’ αυτό το δίωρο, ώστε να βιώσεις ένα joyride άγριων συναισθημάτων που θα τεστάρουν και τις δικές σου επιλογές, το τι θα έκανες αν περνούσε από το χέρι σου, γιατί θα έδειχνες (ή όχι) έλεος, πότε και αν θα εγκατέλειπες, αν θα σ’ έπαιρνε να προσπαθήσεις να χαθείς, στα χνάρια μιας καινούργιας ζωής. Σε δοκιμάζει το έργο. Και σε διδάσκει κάποια πράγματα, επίσης. Για το φινάλε, δε, επιλέγει κάτι το… τρομακτικά ανήθικο! Με τη λογική των μηχανισμών της πραγματικής εξουσίας και του καπιταλισμού. Του Συστήματος. Είναι κομμάτι πεσιμιστικό. Αλλά, εντελώς ειρωνικά, ο Μπλέικσον αφήνει έξαφνα και μια χαραμάδα ελπίδας. Για να εξεγερθούμε. Και να τους πάμε… αίμα (Μισέλ, αθάνατη θα μείνει η ατάκα σου)!

Υ.Γ. Αν η ταινία έπαιζε στα σινεμά, θα σκεφτόμουν σοβαρά να της δώσω μια θέση στη δεκάδα των καλύτερων της κινηματογραφικής σεζόν… που εδώ και μήνες δεν έχουμε καν! Πόσο άδικο. Επίσης, η Μάρλα είναι λεσβία, φεμινίστρια και… ατμίζει. Μιλάμε για σκληρά… αστείο ξεφτιλίκι της «πολιτικής ορθότητας»!