Νίκος Φώσκολος: Ένας μάστορας του σινεμά που δεν πρέπει να ξεχνάμε.
30 Οκτωβρίου του 2013. Σαν σήμερα πέθανε ο Νίκος Φώσκολος. Ένα όνομα επικό για τον ελληνικό κινηματογράφο (και όχι μόνο), που οι νεότερες γενιές μάλλον έχουν απαξιώσει (άδικα). «Είμαι… απαίσιος! Τελειομανής, αγχωτικός, πιεστικός, εκνευριστικός, και το μόνο μου άλλοθι είναι ότι πιο πολύ απ’ όλους βασανίζω τον εαυτό μου», είχε πει για τον εαυτό του. Ο Δημήτρης Κολιοδήμος θυμάται τον μάστορα που υπήρξε, σε κάθε τομέα της Τέχνης του θεάματος που υπηρέτησε.
Με το όνομα Νίκος Φώσκολος ήρθα σε επαφή πριν από πολλά χρόνια. Πριν από δεκαετίες. Πάνω από πέντε, σχεδόν έξι! Στα μέσα του ‘60, όταν ο ίδιος ήταν ήδη ένας άνθρωπος καταξιωμένος στον χώρο του θεάματος – ακροάματος κι εγώ ήμουν ακόμη ένας απλός μαθητής του Γυμνασίου, που όμως αγαπούσε τρελά τον κινηματογράφο. Τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση, ούτε αυτό που σήμερα ονομάζουμε home cinema, κι εγώ δεν μπορούσα να δω μία ταινία του. Δεν θυμάμαι αν ήταν η «Βρώμικη Πόλις», «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» ή «Οι Αδίστακτοι». Δεν θυμάμαι αν ήταν ο σεναριογράφος της ή αν είχε και την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Μάλλον η δεύτερη ήταν, όπου εκείνος είχε και τις δύο ιδιότητες. Εγώ, όμως, ήμουν μικρός, η ταινία ήταν ακατάλληλη και… δεν με άφηναν να κόψω εισιτήριο και να μπω στην αίθουσα να την δω. Προς μεγάλη μου στεναχώρια…
Τον άνθρωπο Νίκο Φώσκολο τον γνώρισα είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα. Τη χρυσή δεκαετία του ‘80, όταν το video ανταγωνιζόταν φανερά τον κινηματογράφο κι εκείνος, πάντα ως άνθρωπος του θεάματος – ακροάματος, αλλά και ως σωστός επαγγελματίας που αγαπούσε τη δουλειά του και ζούσε απ’ αυτήν, έγραφε σενάρια και σκηνοθετούσε ταινίες που ο θεατής μπορούσε να τις παρακολουθήσει μόνο στο σπίτι του. Όχι στη μεγάλη, πανοραμική οθόνη ενός κινηματογράφου, αλλά στη μικρή, ελαφρώς κυρτή μιας τηλεόρασης, στο σαλόνι του κατά πάσα πιθανότητα, καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα, σε ώρα που εκείνος θα είχε επιλέξει, με την άνεση που του επέτρεπε ο προσωπικός του χώρος. Ένα από τα έργα αυτά αφορούσε στον «Άγνωστο Πόλεμο» (φωτό), μία παλαιότερη τηλεοπτική του επιτυχία, ένα άλλο στη «Γυναίκα της Πρώτης Σελίδας», μία μελλοντική επιτυχία στο νέο μέσο, το video, στο οποίο ο Νίκος Φώσκολος μετέφερε ατόφιο αυτό που στην τηλεόραση λεγόταν «mini series».
Και τον ξανασυνάντησα κάπου μία δεκαετία μετά, στον ΑΝΤ1. Εκείνος ήταν ένα από τα δυνατά χαρτιά του σταθμού, ο δημιουργός της «Λάμψης», που από την αρχή οραματιζόταν ως καθημερινή σειρά, είχε επιβάλλει το όραμά του στον Μίνωα Κυριακού κι εγώ ήμουν ένα από τα νεαρά στελέχη του καναλιού, υπεύθυνος για το ξένο πρόγραμμά του, που μπορεί να μην ήταν τόσο πλούσιο και δημοφιλές όσο το ελληνικό, ήταν όμως προσεκτικά επιλεγμένο…
Δεν είμαι βέβαιος για τι ακριβώς θυμούνται σήμερα οι θεατές τον Νίκο Φώσκολο, μια δεκαετία μετά την αναχώρησή του από τη ζωή. Οι παλαιότεροι, είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν ξεχάσει τον «Άγνωστο Πόλεμο», ένα δραματικό πολεμικό κατασκοπικό σίριαλ, τεράστια επιτυχία της τότε ΥΕΝΕΔ, που κατέχει ένα σπάνιο ρεκόρ θεαματικότητας, το οποίο ίσως ξενίζει λιγότερο αν θυμηθούμε ότι η χώρα μας διέθετε την εποχή εκείνη μόλις δύο τηλεοπτικούς σταθμούς, που ο ένας ανήκε στο δημόσιο και ο άλλος στις… Ένοπλες Δυνάμεις! Οι νεότεροι, είμαι επίσης σίγουρος ότι θυμούνται ακόμη τη «Λάμψη», ένα καθημερινό δραματικό σίριαλ, μεγάλη επιτυχία του ΑΝΤ1, το οποίο κατέχει κι αυτό ένα άλλο σπάνιο ρεκόρ: είναι η ελληνική σειρά με τα περισσότερα επεισόδια: 3.457 (έναντι των… μόλις 206 του «Αγνώστου Πολέμου»)!
Πολύ περισσότεροι, ωστόσο, είναι αυτοί που γνώρισαν τον Νίκο Φώσκολο μέσα από τον κινηματογράφο. Ως σεναριογράφο στην αρχή, της «Κρυστάλλως», το 1959, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη, ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη στη συνέχεια, από το 1967, με την ταινία «Οι Σφαίρες δεν Γυρίζουν Πίσω» (φωτό). Με τη διπλή αυτή ιδιότητα γύρισε το 1970 την ταινία «Υπολοχαγός Νατάσσα», με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, που είναι η εμπορικότερη ταινία του κινηματογράφου μας μέχρι σήμερα. Ναι, καλά ακούσατε. Μέχρι σήμερα! Μη σας ξεγελούν τα επισήμως καταγεγραμμένα 751.117 εισιτήριά της. Αφορούν μόνο την ευρύτερη περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και προαστείων. Μία αναγωγή τους στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, θα τα πολλαπλασιάσει μ’ έναν συντελεστή 3 έως 5, που ήταν το μέτρο για την εποχή εκείνη, όπου ο κινηματογράφος αποτελούσε την πιο διαδεδομένη (και φτηνή) μορφή οικογενειακής διασκέδασης στη χώρα μας. Δηλαδή, πάνω από 2.000.000 εισιτήρια! Μισό εκατομμύριο περισσότερα (στη δυσμενέστερη για την ταινία περίπτωση) από τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της τελευταίας 25ετίας, τα εισιτήρια της οποίας αναφέρονται πια στο σύνολο της επικράτειας.
Για την Ιστορία, οφείλω εδώ να σημειώσω δύο πράγματα: α) Αν και ο Νίκος Φώσκολος έγραψε δραματικές ιστορίες (κοινωνικές, αστυνομικές, πολεμικές, κατασκοπείας), το πρώτο του σενάριο για τον κινηματογράφο ήταν… κωμωδία. Την ταινία «Τζιπ, Περίπτερο κι Αγάπη», του 1957, όμως, την οποία έχει σκηνοθετήσει η Μαρία Πλυτά, την υπόγραψε με ψευδώνυμο. Ως Κώστας Μαίανδρος! Ένα ψευδώνυμο που θα χρησιμοποιήσει δύο ακόμη φορές, για δικούς του λόγους. Και β) στη σκηνοθεσία πέρασε με προτροπή του Φιλοποίμενος Φίνου (μετά την άρνηση του Βασίλη Γεωργιάδη να σκηνοθετήσει την ταινία «Οι Σφαίρες δεν Γυρίζουν Πίσω», ένα από τα ελάχιστα ελληνικά γουέστερν) και συνέχισε με το «Αγάπη και Αίμα» (φωτό), ένα ακόμη ελληνικό γουέστερν, μεταφορά ενός αλά «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» μύθου στην ορεινή Ελλάδα!
Για την Ιστορία, πάντα, πρέπει να αναφέρω ότι ο Νίκος Φώσκολος είχε κι άλλες ιδιότητες. Δημοσιογράφος, κατ’ αρχάς. Σε ημερήσια εφημερίδα, με ροπή προς το καλλιτεχνικό reportage και εξειδίκευση στην κινηματογραφική κριτική. Και, σε αντίθεση με νεόκοπους όπως κι αυτός κριτικούς της εποχής, δεν στηλίτευε αφ’ υψηλού τις ελληνικές ταινίες και τους δημιουργούς τους, αλλά και δεν παρέλειπε να καυτηριάζει άλλα «κακώς κείμενα», όπως για παράδειγμα το γύρισμα ελληνικών ταινιών εκτός της χώρας, σε studios της αλλοδαπής. Της Αιγύπτου, εν προκειμένω…
Συγγραφέας, κατά δεύτερο λόγο. Αστυνομικών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων, κυρίως. Ορισμένα από τα οποία γράφτηκαν πρώτα για το ραδιόφωνο και πέρασαν μετά στο χαρτί. Όπως οι «Αστυνομικές Ιστορίες του Νίκου Φώσκολου», πρώτο δικό του ραδιοφωνικό σίριαλ, ένα από τα πρώτα του είδους τους για την Ελλάδα, επίσης μεγάλη επιτυχία της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε διανύαμε τα δύσκολα χρόνια της μετα-εμφυλιακής εποχής και, μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης υφίστατο περιορισμούς, το ραδιόφωνο ήταν το μόνο μέσο που έμπαινε ελεύθερα μέσα στο σπίτι μας, χωρίς κάποιο οικονομικό τίμημα. Στο θέατρο και τον κινηματογράφο έπρεπε να καταβάλλεις το αντίτιμο ενός εισιτηρίου. Σε αντίθεση με αυτά, βέβαια, το ραδιόφωνο (όπως και η τηλεόραση, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά) τελούσε υπό την εποπτεία και/ή τον απόλυτο έλεγχο του Κράτους. Στα άλλα δύο μέσα, υπήρχε ο ισχυρός μηχανισμός της λογοκρισίας…
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου «ειδικό» στο έργο του Νίκου Φώσκολου. Το γνωρίζω ως τέτοιο, αλλά δεν έχω εμβαθύνει σ’ αυτό. Πριν ολοκληρώσω τη σύντομη αυτή τοποθέτησή μου, όμως, οφείλω να αναρωτηθώ: Τι είναι αυτό που τον έκανε αγαπητό στο κοινό; Γιατί άκουγε τις ραδιοφωνικές του εκπομπές; Γιατί πήγαινε στις κινηματογραφικές του ταινίες ή γιατί παρακολουθούσε τις τηλεοπτικές του σειρές και σίριαλ; Η απάντηση είναι μία και μοναδική. Διότι τα έργα του ήταν κατανοητά και διότι ο ίδιος ήταν μάστορας του λόγου και της αφήγησης. Ήξερε τι είναι αυτό που κάνει μία ιστορία ελκυστική. Ήξερε τι πρέπει να είναι οι ήρωές του για να γοητεύουν. Ήξερε για ποιους γράφει, σε ποιους απευθύνεται και τι ακριβώς θέλει να τους πει. Έκανε αφηγηματικό κινηματογράφο. Απλό και καταληπτό. Για τους πολλούς, όχι για τους λίγους. Για το ευρύ κοινό, όχι για τους φίλους του. Για να ιδωθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες, όχι στα Φεστιβάλ κινηματογράφου. Για να κόψει εισιτήρια, όχι για να πάρει βραβεία. Παρόλο που σενάριό του είχε φτάσει και μέχρι τα Όσκαρ, έχοντας περάσει προηγουμένως η ταινία από το Κάρλοβι Βάρι. Στο «Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» (φωτό), αναφέρομαι.
Ο μυθοπλαστικός κόσμος του Νίκου Φώσκολου ήταν απτός και συγκεκριμένος. Δεν έγραφε για να… εκφραστεί, όπως ισχυρίζονται ότι κάνουν πολλοί σημερινοί συνάδελφοί του στη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη. Έγραφε γιατί ήθελε να συνομιλήσει με τους θεατές, τους οποίους δεν περιφρονούσε ποτέ, αλλά ούτε και τους υποτιμούσε. Οι ιστορίες του ήταν απλές. Με ή χωρίς πομπώδεις διαλόγους, με ή χωρίς υπερβολές, με ή χωρίς ηθικολογική διάθεση, κάθε δουλειά του πατούσε σε γνωστά εδάφη. Ο λόγος του ήταν πάντα δραματικά φορτισμένος, κατά στιγμές καταγγελτικός, και η δράση του ήταν σωστά ενορχηστρωμένη, ώστε να επιβάλει έναν ρυθμό γρήγορο και σφιχτό που οδηγούσε στην κορύφωση, με την τελική αναμέτρηση. Όσο για τους χαρακτήρες του, ήταν πάντα ενδιαφέροντες. Αστυνομικοί, βίαιες μορφές του υποκόσμου ή απλοί άνθρωποι, που οι περιστάσεις έσπρωχναν σε ακραίες συμπεριφορές, φέρνοντάς τους ακόμα κι αντιμέτωπους με άλλα μέλη της οικογένειάς τους, ήταν πάντα εκεί, μπροστά μας, για να πράξουν το καλό ή το κακό και να δεχτούν την επιδοκιμασία μας ή την κατακραυγή μας.
Ναι, τα σενάρια του Νίκου Φώσκολου, λιτά και κομψά σκηνοθετημένα από τον ίδιο ή από άλλους, ακόμα κι αν η δουλειά τους ήταν αδέξια και σχετικά κακότεχνη, ήταν ιστορίες βίας, προδοσίας και έντονων παθών. Όπως είναι και η ίδια η ζωή, από την οποία αντλούσε την έμπνευσή του. Και ο ίδιος ήταν ένας από εκείνους τους εκλεκτούς μαστόρους που έδωσαν μοναδικές επιτυχίες, πρωτίστως στον ελληνικό κινηματογράφο, στη συνέχεια και στην ελληνική τηλεόραση, πολλές από τις οποίες άντεξαν και αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου.