FreeCinema

Follow us

«Chicago Fire»: Φωτιά, πυροσβέστες!


Με το που ακροάσαι «Chicago Fire», λες… «Τι στο καλό; Πάλι ανθρώπους στην πυρά και στα επικίνδυνα ερείπια θα βλέπουμε; Δεν ξανάδαμε το αυτό, ξανά μανά, στο ‘Rescue Me’ από το 2004;». Αμ, δε! Παίξανε έξι επεισόδια, πια, για να καταφέρω να ταξινομήσω αυτή τη σειρά και να διαπιστώσω ότι δεν είναι παρά ένα … πύρινο «Grey’s Anatomy»!

Το άνοιγμα του «Chicago Fire» δεν ήταν καθόλου εντυπωσιακό. Μάλιστα, δημιούργησε στο NBC πονοκέφαλο και σοβαρές αμφιβολίες για την έκβασή του. Από τη στιγμή, προπάντων, που έπεσε απέναντι στο «Nashville»,το οποίο έσκισε στα ratings και την κριτική (εντάξει, μη σκίσουμε και τα στριγκάκια μας ότι, και καλά, είναι τόσο γαμάτο, γιατί δεν είναι…), ήταν πολύ πιθανό το NBC απλώς να του βάλει λουκέτο. Χρειάστηκε να παίξουν τέσσερα – πέντε επεισόδια για να αρχίσει να φαίνεται τι θέλει να πει ο ποιητής εδώ και να κερδίζει το κοινό: θα γυριστεί, καταληκτικά, ολόκληρη σεζόν 22 επεισοδίων, ενώ οι θεαματικότητές του ανέβηκαν. Και παρότι στη ζώνη των 10 τερματίζει τελευταίο, κάνει γενικά πολύ καλά νούμερα (έφτασε και το «Nashville», που μετά τον πιλότο πήρε ολίγον την κατιούσα).

Το θέμα με το «Chicago Fire» ήταν ότι από την αρχή δεν ήταν αντιληπτό τι πρόκειται να δεις, δηλαδή, ποιο είναι το θέμα του, ποιος είναι ο τρόπος ανάπτυξης και τι το ενδιαφέρει. Ακροβατούσε μεταξύ περιπέτειας και δράματος, δίχως να μπορεί να αποφασίσει τι είναι, δημιουργώντας μια σύγχυση, και ως εκ τούτου έγινε, για το μεσαίο τηλεοπτικό κοινό, κόκκινο πανί. Με την πάροδο των επεισοδίων απέκτησε, πλέον, μια οικεία φόρμα (αλλιώς, πεπατημένη σεναρίου), που, όμως, αποσαφηνίζει ακραιφνώς τις προθέσεις του. Οι πυροσβέστες, σαν άλλοι γιατροί – σαΐνια του «Grey’s Anatomy»,έχουν να αντιμετωπίσουν τις πιο απίθανες περιπτώσεις: έναν τύπο πάνω σε μια επικλινή στέγη που αν κουνηθεί λιγάκι πάει σφαίρα για τα θυμαράκια, έναν άλλο τύπο που είναι καρφωμένος πάνω στα σίδερα ενός φράχτη και βέβαια πρέπει κάπως να ξεκαρφωθεί, δυο παγιδευμένους σε ένα τουμπαρισμένο αμάξι που, αν ανασάνουν έστω, μας αποχαιρετούν για βουτιά στο ποταμάκι, κι άλλα τέτοια. Αυτά, δηλαδή, που θαμάξαμε στους καταπληκτικούς γιατρούς του Σιάτλ, οι οποίοι και δυο καρφωμένους με ένα κοντάρι εγχειρήσανε και σιαμαία με επιτυχία χωρίσανε!

Αυτό που θέλει να είναι κυρίως, όμως, είναι ένα δράμα χαρακτήρων, με την πολύ απλή και δημοφιλή έννοια που είναι και το «Grey’s Anatomy»: ο (παίδαρος) Σέβεριντ που πηδάει εδώ κι εκεί και κάνει διάφορες ταρζανιές, έχει πρόβλημα με τον ώμο αλλά δε θέλει να το πει (γιατί, τι θα κάνει η καημένη η πόλη χωρίς τις υπηρεσίες του;), η Γκαμπριέλα που λιγουρεύεται τον Ματ που τα’ χει με μια γιατρίνα και θέλει και παιδιά, η λεσβία Λέσλι που έχει, φυσικά, το ανδρολίβαδο το οποίο την περιστοιχίζει τελείως φτυσμένο, ο Κρις που δεν πηδάει γιατί η γυναίκα του είναι καθολικιά (και τον παίζει ο Ντέιβιντ Άιγκενμπεργκ, o καλός της Μιράντα του «Sex and the City», σε ένα ρόλο που δε του κολλάει με καμιά Παναγία). Και βέβαια τα ηθικά διλήμματα κραυγάζουν και εδώ, γιατί λειτουργοί που σώζουν την ανθρώπινη ζωή, κορώνα στο κεφάλι τους το έχουν το σωστό. Υποψιαζόμαστε, δε, επειδή πρόκειται και για… τεκνοκατάσταση και υπό συνθήκες δυσχερείς (όπως ακριβώς στο νοσοκομείο), ότι στο τέλος όλοι θα απαυτωθούν με όλους και θα είμαστε ευχαριστημένοι μέχρι σκασμού!

Το «Chicago Fire», όμως, είναι μια ευκαιρία για να θυμηθούμε το «Rescue Me», μια προσωπική υπόθεση του Ντένις Λίρι (δημιουργός και πρωταγωνιστής του). Ξεκίνησε το 2004 και ήταν εμπνευσμένο από το τραγικό τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, που έριξε στο spotlight το επάγγελμα των πυροσβεστών. Τότε, οι επιχειρήσεις διάσωσης, οι οποίες διενεργήθηκαν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση από το πυροσβεστικό σώμα της Νέας Υόρκης, ηρωοποίησαν το επάγγελμα, που κυριολεκτικά αποθεώθηκε από την Πολιτεία και τον κόσμο για τη μέγιστη προσφορά του. Με αφορμή τα γεγονότα, ο Ντένις Λίρι εστίαζε σε πυροσβεστικό σταθμό της πόλης, που μορφάζει ακόμη από τις απώλειες ανθρώπων που θυσιάστηκαν στο καθήκον. Στόχος ήταν, όπως κι έγινε, να κλείσει η σειρά το Σεπτέμβριο του 2011, επέτειο των δέκα χρόνων από την τρομοκρατική επίθεση.

Το «Rescue Me» υπήρξε μια μεγάλη επιτυχία του FX, και στην Ελλάδα έχουν προβληθεί πριν χρόνια ξέμπαρκοι, κάπου στα μεσάνυχτα, κάποιοι κύκλοι. Πέρα από τις risky περιπτώσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πυροσβέστες, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα καθαρόαιμο δράμα χαρακτήρων, ο καθένας από τους οποίους αναπτύσσεται με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία, ορμώμενοι πάντα από την αφετηρία των τρομοκρατικών χτυπημάτων. Όλα ξετυλίγονται από το εκεί και έπειτα.

Ο κάθε χαρακτήρας ζει ένα δικό του δράμα με τις σχέσεις του, τα οικονομικά του, την υγεία του, και κάθε ένας από αυτούς τα αντιμετωπίζει με τον ιδιαίτερο τρόπο του. Το σημαντικότερο είναι πως ό,τι λέει η σειρά δεν το λέει με διανοουμενίστικα ή ηθικοπλαστικά φτιασιδώματα, γιατί ο παρονομαστής που τη διακρίνει είναι μια κρυστάλλινη λαϊκότητα, ακριβώς όπως ταιριάζει σε ένα μάτσο αρσενικούς που κάνουν μια χειρωνακτική – ναι, πλην όμως ανθρωπιστική – εργασία. Όταν μαζεύονται την ώρα του φαγητού δε μιλάνε για ποίηση και όπερα, αλλά για γκόμενες και οπίσθια. Παίζουν παιχνίδια όχι γνώσεων αλλά θεματικής, όπως ποια είναι η ωραιότερη ξανθιά. Η δε γλώσσα τους περιέχει εκατοντάδες φορές τους ευγενείς όρους… vagina, tits, asshole, balls, prick, holy shit, bullshit, shit και jerk. Το χιούμορ τους βρίθει από ξανθές β’ επιπέδου. Η ηθική τους είναι του απλοϊκού – πλην όμως σπανίζοντος τύπου – «πάμε με πρώην, αλλά δεν πάμε με την πρώην του φίλου μας». Η στάση τους είναι να μην ανακατεύονται, όταν θυμωμένη σύζυγος πλακώνει στο σταθμό γιατί θα τα κάνει όλα λίμπα. Οι αναλύσεις τους αναφορικά με τις γυναικείες συμπεριφορές αιτιώνται σε σεξουαλική στέρηση.

Και παρά ταύτα, τίποτα στο «Rescue Me» δεν είναι απλοϊκό. Έχει τη ρώμη του αστεϊσμού της λαϊκότητας, αφού μιλάμε για αυτή την κοινωνική τάξη, αλλά διαθέτει συναίσθημα που πηγάζει από τη συντροφικότητα απέναντι στο φίλο, αλλά και την απελπισία που φέρνει η απώλεια. Γιατί ο πόνος και το δυσάρεστα αναπάντεχο δεν αντιμετωπίζεται πάντα με αξιοπρέπεια ή δάκρυ αλλά, όταν δεν ξέρεις πώς να τα διαχειριστείς, έχει τα συμπτώματα του χιούμορ και της… αγαρμποσύνης. Αυτό που συμβαίνει στους περισσότερους αξιολάτρευτους ανθρώπους του «Rescue Me». Αξίζει να μπούμε στη μηχανή του τηλεχρόνου και να το γευτούμε.