FreeCinema

Follow us

«Beastie Boys Story»: Σαν κάθαρση.


Ο Σπάικ Τζονζ έκανε ένα… live (!) ντοκιμαντέρ για τους Beastie Boys. Θα έπαιζε σε αίθουσες IMAX από τις 2 Απριλίου, αλλά μέχρι τότε όλα τα σινεμά του κόσμου έκλεισαν. Έκανε πρεμιέρα στις 24 Απριλίου, τελικά, μέσα από το apple tv+. Σε μικρότερες οθόνες. Αλλά, και πάλι, η συγκίνηση είναι μεγάλη.

Ήταν 1986. Η «νιουγουεϊβάδικη» φάση της «παραξενιάς» και της «νταρκίλας» των αρχών της δεκαετίας είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, μαζί της και η μικρή «αναρχοπάνκ» παρένθεση των σχολικών χρόνων. Τα απομεινάρια τους έκαναν ένα παράξενο και αντικρουόμενο mix με την pop ανεμελιά και τα Eurotrash hits των σπιτικών parties, πριν μπούμε στο σύμπαν του «Pump Up the Volume» και του ερχομού του clubbing. Έπαιζα μουσική σ’ ένα μικρό bar στο Κολωνάκι, σ’ ένα μέρος όπου κανείς δεν θα φανταζόταν ότι θ’ ακούσει το «Fight for Your Right». Ήταν τα χρόνια που… τα πάντα μπορούσες. Kick it!

Εννοείται πως η rap ήταν «ξένο» είδος. Run DMC στην καλύτερη περίπτωση, κάτι από Salt ‘N’ Pepa με το ζόρι. Τέτοια πράγματα. Και σκάει εκείνο το album των Beastie Boys, το «Licensed to Ill», που το αγοράζαμε για το χαβαλοτράγουδο, βασικά. Και βλέπαμε και το music video συνέχεια στο MTV και ζηλεύαμε που δεν μας βρήκε το σωστό timing για να χοροπηδάμε σε τοίχους και πατώματα σαν teenagers. Λες και μας είχαν πάρει τα χρόνια… 3-4 tracks μπορούσα ν’ ακούω από το υπόλοιπο album. «Σπάσιμο» με το βινύλιο, να σηκώνεις βελόνα πέρα-δώθε. Αλλά είχε το γούστο της η σχεδόν σατυρική καφρίλα αυτών των τριών τύπων από τη Νέα Υόρκη, που έδειχναν να βιώνουν το εφηβικό όνειρο του να γίνεις star κανονικά. Μέχρι που παρίσταναν το opening act σε tour της Madonna! Δεν είχε φτουρήσει η επανακυκλοφορία του επτάιντσου «She’s on It», που έγινε hit στην Ευρώπη το ’87, αλλά από μία συμπάθεια προς τ’ αγόρια το είχα αγοράσει κι αυτό. Και μετά… σιωπή.

Το ’89 επανήλθαν, με το «Paul’s Boutique». Πήγε άπατο! Αλλά εγώ, επιτέλους, μπορούσα ν’ ακούσω σχεδόν ολόκληρο το album με πραγματική ικανοποίηση – και ν’ αγαπήσω. «Hey Ladies». Cowbells, μαλάκα μου! Σαν μακρινό ξαδελφάκι του «Hollywood Boulevard» των Big Audio Dynamite (back to back για πάντα). The rest is… pop art history.

16 Ιουνίου του 2007, με μία ελαφρά καθυστέρηση (έστω), τ’ αγόρια καταφθάνουν στην Αθήνα για συναυλία με… άδοξο φινάλε. Τεράστιοι μαύροι καπνοί από τις φωτιές που είχαν ανάψει οι επίδοξοι τζαμπατζήδες σκαρφαλώναν τις κερκίδες των θεατών, ενώ στον «αγωνιστικό χώρο» οι υπόλοιποι δεν είχαμε πάρει χαμπάρι. Μέχρι να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω, ήταν πια ορατές και οι φλόγες! Το live διακόπηκε, η έξοδος από το Ολυμπιακό προπονητήριο baseball ήταν μία από τις πιο παρακινδυνευμένες συναυλιακές μου εμπειρίες (τύπου… ο ουρανός «έβρεχε» πέτρες και τούβλα). Αθλιότητες. No fun για… adults, πια.

Στις 3 του Μάη, πέντε χρόνια αργότερα, ο Άνταμ Γιάουκ πεθαίνει από καρκίνο. Στα 47 του. Δεν θυμάμαι να έπεσε βαρύ πένθος στα δικά μας social τότε. Θέμα timing (σήμερα η κατάσταση έχει ξεφύγει, τόση πλερέζα δεν βάζεις ούτε για σόι σου…) ή μπορεί και να μην είχαν «αγγίξει» τόσο αυτά τ’ αγόρια στην Ελλάδα (σ’ εκείνο το live, ενώ έπαιζαν επί σκηνής οι Madness, μια κοπέλα με είχε ρωτήσει αν αυτοί ήταν οι Beastie Boys – σοβαρά!). Ήθελα να καταλήξω εδώ, διότι εκτός της (μάλλον γνωστής) έφεσης που έχω στο προσωπικό και βιωμένο, παρακολουθώντας το «Beastie Boys Story» του Σπάικ Τζονζ, αισθάνθηκα πως όλο αυτό το live documentary project στήθηκε σαν μία δράση κάθαρσης από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, Άνταμ Χόροβιτς και Μάικλ Ντάιαμοντ. Μονάχα το γεγονός ότι βλέπεις τους δυο τους να αφηγούνται μία «αυτοβιογραφία» της σχέσης δεκαετιών που είχαν πρωτίστως σαν φίλοι και κατόπιν σαν μέλη των Beastie Boys, το συναισθηματικό βάρος σου φέρνει αβίαστα το δάκρυ στα μάτια.

Είναι δυσάρεστη ειρωνεία το γεγονός ότι τούτο το ντοκιμαντέρ, το οποίο γυρίστηκε στο μεγαλοπρεπές Kings Theater του Μπρούκλιν και προορίζονταν να κάνει πρεμιέρα σε αίθουσες IMAX ανά τον κόσμο, υποχρεώθηκε εξαιτίας του κορονοϊού να «συρρικνωθεί» στις οθόνες των σπιτικών μας τηλεοράσεων (όσο μεγάλες ίντσες και να διαθέτει ο καθένας…). Το εγχείρημα του Τζονζ «σπάει» ευφάνταστα το format ενός απλού ντοκιμαντέρ και άσχετα από την (διόλου κρυφή) χρήση του autocue, η εμπειρία του live κυριαρχεί και λειτουργεί, ίσως επειδή ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει να διατηρήσει τον ατελή χαρακτήρα ενός event που εξελίσσεται μπροστά σου, σχεδόν «σαν» να μην έχει μονταριστεί.

Από άποψης αρχειακού υλικού, ειδικά στο πρώτο μέρος του, το «Beastie Boys Story» επιφυλάσσει τρελές εκπλήξεις γύρω από το εφηβικό παρελθόν των αγοριών, που είχαν ένα απρόσμενα… punk related background, αλλά και ένα τέταρτο βασικό μέλος στην αρχική μορφή της μπάντας, την κολλητή τους Κέιτ Σέλενμπακ (μετέπειτα drummer στις Luscious Jackson). Η αποχώρησή της (πριν δισκογραφήσουν) και ο ερχομός του παραγωγού Ρικ Ρούμπιν, μεταμορφώνουν την πορεία των Beastie Boys σε ένα «περιπετειώδες» παραμύθι αναζήτησης, με το συγκρότημα να βιώνει μία μεταιχμιακή φάση μεταξύ punk, hard rock και rap, δίχως να έχει αντιληφθεί πλήρως την ταυτότητά του. Η αφήγηση της ιστορίας των αγοριών είναι ξεκάθαρα γραμμική, ενώ ο θεατής του ντοκιμαντέρ νιώθει να γίνεται μέρος του κοινού του θεάτρου, απολαμβάνοντας ένα είδος εξομολογητικού «stand-up», με την διαφορά ότι εδώ δεν ακούμε μαλακισμένα και ανόητα αστεία αλλά τις αναμνήσεις δύο ανθρώπων που έγραψαν Ιστορία και την μοιράζονται μαζί μας σαν ένα ουσιαστικά καθαρτικό μνημόσυνο. Χωρίς μελοδραματικές τυμπανοκρουσίες. Αγνό, καθαρό και αναγκαίο για την ψυχή. Τόσο για εκείνους, όσο και για εμάς. Που τους ζήσαμε από την άλλη πλευρά. Και τα τραγούδια τους έγιναν το soundtrack μιας αμφίρροπης πορείας επιλογών προς την ωρίμανση και τις ενήλικες ευθύνες. Όταν αυτό το «party» τελειώνει, ο Άνταμ, ο Μάικλ κι εμείς αποβιβαζόμαστε σε ένα σήμερα που μοιάζει αρκετά σκληρό για να το αντιμετωπίσουμε σαν πραγματικότητα. Αν υπάρχει αγάπη, όμως, μπορεί να υπάρξει και συνέχεια…