FreeCinema

Follow us
14.1021:00

Φεστιβάλ Λονδίνου: Σινεμά στα χρόνια του COVID-19.


Το έμπειρο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λονδίνου άνοιξε τις πύλες του στις 7 Οκτωβρίου, σχεδόν πλειοψηφικά online, με μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό ταινιών να παίζει στις λιγοστές κινηματογραφικές αίθουσες οι οποίες παραμένουν ανοιχτές στην πρωτεύουσα και σε κάποιες άλλες επιλεγμένες πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας.

Τα κόκκινα χαλιά, οι ορδές και οι ουρές δημοσιογράφων, φωτογράφων και κοινού, όσο και οι διάσημοι ηθοποιοί και δημιουργοί, λάμπουν μελαγχολικά διά της απουσίας τους φέτος, στην πιο περίεργη χρονιά των 64 ετών του Φεστιβάλ Λονδίνου, οι διοργανωτές τού οποίου αποφάσισαν κάπως γενναία να λάβει χώρα παρά τη διαρκή σκιά και συνεχιζόμενη απειλή του κορονοϊού, επιλέγοντας να διεξαχθεί κατά βάση online, με κάποιες «μεγάλες» εξαιρέσεις που παίζουν σε επιλεγμένες αίθουσες του BFI, λιγοστά ανεξάρτητα σινεμά και ακόμη λιγότερες αίθουσες multiplex που παραμένουν ανοιχτές σε ορισμένες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας. Έως τώρα, η μοναδική προβολή με τον αχνό αέρα επίσημης πρεμιέρας ήταν η ταινία έναρξης του φεστιβάλ, το δυνατό «Mangrove» του Στιβ ΜακΚουίν, ο οποίος παραβρέθηκε εκεί, μαζί με το πρωταγωνιστικό καστ (φωτό).

Το φεστιβαλικό κοινό (κάποιο τμήμα του σε αίθουσες, κάποιο άλλο στην ιστοσελίδα του BFI iPlayer) είχε επίσης την ευκαιρία να παρακολουθήσει την καινούργια ταινία της Μιράντα Τζουλάι, «Kajillionaire», με το ιδιοσυγκρασιακό στυλ της δημιουργού της αλλά και μια συναισθηματική ανισότητα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους της, που ενδέχεται να ξενίσει ακόμα και τους μεγάλους της θαυμαστές (η υπογράφουσα δεν συγκαταλέγεται σε αυτή την κατηγορία), ωστόσο με αξιομνημόνευτες ερμηνείες από το ολιγομελές καστ. Το ιδιόρρυθμο βρετανικό δράμα «Mogul Mowgli», σε σενάριο και με πρωταγωνιστή τον γνωστό ηθοποιό και rapper Ριζ Άχμεντ, προκάλεσε αίσθηση και χτύπησε νεύρο σε σχέση με τα πολιτιστικά και πολιτισμικά διλήμματα των νεότερων γενεών μεταναστών, ενώ το αισθηματικό δράμα «Supernova» (φωτό), χωρίς να εντυπωσιάσει, κατάφερε να συγκινήσει, κυρίως χάρη στις δύο ευαίσθητες, ανθρώπινες ερμηνείες του κεντρικού ζευγαριού, Στάνλεϊ Τούτσι και Κόλιν Φερθ. Αξιομνημόνευτη, κυρίως για την κεντρική ερμηνεία της Ελίζαμπεθ Μος και τον μυστηριώδη αφηγηματικό τόνο μιας φανταστικής εκδοχής της ζωής της συγγραφέως του φανταστικού Σίρλεϊ Τζάκσον, ήταν και η «Shirley», σε σκηνοθεσία Τζόζεφιν Ντέκερ, ενώ το πολυαναμενόμενο «One Night in Miami» της ηθοποιού Ρετζίνα Κινγκ έκλεψε καρδιές και εντυπώσεις. Πρεμιέρα έκανε και το επίσης πολυαναμενόμενο «Soul» των Disney / Pixar, το οποίο είχαμε κάθε πρόθεση να δούμε, ωστόσο δεν έτυχε δημοσιογραφικής προβολής και έπαιξε σε λιγοστές sold-out προβολές για μερικούς τυχερούς που κατάφεραν να το δουν σε μεγάλη οθόνη, την ώρα που το studio ανακοίνωνε πως θα τo διανείμει σχεδόν αποκλειστικά μέσω του Disney+ την περίοδο των Χριστουγέννων…

Παρά τον δραματικά περιορισμένο αριθμό ταινιών του φετινού φεστιβάλ (μόλις 55 μεγάλου μήκους, συγκριτικά με έναν μέσο όρο σχεδόν 180 φιλμ σε μια κανονική χρονιά), αρκετοί γνωστοί δημιουργοί έκαναν την παρουσία τους αισθητή, αν και με ανάμεικτα αποτελέσματα. Ο Λαβ Ντίαζ άρεσε (μα δεν ξετρέλανε…) με ένα (ξανά!) μακροσκελές σε διάρκεια κινηματογραφικό έπος, το «Lahi, Hayop», μια (και πάλι!) παραβολική ταινία για την ανθρώπινη φύση που στα 150 λεπτά μπορεί να μοιάζει και με…μικρού μήκους φιλμ σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του, ωστόσο κουράζει όταν κάπου στα μισά μοιάζει να χάνει τον δρόμο του. Ο Γερμανός βετεράνος Κρίστιαν Πέτσολντ γοήτευσε με την αναπάντεχα αλλόκοτη ερωτική ιστορία τού κατά τα άλλα υπέροχα ρομαντικού «Undine» (φωτό), με την Πάουλα Μπέερ στον ομώνυμο ρόλο να δίνει μια πολυεπίπεδα επιτυχημένη ερμηνεία. Κι ενώ ο λατρεμένος Χιροκάζου Κόρε-Έντα έφερε σαν preview το πρώτο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς που γύρισε πέρσι, «Arimura Kasumi no Satsukyu», και μας άνοιξε και πάλι την όρεξη με τη βαθιά ανθρώπινη, τρυφερή του ματιά, τόσο η υπογράφουσα όσο και η πλειοψηφία του κοινού που είχε την… ατυχία να την παρακολουθήσει, έφριξε με την πιο πρόσφατη ταινία τού Έιμπελ Φεράρα, «Siberia», έναν ανεκδιήγητο, κακόγουστο, χαοτικό εφιάλτη (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με επίκεντρο τον Γουίλεμ Νταφόου να μεταπηδά από την πραγματικότητα του αφιλόξενου φυσικού περιβάλλοντος σε συμβολικές φαντασιώσεις και σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε ένα ξιπασμένο, ψευτο-σινεφιλικό τερατούργημα, με τα κόκκαλα του Ταρκόφσκι και του Παζολίνι να τρίζουν κάθε φορά που γίνεται συγκριτική αναφορά του ονόματός τους.

Η εμπιστοσύνη μας στο φεστιβάλ επανήλθε πλήρως με την τελευταία ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ, το εξαιρετικό δράμα «Druk», για μια παρέα μεσήλικων καθηγητών που αποφασίζουν να βάλουν σε δοκιμασία μια θεωρία η οποία υποστηρίζει πως το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται ένα μικρό ποσοστό αλκοόλ κατά τη διάρκεια της μέρας ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει ιδανικά. Μια εξαιρετική, γλυκόπικρη σπουδή για τη μέση ηλικία, τις απογοητεύσεις και τις μετανοήσεις που φέρνει, το δίκοπο μαχαίρι του αλκοόλ και το νόημα της αληθινής ευτυχίας ακόμα και στην πιο μουντή καθημερινότητα, αποτελεί μία από τις καλύτερες (αν όχι την καλύτερη) ταινίες της φιλμογραφίας τού Δανού σκηνοθέτη, με μια ερμηνεία από τον βασικό της πρωταγωνιστή, Μαντς Μίκελσεν, που σίγουρα θ’ αποτελούσε μαγνήτη των μεγάλων βραβείων εάν ήταν αγγλόφωνη.

Από τις λοιπές, δύο ταινίες που ξεχωρίσαμε και αγαπήσαμε ήταν το ντοκιμαντέρ που σάρωσε (και τόσο επάξια) τα βραβεία του φετινού Sundance, το νορβηγικό «The Painter and the Thief» του Μπέντζαμιν Ρι, με θέμα την αναπάντεχη φιλία μεταξύ μιας ζωγράφου και του ανθρώπου που έκλεψε δύο από τους πίνακές της, και το animated «Wolfwalkers» (φωτό), το τελευταίο και ίσως τελειότερο κομμάτι από την ήδη λατρεμένη σειρά φιλμ που βασίζονται σε μεσαιωνικές ιρλανδικές παραδόσεις, ακολουθώντας τα «The Secret of Kells» (2009) και «Song of the Sea» (2014), αμφότερα υποψήφια για Όσκαρ ταινίας μεγάλου μήκους στην κατηγορία τους. Το FREE CINEMA εξασφάλισε συνεντεύξεις από τους δημιουργούς και του ντοκιμαντέρ και του animation, για…όταν έρθει η ώρα τους!

Το 64ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λονδίνου θα ολοκληρωθεί την ερχόμενη Κυριακή, 18 Οκτωβρίου.