FreeCinema

Follow us
19.1012:00

Φεστιβάλ Λονδίνου: Με «Άσπρο Πάτο» τα βραβεία.


Το Φεστιβάλ Λονδίνου ολοκληρώθηκε την Κυριακή και παρά την μικρότερη (συγκριτικά με τις προηγούμενες 63 του χρονιές) κινηματογραφική του «σοδειά», προσέφερε ένα ευρύτερα ενδιαφέρον πρόγραμμα, με ορισμένες από τις ταινίες που θα συζητηθούν και θα κερδίσουν βραβεία στη συνέχεια της σεζόν.

Οι τελευταίες μέρες του Φεστιβάλ Λονδίνου επεφύλασσαν την παρουσία πολυαναμενόμενων ταινιών και διάσημων καλλιτεχνών, έστω και μόνο… ιντερνετικά. Από τον Τζορτζ Κλούνεϊ στην Έιβα Ντουβερνέ και τον Κρίστιαν Πέτσολντ στην Τίλντα Σουίντον και τον Ντέιβιντ Μπερν, οι θεατές είχαν την ευκαιρία ν’ απολαύσουν αποκλειστικές εισαγωγές σε πρεμιέρες, καθώς και συζητήσεις με καταξιωμένους stars του χώρου. Ο Μπερν μίλησε εκτεταμένα με αφορμή την προβολή του «David Byrnes American Utopia» (φωτό), τη μαγνητοσκοπημένη εκδοχή της παράστασής του στο Broadway λίγο πριν τον ερχομό του κορονοϊού, σκηνοθετημένη από τον Σπάικ Λι. Το φιλμ αποτελεί ταυτόχρονα μία ιδανική σύνοψη της καριέρας του ιδιόρρυθμου και ιδιοφυούς καλλιτέχνη, μία άκρως ψυχαγωγική μουσική παράσταση αλλά και έναν απόλυτα καίριο σχολιασμό της εποχής μας. Αλλά και η Τίλντα Σουίντον είχε την τιμητική της, και μάλιστα εις διπλούν, καθώς μίλησε για τις δύο ταινίες της που παρουσιάστηκαν στο φετινό Φεστιβάλ, γυρισμένες με διαφορά… 33 χρόνων μεταξύ τους. Από τη μία, το μισοξεχασμένο (και όχι ιδιαίτερα άδικα, να είμαστε ειλικρινείς) «Friendships Death» του Πίτερ Γουόλεν, όπου υποδύεται μια… εξωγήινη διπλωμάτη που βρίσκεται κατά λάθος στην Παλαιστίνη των αρχών του ‘70, στο φρεσκότατο «The Human Voice», το φιλμ μεσαίου μήκους που βασίζεται χαλαρά στον ομώνυμο θεατρικό μονόλογο του Ζαν Κοκτό και αποτελεί μόλις την πρώτη αγγλόφωνη σκηνοθετική δουλειά του Πέδρο Αλμοδόβαρ, που γυρίστηκε εν μέσω COVID-19. Αισθητικά, το εντυπωσιακό δίδυμο είναι αναπόφευκτα πρωτοκλασάτο, όπως και η ερμηνεία της Σουίντον, με την ηρωίδα της να παραπαίει ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την απελπισία, ωστόσο το σύνολο είναι τόσο υπερβολικά στιλιζαρισμένο που αφαιρεί αρκετά από το συναισθηματικό πάθος του πρωτότυπου θεατρικού μονολόγου του Κοκτό (κάπου εκεί έξω κυκλοφορεί μία πιστότερη και απείρως πιο μινιμαλιστική, τηλεοπτική εκδοχή από τα 1967, με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στον ρόλο, την οποία πραγματικά αξίζει να αναζητήσετε, μαζί με την κινηματογραφική Άννα Μανιάνι του «L’Amore», που σκηνοθέτησε ο Ρομπέρτο Ροσελίνι το 1948). Ο Στιβ ΜακΚουίν επανήλθε με το δεύτερο από τα πέντε μέρη του πιο πρόσφατου έργου του που ξεκίνησε με το «Mangrove», την ταινία έναρξης του Φεστιβάλ, και συνεχίστηκε με το «Lovers Rock», ένα φιλμ 68 μόλις λεπτών το οποίο αφηγείται το party μιας τζαμαϊκανής κοινότητας του Δυτικού Λονδίνου στις αρχές των ‘80s, κι έναν έρωτα που ξεκινά εκεί μεταξύ δύο νεαρών. Ο ΜακΚουίν αφήνει τη μουσική και τις καθημερινές συνήθειες της κοινότητας να μιλήσουν περισσότερο από περίτεχνους διαλόγους, και το αποτέλεσμα είναι μία μικρή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ταινία, γεμάτη τρυφερότητα, κατά καιρούς ωμή ειλικρίνεια και αυθεντική αγάπη προς το νοσταλγικό της θέμα.

Πάντως, ούτε οι διθυραμβικές κριτικές από πρότερες πρεμιέρες τους μας προετοίμασαν για δύο από τις πιο βαθιά συγκινητικές ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, με αμφότερες να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στις (χωρίς υπερβολή) συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών τους. Από τη μία, το εξαιρετικό υβρίδιο μυθοπλασίας – ντοκιμαντέρ «Nomadland», σε σενάριο και σκηνοθεσία της Κλόι Τζάο, με την Φράνσις ΜακΝτόρμαντ να δίνει ακόμη μία αψεγάδιαστη και γυμνά αυθεντική ερμηνεία ως Φερν, μια 60αρα χήρα που αποφασίζει να συμμετάσχει στο σύγχρονο και πέρα για πέρα αληθινό κίνημα μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων που, μετά την οικονομική καταστροφή του 2008, επιλέγουν τη νομαδική ζωή, δουλεύοντας εποχικά σε διάφορες εταιρείες, καθώς ταξιδεύουν σε διαφορετικές αμερικανικές Πολιτείες. Η μυθοπλαστική ηρωίδα της ΜακΝτόρμαντ ουσιαστικά λειτουργεί ως «μεσάζοντας» ανάμεσα στον θεατή και τους αληθινούς νομάδες που την περιστοιχίζουν, ακούγοντας τις ιστορίες τους με σεβασμό και κατανόηση, την ίδια στιγμή που πρέπει να παραμείνει στον δικό της, «ψεύτικο» χαρακτήρα. Ό,τι και να πούμε για την αφηγηματικά πρωτότυπη, μα τόσο ουσιαστικά ουμανιστική εμπειρία παρακολούθησης αυτής της ταινίας είναι λίγο. Η Τζάο, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Τζέσικα Μπρούντερ, σκηνοθετεί με μαεστρία και τρυφερότητα τόσο τους μη ηθοποιούς και την πολυβραβευμένη της πρωταγωνίστρια, όσο και το συχνά αφιλόξενο άγριο τοπίο της αμερικανικής Δύσης, δημιουργώντας μία από τις πιο εμβριθείς και ενσυναισθητικές ταινίες των τελευταίων ετών (τουλάχιστον).

Αλλά και η ταινία λήξης του Φεστιβάλ, το ρομαντικό δράμα «Ammonite» σε σενάριο και σκηνοθεσία Φράνσις Λι, αποτέλεσε άλλη μία έντονα συναισθηματική κινηματογραφική εμπειρία. Σε αυτό, η Κέιτ Γουίνσλετ υποδύεται την Μέρι Άνινγκ, μία γυναίκα που έζησε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα στο Λάιμ Ρίτζις της νότιας ακτής της Αγγλίας και έμεινε στην Ιστορία (αν και όχι με την αναγνώριση που της άξιζε) ως μία από τις σημαντικότερες συμβολές στην αναζήτηση, διατήρηση και συντήρηση απολιθωμάτων, καθώς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής της αναζητώντας και καταγράφοντας απολιθώματα στην βραχώδη ακτή του χωριού της. Η ερωτική ιστορία της ταινίας του Λι, όπου η κουρασμένη «γεροντοκόρη» Μέρι αναλαμβάνει τη φροντίδα μιας νεαρής αριστοκράτισσας (Σίρσα Ρόναν) που πάσχει από βαθιά κατάθλιψη και καταλήγουν να ερωτεύονται παθιασμένα, είναι μυθοπλαστική. Ωστόσο, η θεματική της προσπάθειας εκμετάλλευσης και «εξάλειψης» των γυναικών από τα βιβλία της Ιστορίας γίνεται επιτυχημένα προφανής, την ίδια στιγμή που το βασικό story των δύο γυναικών μας προσφέρει μία από τις πιο παθιασμένες, συναισθηματικές και πειστικές ιστορίες καταδικασμένης αγάπης που έχουμε δει τελευταία, ιδιαίτερα όταν οι ερμηνείες των πρωταγωνιστριών (και ειδικά της Γουίνσλετ) φτάνουν σε σχεδόν ασύλληπτα επίπεδα ποιότητας.

Κατά τα λοιπά, την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ ανακοινώθηκαν και τα βραβεία του, αυτή τη φορά αποκλειστικά ψηφισμένα από το κοινό, με δύο από τις πιο αγαπημένες μας ταινίες (όπως είχαμε αναφέρει και στην προηγούμενη ανταπόκριση), το «Druk»«Άσπρο Πάτο», όπως θα το δούμε στους ελληνικούς κινηματογράφους) του Τόμας Βίντερμπεργκ και το «The Painter and the Thief» του Μπέντζαμιν Ρι, να είναι οι (σαφώς επάξιοι) νικητές στις κατηγορίες της καλύτερης ταινίας και του ντοκιμαντέρ, αντίστοιχα.