FreeCinema

Follow us

Η COSMOTE TV πάει το θερμόμετρο στους… «42°C».


Δύο «μυστηριώδεις» θάνατοι, μία οικογένεια που κουβαλάει αμέτρητα μυστικά, η διχόνοια που φέρνει το χρήμα και η έξαψη του ερωτικού πάθους που ενέχει κινδύνους, καθώς το θερμόμετρο του ελληνικού καλοκαιριού πάει να πιάσει τους… «42°C». Η νέα σειρά της COSMOTE TV κάνει πρεμιέρα απόψε στις 20:00 και αποπειράται ν’ αλλάξει το «τοπίο» των ντόπιων τηλεοπτικών παραγωγών.

Τον τελευταίο καιρό η ελληνική τηλεόραση επιχειρεί ένα είδος «αναγέννησης» εκσυγχρονιστικής, υπό το κλίμα πιέσεων της κάθε πλατφόρμας του εξωτερικού, που συνολικά ανεβάζει εξωφρενικά τον πήχη του προϊόντος. Με δυσκολία ακολουθεί η χώρα μας και σίγουρα αγκομαχά για να φτάσει το επίπεδο ακόμη και παραγωγών της Ευρώπης (ας μην κάνουμε κουβέντα για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού…). Τα δημόσια κανάλια μόλις μεμονωμένα παρουσιάζουν κάτι ξεχωριστό ή ξεφεύγουν από τα στερεότυπα της «λαϊκής» κατανάλωσης και της κορεσμένης (δήθεν καταστασιακής) κωμωδίας. Μέτρια σενάρια, κακό παίξιμο, ανύπαρκτη σκηνοθεσία, εικόνα που μοιάζει να έχει «βαλτώσει» στη δεκαετία του ’90. Και, βασικά, μια ατολμία στην προσέγγιση άλλων genres.

Το ελληνικό κοινό προδίδει μια κάποια προτίμηση προς το πιο θριλερικό περιεχόμενο εσχάτως και εκεί πατάει η νέα σειρά της COSMOTE TV, «42°C». Το project της Ναταλύ Δούκα, με εκτέλεση παραγωγής από την αποτελεσματική και προσεκτική στα βήματά της Tanweer Productions, ξεκινά απόψε (14 Μαΐου) στις 20:00, αποτελείται από οκτώ επεισόδια και όλα μαζί πρόκειται να κάνουν πρεμιέρα το ένα μετά το άλλο συνεχόμενα (ευκαιρία για binge watching στο weekend) μέσα από το COSMOTE SERIES MARATHON HD, ενώ θα είναι διαθέσιμα και από την on demand υπηρεσία COSMOTE TV PLUS. Κατόπιν ενός σωστά οργανωμένου online event της COSMOTE TV, είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω τα τρία πρώτα επεισόδια της σειράς, κίνηση ιδιαίτερα θετική για εμένα προσωπικά, καθώς δεν ικανοποιούμαι μονάχα με το… τυπικό δελτίο Τύπου ή ένα ελάχιστο δείγμα δουλειάς, ώστε να κάνω πιο ουσιαστική κριτική και παρουσίαση. Και ομολογώ πως η επιλογή του να δούμε τρία ολόκληρα επεισόδια ήταν σοφή.

Το «42°C» διαδραματίζεται στην Κέρκυρα και έχει για βάση ένα παλιό αρχοντικό σπίτι τοπικής οικογένειας που στο πρόσφατο παρελθόν βίωσε μια τραγωδία. Από τις τρεις αδελφές – «οικοδέσποινες», η μία βρέθηκε νεκρή πριν από έξι χρόνια, με ανεπιβεβαίωτα αίτια θανάτου. Ήταν ατύχημα; Ήταν δολοφονία; Η απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Εκεί επιστρέφει η μία από τις κόρες της, η Λένα, για να συμμετάσχει σ’ ένα μνημόσυνο της μάνας της, αλλά και για ν’ αντιμετωπίσει τον εφηβικό της έρωτα, αν όχι και κάποια «μυστικά» που τη στοιχειώνουν τόσα χρόνια. Στο βραδινό τραπέζι, η μικρή της αδελφή, η Άννα, σε κατάσταση μέθης, θα εξομολογηθεί πως γνωρίζει όχι μονάχα γιατί πέθανε η μητέρα της, μα ενδεχομένως και την ταυτότητα του ανθρώπου που ευθύνεται για τη δολοφονία της. Την επόμενη μέρα και η ίδια θα βρεθεί νεκρή, παραδόξως στην ίδια τοποθεσία που είχε εντοπιστεί η σωρός εκείνης. Κάποιοι το αντιμετωπίζουν σαν αυτοκτονία, όμως, μια τέτοια υπόθεση δεν ταιριάζει σε σειρά… μυστηρίου.

Το πρώτο επεισόδιο δεν αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις. Με παραξένεψε η αμηχανία στο μοντάζ, λες και το συγκεκριμένο τμήμα της παραγωγής είχε πάρει «διαζύγιο» με το σκηνοθέτη! Δεν υπάρχει ένα ιντριγκαδόρικο ή «παιχνιδιάρικο» flow στην αφήγηση, δεν υφίσταται κάποιο tempo ικανό να σε παρασύρει αξιοποιώντας τα τεκταινόμενα. Μου δημιούργησε ανησυχία αυτό. Από κάτω, όμως, με παράλληλους χρόνους ανάπτυξης στο παρελθόν και το σήμερα, το σενάριο έκανε δουλίτσα σταδιακά. Και οι κάμποσοι χαρακτήρες της πλοκής άρχιζαν να σχηματίζονται. Οι Σέργιος Κωνσταντινίδης και Κάλλια Παπαδάκη έχουν γράψει το σενάριο με λογική αγκαθακριστικού μυστηρίου που ζητά επίλυση (αλλά δίχως την τόσο έντονη ή «εξυπνακίστικη» παρουσία ενός αστυνομικού ντετέκτιβ, ο οποίος ερευνά την υπόθεση λες και πρόκειται περί αγγαρείας που «παρενοχλεί» τη βόλεψή του), υποστηρίζουν σωστά τα γεγονότα των δύο θανατικών, ανατρέπουν σιγά-σιγά τα δεδομένα της αθωότητας (;) των ηρώων τους κι ανοίγουν μια «βεντάλια» από αποκαλύψεις γεμάτη ψέμα, προδοσία και δολοπλοκία.

Τα επόμενα δύο επεισόδια σε κερδίζουν και σε βάζουν όλο και πιο βαθιά σε ρόλους και προθέσεις, χωρίς οι ήρωες ν’ ανοίγουν ξεκάθαρα τα «χαρτιά» τους, ο ρυθμός στρώνει καλύτερα, η σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαβασιλείου παίρνει μπρος και, όντως, αισθάνεσαι το περιεχόμενο της σειράς… ν’ ανεβάζει θερμοκρασία. Σε ενδιαφέρει ν’ ανακαλύψεις την πραγματική πλευρά αυτών των ανθρώπων και να «αποκωδικοποιήσεις» τα κίνητρά τους, ενώ σου μένουν… μονάχα πέντε επεισόδια ακόμη! Ευτύχημα είναι το ότι το «42°C» δεν «ξεχειλώνει» με το ζόρι για να βγάλει μεγαλύτερο αριθμό επεισοδίων (κάτι που αισθάνθηκα σε αφόρητο βαθμό με άλλη φετινή σειρά μυστηρίου ιδιωτικού καναλιού) – τουλάχιστον όπως μου φάνηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και το σενάριο εδώ υποστηρίζει την παρουσία όλων αυτών των χαρακτήρων, χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιους ως υποδεέστερους. Αισθάνεσαι πως ο καθένας τους θα έχει τη στιγμή που θα «λάμψει» ξεχωριστά ή θα φέρει ένα κάποιο μερίδιο ευθύνης σημαντικό για την εξέλιξη της ιστορίας. Ίσως εκεί να εντοπίζεται η διαπίστωση ότι τούτη η σειρά σε αφορά και θέλεις να τη φτάσεις μέχρι το φινάλε. Και μιλάμε για σενάριο είδους που δεν έχει ευτυχήσει ιδιαίτερα στη χώρα εδώ και… να πω δεκαετίες;

Ελαφρώς αμφιλεγόμενη είναι η λειτουργικότητα του καστ, που χωρίς να χαρακτηρίζεται από λάθος επιλογές, δίνει την αίσθηση ενός όχι και τόσο καλού συντονισμού στο πλαίσιο ενός ensemble «σώματος». Με γνώμονα τα τρία πρώτα επεισόδια, ξεχώρισα τις παρουσίες της Ναταλίας Σουίφτ και του Τεό Αλεξάντερ, οι οποίοι εκτός από φυσιογνωμίες που «γράφουν» πιο πειστικά στο φακό, δείχνουν να χειρίζονται πιο σωστά ερμηνευτικά το στοιχείο του μυστηρίου που αποπνέουν οι χαρακτήρες τους. Βγάζουν κάτι πιο ολοκληρωμένο και σε έλκουν να τους προσέξεις περισσότερο.

Η νέα σειρά της COSMOTE TV δεν κάνει ένα απότομο ή τεράστιο βήμα προς τη σύγκριση με το τηλεοπτικό προϊόν του εξωτερικού, όμως, στέκει με αξιώσεις στο πλαίσιο της ελληνικής παραγωγής και πηγαίνει το όλο θέμα λίγο παραπέρα, τονίζοντας (και) τη σημασία που έχει το σενάριο στην ανάδειξη ενός ποιοτικότερου μέλλοντος. Αν δεν είναι δυνατή η «αναμέτρηση» με τον… ογκόλιθο budget, προδιαγραφών και επιμέλειας των σειρών που λανσάρουν με περίσσιο hype οι πλατφόρμες της αλλοδαπής, ας φροντίσουμε (έστω) να είναι εξασφαλισμένο το επίπεδο γραφής, εκεί να εστιάζει και με αυτό να ταυτίζεται ένας πραγματικά ικανοποιημένος (τηλε)θεατής. Γιατί από κάπου πρέπει να τον «βρίσκει» η ελληνική σειρά! Και, σαφώς, θέλουμε να δούμε (ακόμη) περισσότερες προσπάθειες διαφορετικότητας σε genre, θεματολογία και επαφή με το σήμερα. Προχωράμε…