Το παρόν του ελληνικού κινηματογράφου. (Ποιο «μέλλον»;)
Προβολές με Q&A, ανοιχτές συζητήσεις, δράσεις (δήθεν) «ενεργοποίησης» του κοινού ώστε να επιστρέψει στην ελληνική ταινία και στις αίθουσες. Μία εθνική κινηματογραφία αντιδρά με… σπασμούς απόγνωσης, χωρίς ν’ αλλάζει ποτέ μυαλά. Σε κουβέντα να βρισκόμαστε…
Την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025 έλαβε χώρα στο Αεριοφυλάκιο 1 (Αμφιθέατρο «Μιλτιάδης Έβερτ»), στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, μία ανοιχτή συζήτηση για «Το Παρόν και το Μέλλον του Ελληνικού Κινηματογράφου». Σύμφωνα με την πρόσκληση που είχε αποστείλει η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ΕΑΚ) στα μέλη της, ομιλητές θα ήταν η Μαρία Δρανδάκη (παραγωγός), η Μαριάννα Οικονόμου (σκηνοθέτης), ο Στέργιος Πάσχος (σκηνοθέτης), ο Διονύσης Σαμιώτης (παραγωγός) και ο Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης). Κατά την ΕΑΚ, η συζήτηση αυτή θα αποτελούσε την κορύφωση μιας εκδήλωσής της με γενικό τίτλο «Ο Ελληνικός Κινηματογράφος Ταξιδεύει – Ταξίδεψε Μαζί του», από τις 10 έως τις 19 Μαρτίου, στο πλαίσιο της οποίας προβλήθηκαν 30 ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους, τιμημένες με το βραβείο Ίρις καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας και καλύτερου ντοκιμαντέρ το διάστημα 2010 – 2024, δηλαδή τα 15 χρόνια ύπαρξης της ΕΑΚ.
Δεν πήγα στη συζήτηση διότι θεώρησα ότι τα πρόσωπα τα οποία θα μιλούσαν ήταν τελείως ακατάλληλα να καταπιαστούν με το θέμα αυτό και ότι θα αναμασιόνταν απλώς θέσεις και απόψεις με τις οποίες είμαι ριζικά αντίθετος, έχοντας εκφράσει πολλές από τις αντιρρήσεις μου και δημοσίως. Επίσης, απουσίαζαν από την ομάδα των ομιλητών πρόσωπα με ιδιότητες που θεωρώ ιδιαίτερης σημασίας για το ελληνικό σινεμά, την άποψη των οποίων θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω: ένας κριτικός / θεωρητικός του κινηματογράφου, που ασχολείται με το αντικείμενο καθημερινά, ένας αιθουσάρχης, που ζει το δράμα της αποστροφής της πλειονότητας των θεατών για την ελληνική ταινία, ένας από τους μεγάλους διανομείς ελληνικών ταινιών, που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται και στην παραγωγή, ένας εκπρόσωπος του ΕΚΚΟΜΕΔ, του νέου θεσμικού φορέα που αναλαμβάνει την οικονομική και μόνον (κακώς) υποστήριξη του ελληνικού κινηματογράφου (αλλά και της τηλεόρασης).
Για να είμαι ειλικρινής, με προβλημάτισε αρκετά κι εκείνη η αναφορά στο… «μέλλον»! Τι να πεις για το αύριο, όταν το σήμερα είναι από προβληματικό έως δυσοίωνο; Πώς να γίνεις (αισιόδοξος) μάντης ή προφήτης για ένα αύριο όταν αυτό που έχεις μπροστά σου, το «παρόν», στοιχεία του οποίου μπορείς να επεξεργαστείς και να αναλύσεις, αναπαράγει μία χρόνια τελματώδη κατάσταση, από την οποία, για να υπάρξει έξοδος, απαιτούνται κατ’ αρχάς μία αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων της συντεχνίας, των επαγγελματιών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) του χώρου, και, δεύτερον, γενναία μέτρα και ρηξικέλευθες αποφάσεις, όχι αποκλειστικά από την πλευρά της πολιτείας, αλλά κι από εκείνη του συναφιού (μας).
Στο παρόν, λοιπόν, έχει γεμίσει η χώρα από Φεστιβάλ, μικρά ή μεγάλα, τα οποία δείχνουν ταινίες στο κοινό τους και βραβεύουν έργα στη λογική του… «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει» (τις περισσότερες φορές), με την αιγίδα και την οικονομική υποστήριξη του ΥΠΠΟ ή άλλων πολιτειακών φορέων. Με άλλοθι την προαγωγή του πολιτισμικού επιπέδου (φευ!) των κατοίκων της έρημης χώρας μας, τους οποίους φέρνουν σε επαφή με μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους φιλμ, καλλιτεχνικά σημαντικά (υποτίθεται). Από την άλλη, το ελληνικό κοινό που κατακλύζει τις αίθουσες στη διάρκεια των φεστιβαλικών διοργανώσεων, χάνεται (!) ως δια μαγείας με το που αυτές ολοκληρώνονται. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των θεατών δεν πατούν ποτέ ξανά το πόδι τους σε κινηματογραφική αίθουσα για ελληνικό φιλμ! Εκτός κι αν προκύψει κάποια μεγάλη εμπορική επιτυχία, την οποία βλέπουν «υποχρεωτικά». Προκαλώ το ΔΣ της ΕΑΚ να δημοσιοποιήσει τον ακριβή αριθμό των εισιτήριων που πραγματοποιήθηκαν στον κινηματογράφο Έλλη, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας εκδήλωσής της, ώστε να είναι δυνατή η εξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων. Και ας μην ισχυρισθούν ότι πρόκειται για… «προσωπικά δεδομένα» που δεν δημοσιοποιούνται.
Η μεγάλη «επιτυχία» του παρόντος του ελληνικού κινηματογράφου είναι αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια. Τη χρονιά που πέρασε, το 2024, προβλήθηκαν στις ελληνικές αίθουσες 60 μεγάλου μήκους ελληνικές ταινίες, από τις οποίες 27 ήταν ντοκιμαντέρ και οι 2 επανεκδόσεις. Από τις ταινίες αυτές, όμως, αριθμό εισιτηρίων δημοσιοποίησαν μόνο οι 21. Οι υπόλοιπες 39 (δύο στις τρεις, δηλαδή!) τον απέκρυψαν. Διότι ως τριψήφιος (συνήθως), αλλά και διψήφιος (καμιά φορά), δεν ήταν ευνοϊκός – ούτε για την ταινία, ούτε για τον σκηνοθέτη της, ούτε για τον παραγωγό της, ενδεχομένως ούτε και για το γραφείο διανομής της. Το 2023, την αμέσως προηγούμενη χρονιά, είχαν φτάσει στις ελληνικές αίθουσες 74 μεγάλου μήκους ελληνικές ταινίες, εκ των οποίων μάθαμε την ταμειακή συμπεριφορά μόνο των 19. Οι υπόλοιπες 55 τον απέκρυψαν διότι, προφανώς, και τα δικά τους εισιτήρια ήταν ελάχιστα. Να πάμε έναν ακόμη χρόνο πίσω; Το 2022, από τις 64 ελληνικές παραγωγές είχαν δημοσιοποιηθεί τα εισιτήρια μόνο των 25…
Προφανώς και στα Φεστιβάλ που προανέφερα, ο αριθμός των ελληνικών παραγωγών ή συμπαραγωγών είναι (αθροιστικά) μεγαλύτερος, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι ένας αριθμός ταινιών (πόσες;) δεν βρίσκει καθόλου διανομή. Και μ’ αυτό είμαστε όλοι ευχαριστημένοι (;)! Πρόταση, προς τη διεύθυνση του ΕΚΚΟΜΕΔ αυτή τη φορά, υπηρεσία του οποίου είναι τώρα το ΕΚΚ, το οποίο σύμφωνα με τον Νόμο Γερουλάνου (ό,τι πια έχει απομείνει σε ισχύ απ’ αυτόν) είναι υπεύθυνο για τη συγκέντρωση και διαχείριση των εισιτηρίων: να εφαρμόσει τον Νόμο και, εάν κάποιος παραγωγός ή κάποιο γραφείο διανομής δεν συμμορφωθεί, να αποκλειστεί μέχρις συμμορφώσεώς του από κάθε είδους χρηματοδότησης ή ευεργετήματος.
Πάμε τώρα στα εισιτήρια όσων ταινιών τα ανακοινώνουν. Το 2024, οι ελληνικές παραγωγές ή συμπαραγωγές πραγματοποίησαν 858.101 εισιτήρια. Ο αριθμός αυτός, όμως, επιτεύχθηκε στις… δύο τελευταίες εβδομάδες του έτους (κυρίως!), από μία και μόνο ταινία, η οποία πραγματοποίησε όσα εισιτήρια είχαν κάνει όλες οι άλλες μαζί τις προηγούμενες πενήντα εβδομάδες! Λόγω της μεγάλης αυτής επιτυχίας, το 2024 παρουσίασε μία αύξηση της τάξης του 25,44% σε σχέση με το 2023, όταν οι ελληνικές παραγωγές ή συμπαραγωγές είχαν πραγματοποιήσει 639.777 εισιτήρια. Και πάλι, η επίδοση αυτή είχε επιτευχθεί τον τελευταίο μήνα του έτους, με τη διανομή τριών ουσιαστικά ταινιών, που είχαν πραγματοποιήσει αθροιστικά σχεδόν μισό εκατομμύριο εισιτήρια. Λόγω αυτού, το 2023 είχε παρουσιάσει μία αύξηση της τάξης του 67% σε σχέση με το 2022, όταν οι ελληνικές ταινίες είχαν πραγματοποιήσει μόλις 383.722 εισιτήρια. Και τις τρεις χρονιές, το ευρύ κοινό έδειξε ότι συνεχίζει κάτι που κάνει εδώ και χρόνια: αντιπαρέρχεται τη λεγόμενη καλλιτεχνική παραγωγή, αδιαφορώντας παντελώς για την ύπαρξή της.
Σε καμία χώρα του κόσμου δεν μιλάνε για «καλλιτεχνική παραγωγή» – παντού μιλάνε για παραγωγή, αλλά όλοι ξέρουμε ότι, αν δεν υπάρχουν εμπορικές επιτυχίες που να βάζουν τον κόσμο στην αίθουσα δημιουργώντας ένα κλίμα ευεξίας, παρασύροντας ένα μικρότερο μέρος θεατών και σε πιο «προσωπικές» ταινίες, δεν μπορούμε να μιλάμε για κινηματογραφία. Στην Ελλάδα νοιαζόμαστε μόνο για τον «κινηματογράφο του δημιουργού» και θεωρούμε δημιουργό ακόμα και τον πρωτοεμφανιζόμενο! Κατά την άποψή μου, για να μπορεί να αποδοθεί σε κάποιον ο όρος, θεωρώ ότι θα πρέπει να έχει σκηνοθετήσει προηγουμένως τουλάχιστον δύο μεγάλου μήκους φιλμ, αν όχι και περισσότερα. Το πρόβλημα, όμως, δεν έγκειται μόνον εκεί. Έγκειται και στη νοοτροπία που, χρόνια τώρα, από εκείνα της Μελίνας, διέπει τους διοικούντες το ΕΚΚ: «Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε έναν καλλιτέχνη να υλοποιήσει το όραμά του», μου έλεγε ο Μάρκος Χολέβας, ο Δημήτρης Σοφιανόπουλος, ο Κώστας Βρεττάκος, για να αναφέρω κάποιους εξ αυτών, όταν εγώ ισχυριζόμουν: «Είσαστε εκεί για να βοηθήσετε να υπάρξει ελληνική κινηματογραφία – όχι ελληνικές ταινίες».
Όταν είχα προτείνει στο ΔΣ του ΕΚΚ να χρηματοδοτούνται και ταινίες με θεματολογία προτεινόμενη από το ΕΚΚ, είχαν πέσει να με φάνε! «Δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο! Δεν μπορούμε να επιβάλουμε σ’ έναν καλλιτέχνη τι θα γυρίσει!». Κι όμως, σε ολόκληρο τον κόσμο γίνονται ταινίες από (ας πούμε) βιβλία, γιατί όχι και εδώ; Έκανε πρόσφατα επιτυχία η «Φόνισσα» (φωτό), γιατί να μην διευρύνουμε τον δρόμο αυτό και με άλλα, κλασικά ή σύγχρονα λογοτεχνικά έργα; Γιατί να μην μεταφερθούν στην οθόνη θεατρικές επιτυχίες, όπως συνέβαινε κατά κόρον στο παρελθόν; «Συνταγή της επιτυχίας» δεν υπάρχει, αλλιώς όλοι θα ήμασταν πλούσιοι! Αντί να πηγαίνουμε μπροστά, όμως, επιστρέφουμε στον κινηματογράφο του Απόστολου Τεγόπουλου και του Νίκου Ξανθόπουλου. Μπράβο για το «Υπάρχω» ως προϊόν. Αλλά το έργο; Μπορεί να κάνει καριέρα εκτός Ελλάδας; Μάλλον όχι! Από την άλλη, τα δύο τελευταία χρόνια είδα συμπτωματικά κάποιες αλβανικές ταινίες και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ανήκουν σ’ αυτό που αποκαλούμε κινηματογράφο είδους – κωμωδία δράσης, εν προκειμένω – και παρακολουθούνται άνετα κι ευχάριστα και από μη Αλβανούς θεατές. Πού είναι το δικό μας σινεμά είδους; Θα ήταν, ίσως, υπερβολή να ζητηθεί από το ΕΚΚΟΜΕΔ να ενισχύει με υψηλότερο ποσοστό ελληνικές παραγωγές ή συμπαραγωγές που απευθύνονται και σε μη Έλληνες θεατές; Που προορίζονται να κάνουν πωλήσεις, αν όχι και καριέρα στο εξωτερικό;
Οι κινηματογραφιστές είναι οι μόνοι επαγγελματίες στην Ελλάδα που λαμβάνουν, χρόνια τώρα, κρατική οικονομική αρωγή. Για να παράγουν ταινίες. Γιατί απέκτησαν αυτό το προνόμιο; Επειδή προάγουν τον πολιτισμό, επειδή δημιουργούν σημαντικά καλλιτεχνικά προϊόντα; Αποδεικνύεται αυτό; Και πώς; Με τις συμμετοχές στα ανά τον κόσμο Φεστιβάλ, ισχυρίζονται οι ίδιοι. Με τα βραβεία που φέρνουν στη χώρα. Πέραν του Γιώργου Λάνθιμου, οι ταινίες του οποίου (πια) δεν είναι ελληνικές, ποιος άλλος έφερε στη χώρα μας κάποιο σημαντικό βραβείο; Μάλλον κανένας! Κι όταν αναφέρομαι σε «σημαντικό» βραβείο εννοώ βραβείο ενός από τα τρία μεγάλα Φεστιβάλ Κινηματογράφου (Βενετίας, Βερολίνου, Καννών) ή Όσκαρ. Βραβείο από κάποιο μικρό Φεστιβάλ φέρνουν πολλοί, αλλά τι αξία έχουν αυτά τα βραβεία; Όλοι μας ξέρουμε πώς δίνονται τα βραβεία σε φεστιβαλικές διοργανώσεις, κι ας μην το ομολογούμε! Και το ότι η ΕΑΚ (μετά από εισήγηση του σημερινού ΔΣ της) αποφάσισε να εγγράφει ως μέλη της τους «προγραμματιστές των Φεστιβάλ», αποτελεί από μόνο του απόδειξη αυτού που λέμε… «διαπλοκή».
Διαβάζω στο «απάνθισμα» των όσων ειπώθηκαν στην ανοιχτή συζήτηση, το οποίο μας έστειλε εν είδη απολογισμού το ΔΣ της ΕΑΚ: «Η παραγωγός Μαρία Δρανδάκη επεσήμανε ότι το πρώτο κοινό μιας ταινίας είναι ο ίδιος ο παραγωγός, όταν διαβάζει το αρχικό σενάριο, θέτοντας το ερώτημα αν, ως θεατής, θα ενδιαφερόταν να την δει». Συμφωνώ και επαυξάνω! Ωστόσο, πόσες από τις ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν τα τελευταία χρόνια θέλει να δει ο θεατής; Αν τα εισιτήρια δίνουν την απάντηση, τότε σίγουρα υπάρχει πρόβλημα στην… κρίση των παραγωγών μας. Που, κατά τη γνώμη μου, γίνεται μεγαλύτερο στην περίπτωση του Διονύση Σαμιώτη – αν όχι του πιο επαγγελματία που διαθέτουμε, σίγουρα του πιο εμπορικού. Που, ωστόσο, δεν είναι πια παραγωγός με δική του εταιρεία, αλλά υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας παραγωγής και διανομής κινηματογραφικών ταινιών: της Tanweer Alliances.
Ναι, συμφωνώ απόλυτα με αυτό που είπε: προέχει «η διαμόρφωση μιας ταυτότητας, που θα επιτρέπει στο ελληνικό σινεμά να βγει με συνέπεια προς τα έξω». Πώς συμβαδίζει αυτό με την επιλογή παραγωγής της ταινίας «Ο Νόμος του Μέρφυ», όμως; Εάν «Ευτυχία» και «Υπάρχω» διαμορφώνουν την «ταυτότητα» μιας μουσικής μονογραφίας, πού κολλάει ο «Μέρφυ»; Είναι σινεμά είδους ή «προσωπική» δουλειά; Έχει ένα θέμα που αφορά τον Έλληνα θεατή; Αν ναι, πώς το πραγματεύεται; Μήπως, όταν ξεκινάς να γυρίσεις μία ταινία που φιλοδοξείς να γίνει εμπορική επιτυχία, η διάρκειά της παίζει σημαντικό ρόλο; Μήπως θα πρέπει να κινείται γύρω στα 100 λεπτά (και για λόγους κόστους παραγωγής και για λόγους αριθμού προβολών μέσα στην ημέρα στην αίθουσα); Το σενάριο του «Μέρφυ» θα έπρεπε να είχε περικοπεί κατά μισή ώρα πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Και θα έπρεπε να είχε ζητηθεί από τον σκηνοθέτη να μην γυρίζει πλάνα-σεκάνς, ώστε να είναι «διαχειρίσιμο» το υλικό στο μοντάζ. Και μην ισχυριστεί εδώ κάποιος ότι η ταινία είναι του σκηνοθέτη της όταν μιλάμε για εμπορική παραγωγή, για ταινία που γυρίζεται για να κόψει εισιτήρια. Σε μία τέτοια περίπτωση, αν ο σκηνοθέτης δεν είναι σε θέση να την διαχειριστεί, είναι… του παραγωγού!
Έπειτα, ο Άγγελος Φραντζής είχε υπογράψει μία μεγάλη επιτυχία (την «Ευτυχία») την ίδια χρονιά με μία (εμπορικά) παταγώδη αποτυχία (το «Ακίνητο Ποτάμι»). Μόνο που η πρώτη ήταν μία ταινία – παραγγελιά (της εταιρείας την οποία υπηρετεί ο Σαμιώτης), ενώ η δεύτερη ήταν μία ταινία δική του. Και ο ίδιος πιστεύει, όπως δήλωσε, ότι: «οι ταινίες δεν γίνονται ούτε για τους πολλούς, ούτε για τους λίγους, αλλά για τον καθένα προσωπικά». Μόνο που ο ίδιος δεν είναι κι ο… Ταρκόφσκι. Με τα μέτρα των ταμείων (συμπτωματικά και τα δικά μου), «Ο Νόμος του Μέρφυ» είναι η χειρότερη πρόσφατη δουλειά του και η «Ευτυχία» η καλύτερη. Φυσικά, δεν έχει καμία σημασία αν αρέσει ή δεν αρέσει σ’ εμένα η δουλειά ενός (ή του όποιου) σκηνοθέτη. Σημασία έχει ότι αυτές οι απόψεις περί «προσωπικού» σινεμά οδήγησαν το ευρύ κοινό στο να γυρίσει την πλάτη του στον ελληνικό κινηματογράφο. Χαντάκωσαν τον ελληνικό κινηματογράφο. Και, δυστυχώς, οι απόψεις αυτές εξακολουθούν να διατυπώνονται, εξακολουθούν να τον χαντακώνουν κι εμείς να κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε!
Όταν δεν σκέφτεσαι το κοινό, τότε κακώς κάνεις σινεμά. Δεν είσαι επαγγελματίας, είσαι ερασιτέχνης. Είσαι ψώνιο, ένας ασυνείδητος επηρμένος εγωιστής! Και τα ψώνια και τους ασυνείδητους, αν δεν τους λοιδορεί κανείς, σίγουρα δεν τους χρηματοδοτεί το Κράτος με δημόσιο (δηλαδή, δωρεάν) χρήμα. Ιδίως σε περιόδους που ο μέσος θεατής αντιμετωπίζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα λόγω της ακρίβειας και του υψηλού κόστους ζωής, γεγονός που έχει παραδεχθεί ακόμα και η ίδια η Κυβέρνηση. Τους αφήνει να τις κάνουν με δικά τους λεφτά ή με λεφτά από την ελεύθερη αγορά. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ανάγκη από ταινίες που θα δει ο κόσμος. Που θα ενδιαφέρουν τους θεατές, που θα πληρώσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου, θα μπουν στην αίθουσα, θα αφεθούν στη μαγεία των εικόνων και δεν θα δυσανασχετήσουν. Δεν θα εξοργισθούν που το υστέρημα τους χρησίμευσε ώστε να παραχθεί κάτι που τους άρεσε. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβουν και αυτοί που κάνουν ταινίες (παραγωγοί και σκηνοθέτες) και, πολύ περισσότερο, εκείνοι που τις ενισχύουν οικονομικά (ΕΡΤ και ΕΚΚΟΜΕΔ).