FreeCinema

Follow us

ΤΖΟΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ: MASTER OF TERROR.

«Στη Γαλλία είμαι δημιουργός, στη Γερμανία κινηματογραφιστής, στη Βρετανία σκηνοθέτης είδους και στις ΗΠΑ χαραμοφάης». Με αυτά τα λόγια ο Τζον Κάρπεντερ έχει περιγράψει την επαγγελματική του πορεία ως σκηνοθέτη, σεναριογράφου και συνθέτη, υπονοώντας με το μαύρο χιούμορ που συνοδεύει τον ίδιο και τις ταινίες του ότι η δουλειά του είναι περισσότερο αποδεκτή στην Ευρώπη απ’ ότι στην πατρίδα του, είτε από τους θεατές είτε από τους εργοδότες του.

Η αλήθεια είναι ότι ο Κάρπεντερ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Από τη μία αντάρτης, ερχόταν σε ρήξη πολλές φορές με τους παραγωγούς τού Χόλιγουντ για καλλιτεχνικά ζητήματα ή για τις απότομες περικοπές προϋπολογισμού της τελευταίας στιγμής, που τίναζαν τα πλάνα του στον αέρα. Από την άλλη, ικανός και αποτελεσματικός εργάτης, που παρέδιδε την ταινία του στην ώρα του χωρίς να υπερβαίνει τον προϋπολογισμό. Οι περισσότερες ταινίες του δεν έκαναν μεγάλη εμπορική επιτυχία όταν προβάλλονταν στους κινηματογράφους και αρκετές φορές οι γνώμες ήταν διχασμένες, είτε στις τάξεις του κοινού είτε σ’ εκείνες των κριτικών. Το είδος των ταινιών που σκηνοθετεί, ως επί το πλείστον τρόμου και επιστημονικής φαντασίας, θεωρείτο για πάρα πολλά χρόνια μη mainstream. Αν και ήθελε να απευθύνεται στο μεγάλο κοινό, δεν το χάιδευε. Σκοτεινές, περίεργες, απαισιόδοξες, οι περισσότερες ταινίες του, κόντρα στη γενική καταναλωτική ευδαιμονία τού Ρέιγκαν και της γυαλισμένης εικόνας του αμερικάνικου ονείρου της δεκαετίας τού 1980, με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν έτυχαν της προσοχής που τους άξιζε. Ο ίδιος ήθελε να δουλεύει στο Χόλιγουντ για να μπορεί να έχει τα μέσα που απαιτούνταν για να πραγματοποιεί τις ταινίες του όπως τις οραματιζόταν. Οι δουλειές του, σχεδόν πάντα, καταπληκτικά φωτογραφισμένες, με μινιμαλιστικό στιλιζάρισμα, με άψογη κίνηση της κάμερας σε travelling ή με Steadicam, με αργούς ρυθμούς έτσι ώστε να δημιουργεί την απαιτούμενη ατμόσφαιρα, και με μπόλικο αίμα και gore, όσο του επέτρεπαν οι εκάστοτε υπηρεσίες λογοκρισίας. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτές παίζει η μουσική, που τις περισσότερες φορές έγραψε ο ίδιος σε synthesizer, χρησιμοποιώντας τη σαν βασικό εργαλείο για να χτίσει ατμόσφαιρα και σασπένς.

HALLOWEEN FILMING

Αν και «Η Νύχτα με τις Μάσκες», που σκηνοθέτησε το 1978 (φωτό), έσκασε σαν οβίδα στα κινηματογραφικά πράγματα, δημιουργώντας παράλληλα με άλλους ομοεθνείς συναδέλφους του (Σαμ Ρέιμι, Γουές Κρέιβεν, Τζον Λάντις, Τόμπι Χούπερ – και τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ από τον Καναδά) ένα ισχυρό ρεύμα δημιουργών που επανέφερε το σινεμά τρόμου και φαντασίας στον φιλμικό χάρτη των ΗΠΑ, το είδος δεν έπαψε να βρίσκεται στις παρυφές τού mainstream και να μην είναι για όλα τα γούστα. Το παράδοξο της όλης υπόθεσης είναι πως η δημοφιλία των ταινιών τού Κάρπεντερ οφείλεται στο μέσο που υποτίθεται ότι συρρίκνωσε το σινεμά. Οι τηλεοπτικές επαναπροβολές, η VHS και αργότερα το DVD έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία, ιδιαίτερα στις ταινίες του που είχαν περιορισμένη διανομή ή σύντομη προβολή στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και παρουσίασαν τη δουλειά τού σκηνοθέτη στις νέες γενιές. Ο Κάρπεντερ απέκτησε ένα πιστό φανατικό κοινό και οι ταινίες του έγιναν cult, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κριτικοί που τις είχαν κατακρεουργήσει άρχισαν να αναθεωρούν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του «Η Απειλή». Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Ο Τζον Χάουαρντ Κάρπεντερ γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1948 στη Νέα Υόρκη. Μεγάλωσε στο Κεντάκι, όπου η οικογένειά του μετακόμισε το 1953, και από πιτσιρικάς έβλεπε πολύ σινεμά ενώ παράλληλα γυρνούσε τις πρώτες του ερασιτεχνικές ταινίες σε super 8. Φυσιολογική η κατάληξη στη Σχολή Κινηματογραφικών Τεχνών του Πανεπιστημίου Βόρειας Καρολίνας στο Λος Άντζελες. Εκεί ένας φοιτητής στο Τμήμα Παραγωγής μάζεψε συμφοιτητές του για να γυρίσουν μια ταινία μικρού μήκους ως εργασία για τη σχολή. Ο Κάρπεντερ συνέγραψε το σενάριο, έκανε το μοντάζ και έγραψε τη μουσική. To «The Resurrection of Bronco Billy» (1970) έχει να κάνει με τη μέρα ενός νεαρού κολλημένου με την εποχή των καουμπόιδων. Ένα συμπαθητικό geek movie που κατάφερε να κερδίσει Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους αλλά και να βρει κινηματογραφική διανομή.

DARK STAR

Όντας ακόμα στη σχολή, ο Κάρπεντερ γνωρίζεται με τον Νταν Ο’Μπάνον και οι δύο φοιτητές γράφουν παρέα το σενάριο που θα αποτελέσει την πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια. Το «Dark Star» (1974) είναι μία σάτιρα των ταινιών επιστημονικής φαντασίας όπου παρακολουθούμε μια ημέρα από τη ζωή μιας ομάδας αστροναυτών παρατημένων στο διάστημα, με την αποστολή να ανατινάζουν επιβλαβείς αστεροειδείς για κατοικήσιμους πλανήτες. Το μικρό budget φαίνεται αλλά οι δημιουργοί κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μας υποχρεώσουν να το ξεχάσουμε. Το ένα επεισόδιο διαδέχεται το άλλο λίγο άγαρμπα, όμως η χαλαρή χιουμοριστική ατμόσφαιρα της ταινίας σε κερδίζει παρά τα όποια προβλήματα στη σεναριακή της δομή. Κι αυτό γιατί το φιλμ είναι όμορφα φωτογραφισμένο, με ευρηματική τοποθέτηση της κάμερας στον περιορισμένο χώρο του διαστημοπλοίου, βόμβες που μιλάνε και… άτακτους εξωγήινους, δημιουργημένους από τα χειροποίητα εφέ τού Ο’Μπάνον, ο οποίος ανέλαβε επίσης το μοντάζ και έναν από τους βασικούς ρόλους .Η ατμοσφαιρική μινιμαλιστική μουσική, γραμμένη σε synthesizer από τον Κάρπεντερ, αποτελεί προπομπό της μετέπειτα σαουντρακικής δουλειάς του. Η ταινία ξεκίνησε ως 60λεπτη φοιτητική εργασία και κατέληξε να έχει μικρή κινηματογραφική διανομή, αφού με πολύ κόπο γυρίστηκαν extra σκηνές για να αποκτήσει την απαιτούμενη διάρκεια. Ο Νταν Ο’Μπάνον έκανε αξιοσημείωτη καριέρα ως σεναριογράφος και υπεύθυνος εφέ («Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ και «Ολική Επαναφορά» του Πολ Βερχούβεν, μεταξύ άλλων), ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε και την cult κωμωδία τρόμου «Τα Ζόμπι δεν είναι Χορτοφάγα».

Assault on Precinct 13 (1976)

Το σενάριο του «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» (1976) ξεκίνησε ως γουέστερν εμπνευσμένο από το «Rio Bravo» (1959) του Χάουαρντ Χοκς, ενός σκηνοθέτη του κλασικού Χόλιγουντ του οποίου ο Κάρπεντερ ήταν μεγάλος fan. Όταν, όμως, βρήκε παραγωγό, που ναι μεν του έδινε final cut στην ταινία αλλά μικρό budget, αναγκάστηκε να το εκσυγχρονίσει. Με τη δεύτερή του μόλις δουλειά, ο Κάρπεντερ δείχνει ένα εντυπωσιακό δείγμα των δυνατοτήτων του. Ταινία πολιορκίας στην ουσία, διαδραματίζεται σε ένα αστυνομικό Τμήμα την τελευταία μέρα λειτουργίας του. Ένα τραγικό γεγονός θα οδηγήσει τις συμμορίες τις περιοχής να ενωθούν και να επιτεθούν στο ολιγομελές προσωπικό (συν δύο βαρυποινίτες), που έχει εγκλωβιστεί εκεί, περιμένοντας μάταια βοήθεια και προσπαθώντας με πενιχρά μέσα να υπερασπιστεί τη ζωή του. Εδώ ο Κάρπεντερ ως άνθρωπος – ορχήστρα δίνει ρεσιτάλ. Πέρα από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, αναλαμβάνει το μοντάζ και τη μουσική. Η ταινία αποτελεί μάθημα κινηματογραφικής αφήγησης, μας εγκλωβίζει στο αστυνομικό Τμήμα όπου παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα από την πλευρά των πολιορκημένων. Ο ρυθμός της, που βραδυφλεγής μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες και να βιώσουμε την αγωνία τους, διακόπτεται από τις έντονες και εκτεταμένες σκηνές βίαιης επίθεσης, αριστουργηματικά μονταρισμένες. Οι συμμορίτες σκιαγραφούνται αιρετικά: κόντρα στους εκάστοτε φασαριόζους κακούς των ταινιών δράσης, εδώ παραμένουν αμίλητοι, κινούνται με αργές κινήσεις σα ζόμπι. Ο Κάρπεντερ τούς δίνει μια απόκοσμη, μη ανθρώπινη διάσταση. Υπόδειγμα περιπέτειας, το «Σταθμός 13» θεωρείται σήμερα από τις επιδραστικότερες του είδους.

Someone’s Watching Me!

To 1978 είναι μια χρονιά στην οποία το όνομα του Κάρπεντερ θα περιλαμβάνεται στα credits τεσσέρων ταινιών, δύο από αυτές τηλεοπτικές. Η δραματική κομεντί παραλίας (!) «Zuma Beach» (όπου συνυπέγραψε το σενάριο) και το «Someone’s Watching Me!» (φωτό). Στο δεύτερο ξεκίνησε σα σεναριογράφος αλλά τελικά το κανάλι που το ανέλαβε τού εμπιστεύτηκε και τη σκηνοθεσία. Φανερά επηρεασμένη από τον «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ, η ταινία παρακολουθεί τη γεωμετρικά αυξανόμενη αναστάτωση στη ζωής μιας μοναχικής κοπέλας (Λόρεν Χάτον) που πέφτει θύμα ενός μυστήριου άνδρα, ο οποίος όχι μόνο την παρακολουθεί από το απέναντι κτήριο αλλά και με διάφορα τεχνάσματα την καταρρακώνει ψυχολογικά εκ του μακρόθεν. «Προσπαθεί να σου κάνει κακό χωρίς να σε ακουμπήσει», λέει κάποια στιγμή στην πρωταγωνίστρια η καλύτερή της φίλη, και πάνω σε αυτό το πανέξυπνο concept ο Κάρπεντερ χτίζει σασπένς και χαρακτήρες με απίστευτη άνεση. Παρ’ όλους τους περιορισμούς μιας τηλεοπτικής παραγωγής, κυρίως όσον αφορά τους λιγοστούς εσωτερικούς χώρους όπου διαδραματίζεται, ο Κάρπεντερ εκμεταλλεύεται τους καραβανάδες στα τηλεοπτικά sets συνεργάτες του και παραδίδει μια σχεδόν άψογη και καλογυρισμένη τηλεταινία, η οποία πέραν μιας κερδοφόρας δουλειάς λειτούργησε και σα δεύτερη κινηματογραφική σχολή. Ο γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος δουλειάς τού τηλεοπτικού συνεργείου με το οποίο συνεργάστηκε τον βοήθησαν να λύσει πολλά πρακτικά προβλήματα στην επόμενη χαμηλού προϋπολογισμού αλλά και μεγάλων επιδόσεων ταινία του.

HALLOWEEN

«Η Νύχτα με τις Μάσκες» (1978) ξεκίνησε ως ένα σενάριο παραγγελιάς με την οδηγία να περιλαμβάνει τρεις babysitter οι οποίες παρακολουθούνται και δολοφονούνται από έναν κατά συρροή δολοφόνο, ενώ στην πορεία έπεσε και η ιδέα να διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της δημοφιλούς γιορτής. Με πολύ μικρό προϋπολογισμό αλλά για ακόμα μια φορά με το final cut δικό του, ο Κάρπεντερ παραδίδει μια ταινία – τομή για το είδος τού τρόμου. Δεν είναι μόνο ότι σε πολλές σκηνές υιοθετεί τη ματιά τού δολοφόνου αλλά, συνεχίζοντας το αποτελεσματικό εύρημα που χρησιμοποίησε στο «Σταθμό 13», για ακόμα μια φορά δίνει στο φιλμ μία υπερφυσική διάσταση. Αυτό, όμως, γίνεται κλιμακωτά, καθώς στο πρώτο μισό τής ταινίας μάς συστήνει τους χαρακτήρες του. Ο ανήσυχος Δρ. Λούμις, ο ψυχίατρος που επί χρόνια κούραρε τον ανισόρροπο δολοφόνο και προσπαθεί να προειδοποιήσει τους κατοίκους της πόλης για το κακό που έρχεται, ερμηνεύεται με σύνεση από τον Ντόναλντ Πλέζανς, ενώ η Τζέιμι Λι Κέρτις (στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση) σκιαγραφεί έξοχα την πιο συμμαζεμένη και σεξουαλικά καταπιεσμένη σε σχέση με τις δύο φίλες της babysitter. Οι ευρυγώνιοι φακοί, η συνεχής κίνηση της κάμερας, τα Scope περιγραφικά πλάνα μεγάλης διάρκειας και η αποτελεσματική χρήση του πασίγνωστου σήμερα μουσικού θέματος που έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα απειλής η οποία θα εκδηλωθεί στο τελευταίο μέρος τής ταινίας. Και ενώ το αίμα που βλέπουμε επί της οθόνης είναι λιγοστό, ο τρόμος έρχεται από την αμίλητη περσόνα του Μάικλ Μάιερς, που όσο προχωράει η ταινία καταλαβαίνουμε πως δεν μπορεί να πεθάνει. Είναι ο μπαμπούλας τού Halloween, είναι το λαβκραφτικό κακό που μπορεί να νικηθεί προσωρινά αλλά όχι ολοκληρωτικά. Ένα concept που σημάδεψε τον κινηματογραφικό τρόμο από τη δεκαετία του ‘80 κι έπειτα, και που πάνω σε αυτό βασίστηκαν δεκάδες κινηματογραφικές σειρές όπως για παράδειγμα το «Παρασκευή και 13» ή το «Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες». Το φιλμ ξεκίνησε χλιαρά στις ΗΠΑ, αλλά μετά τη θριαμβευτική του υποδοχή σε κινηματογραφικό Φεστιβάλ στο Λονδίνο, διέγραψε απίστευτη εμπορική πορεία, όντας η πιο επιτυχημένη ανεξάρτητη παραγωγή έως τότε. Γυρίστηκαν επτά sequels και δύο remakes, τα οποία δεν έφτασαν ούτε κατά διάνοια την καλλιτεχνική αξία τής πρώτης ταινίας. Ενεργό ρόλο ο Κάρπεντερ είχε μόνο στο «Halloween II» (ως σεναριογράφος και παραγωγός) και στο «Halloween III: Season of the Witch» (μόνο ως παραγωγός).

Το 1978 κυκλοφόρησε επίσης και το «Τα Μάτια της Λώρα Μαρς», σε σκηνοθεσία Έρβιν Γουίνκλερ, με πρωταγωνιστές τη Φέι Ντάναγουεϊ και τον Τόμι Λι Τζόουνς. Η ανάμειξη του Κάρπεντερ σε αυτή την επιτυχημένη εμπορικά ταινία ήταν μόνο το αρχικό της σενάριο, στο οποίο φαίνεται (όπως και στις προηγούμενες ταινίες του) η αγάπη του για το σινεμά του Ντάριο Αρτζέντο και γενικά τα ιταλικά giallo της δεκαετίας του ’70. Κάτι που συναντάμε και στην εναρκτήρια σεκάνς της επόμενής του ταινίας.

THE FOG - 1980

«Η Ομίχλη» (1980) ξεκινά με μια εξαιρετικά φωτογραφισμένη, σκοτεινή αλλά και με έντονα χρώματα σεκάνς, όπου σε μια μικρή κωμόπολη κάποια παράξενα και μη εξηγήσιμα συμβάντα προμηνύουν το κακό που θα έρθει με τη μορφή μιας αυτοελεγχόμενης ομίχλης. Είναι στην ουσία μια ιστορία φαντασμάτων που έρχονται να πάρουν εκδίκηση για τον αποκρουστικό τρόπο με τον οποίο τούς φέρθηκαν οι κάτοικοι της κωμόπολης πριν 100 χρόνια. Η Τζέιμι Λι Κέρτις επιστρέφει σε ταινία του Κάρπεντερ, σε ένα πιο ευρύ καστ που απαρτίζεται από νέους αλλά και βετεράνους ηθοποιούς. Ξεχωρίζει η Έιντριεν Μπαρμπό στον ρόλο της ραδιοφωνικής DJ που διατηρεί τον σταθμό της στον φάρο τής πόλης. Η ταινία είναι η μόνη στη φιλμογραφία τού Κάρπεντερ για την οποία απαίτησε συμπληρωματικά γυρίσματα, μιας και δεν ήταν ικανοποιημένος από την πρώτη της μορφή. Αν και όμορφη οπτικά και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες σκιαγράφησης των πολλών χαρακτήρων που μας παρουσιάζει, η ταινία δε λειτουργεί: η πλοκή είναι φτωχή και γεμάτη σεναριακά κενά με αποτέλεσμα η καλογυρισμένη τελική σεκάνς να μην έχει τον αντίκτυπο που θα ήθελε ο δημιουργός της. Παρ’ όλ’ αυτά, και «Η Ομίχλη» απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές ανά τα χρόνια.

ELVIS MOVIE - 1979

Προηγήθηκε, βέβαια, η κατά παραγγελία τηλεταινία για τη ζωή του Έλβις Πρίσλεϊ με τίτλο «Elvis» (1979). Εδώ ο Κάρπεντερ απλά διεκπεραιώνει ένα βαρετό ομολογουμένως σενάριο, που απλώς από σκηνή σε σκηνή μάς αφηγείται τη ζωή τού ινδάλματος, αποφεύγοντας τις όποιες άσχημες πλευρές της προσωπικότητάς του και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Κάρπεντερ έχει δηλώσει πως δέχτηκε να το σκηνοθετήσει κυρίως επειδή είναι fan τού τραγουδιστή. Η ταινία έκανε στην εποχή της μεγάλη επιτυχία, τόση ώστε να βρει και κινηματογραφική διανομή. Το μεγαλύτερο κέρδος του Κάρπεντερ, όμως, ήταν η γνωριμία του με τον ηθοποιό που ερμήνευσε τον Έλβις. Ο Κερτ Ράσελ έμελλε να γίνει για τον Κάρπεντερ ότι ο Ντε Νίρο (ή ο ΝτιΚάπριο) για τον Σκορσέζε, αφού θα ξανασυνεργαστούν στο μέλλον ουκ ολίγες φορές.

escape-from-new-york

Δεν χάνει ευκαιρία και του αναθέτει τον ρόλο τού Σνέικ Πλίσκεν στο «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (1981). Η ταινία εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη τού τότε μέλλοντος (1998), όταν το Μανχάταν έχει μετατραπεί σε μια απομονωμένη, μη ελεγχόμενη αλλά καλά περιφρουρημένη φυλακή για κάθε εγκληματία. Όταν εκεί πέφτει το αεροπλάνο τού Προέδρου των ΗΠΑ (μια ακόμα συνεργασία με τον Πλέζανς), επιστρατεύεται ο επικηρυγμένος αλλά με ηρωικό παρελθόν (βετεράνος) Σνέικ Πλίσκεν για να τον φέρει πίσω, έχοντας χρονικό περιθώριο μόνο 22 ώρες. Αν και η παραπάνω περίληψη παραπέμπει σε καταιγιστικές σκηνές δράσης με ιλιγγιώδες μοντάζ και αγχωτικούς ρυθμούς, η ταινία σίγουρα αιφνιδιάζει. Δεν λείπουν οι καλοστημένες σκηνές δράσης, όμως ο Κάρπεντερ εμμένει σε χαλαρούς ρυθμούς, στα περιγραφικά πλάνα ακριβείας και την αποτελεσματική καλλιτεχνική διεύθυνση, θέλοντας κυρίως να χτίσει μια bizarre σκοτεινή ατμόσφαιρα. Από τον Λι Βαν Κλιφ έως τον Άιζαακ Χέιζ κοουτσάρει άψογα το all-star cast του, με αποτέλεσμα κάθε ηθοποιός να σκιαγραφεί μοναδικά τον χαρακτήρα του. Όσο για τον Ράσελ, παίζει με την απαιτούμενη πόζα, μιμούμενος με καλώς εννοούμενο θράσος τον Κλιντ Ίστγουντ στη φωνή και ανεβάζει level στις γεμάτες ειρωνεία και εμπάθεια διαλογικές σκηνές με τον «κακό» διευθυντή των φυλακών, Κλιφ. Κόντρα στα αναμενόμενα και η μουσική, με το χαμηλών τόνων, κολλητικό στο μυαλό βασικό θέμα να σε ακολουθεί και μετά την προβολή. Η ταινία έχει αφήσει το δικό της στίγμα στην pop κουλτούρα. Έθεσε τους οπτικούς κανόνες της φουτουριστικής δυστοπίας που αντιγράφηκαν σε αμέτρητες κινηματογραφικές παραγωγές, video games και comics αναλόγου περιεχομένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο χαρακτήρας Snake στη σειρά βιντεοπαιχνιδιών με τίτλο «Metal Gear Solid», για τον οποίο ο δημιουργός του, Χίντεο Κοτζίμα, έχει με καμάρι παραδεχτεί πως τον βάσισε στην περσόνα που έχτισε ο Ράσελ.

THE THING

Με δεκαετή και βάλε πορεία στα κινηματογραφικά πράγματα και με τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες του να κάνουν ταμειακές επιδόσεις υπερπολλαπλάσιες του κόστους τους, έρχεται το 1982 η Universal να του εμπιστευτεί τη σκηνοθεσία του «Η Απειλή». Remake του «The Thing from Another World» του 1951, η ταινία έχει να κάνει με το concept τού εξωγήινου ιού που προσβάλλει και οικειοποιείται τη μορφή οποιουδήποτε γήινου οργανισμού μέχρι να ξεκινήσει η μετάλλαξη και η αλλοίωση. Η άτυχη ερευνητική ομάδα της Ανταρκτικής στην οποία επιτίθεται δεν έχει μόνο να ανταπεξέλθει στην εισβολή αυτή προσπαθώντας να αποφύγει τον φριχτό θάνατο, αλλά και να την εμποδίσει να εξαπλωθεί, κάτι που θα σήμαινε το τέλος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το ζοφερό όραμα του Κάρπεντερ λειτουργεί στην εντέλεια. Η μουσική (εδώ από τον Ένιο Μορικόνε), η φωτογραφία τού σταθερού συνεργάτη του Ντιν Κάντι, μέχρι τα κλασικά και ανατριχιαστικά special makeup effects του Ρομπ Μπότιν, όλα συνθέτουν ένα δεμένο αριστουργηματικό σύνολο. Σκηνές αδιανόητου σασπένς, όπως αυτή κατά την οποία σχεδόν όλη η ομάδα δένεται σε καρέκλες και ελέγχεται το αίμα της για προσβολή από τον ιό ή της ανατριχιαστικής μετάλλαξής του, αποδεικνύουν τη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Κάρπεντερ και δικαιολογούν το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι fans του: Μaster of Terror. Η εσχατολογία και η απαισιοδοξία σε όλο τους το μεγαλείο διέπουν μια αριστοτεχνικά κλειστοφοβική ταινία, ακόμα και στα κατάλευκα από το χιόνι εξωτερικά της πλάνα. Ο Κερτ Ράσελ με μια άκρως αποτελεσματική και απελπισμένη ερμηνεία ηγείται για ακόμη μια φορά ενός πολυπληθούς καστ, με κάθε χαρακτήρα να έχει λόγο ύπαρξης, εύστοχα ερμηνευμένος. Ο Κάρπεντερ δηλώνει, ή μάλλον φωνάζει, τι μπορεί να κάνει με τα κατάλληλο εργαλεία και καλλιτεχνική ελευθερία – όμως οι φωνές του δεν εισακούστηκαν. Η «Απειλή» έκανε τραγικά εισιτήρια, το κοινό προτίμησε τον αισιόδοξο αντίποδα (τo «Ε.Τ.» του Σπίλμπεργκ, που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο), ενώ μια μερίδα της κριτικής επιτέθηκε σφοδρά στον Κάρπεντερ για τη βία που απεικονίζεται. Κλασική περίπτωση παρεξηγημένης στην εποχή της ταινίας, και αυτή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη του Αμερικάνου σκηνοθέτη, βρήκε εκ των υστέρων ένα μεγάλο και φανατικό κοινό. Γεγονός που αποτελεί σίγουρα ηθική ικανοποίηση για τον δημιουργό της, όμως μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποια θα ήταν η καλλιτεχνική του πορεία εάν τούτο το φιλμ είχε αποτελέσει εμπορική επιτυχία.

CHRISTINE

Η αρνητική υποδοχή του είχε αντίστοιχα αποτελέσματα στην καριέρα τού Κάρπεντερ. Ενώ είχε ξεκινήσει προετοιμασία για το θρίλερ «Firestarter», το studio αφαίρεσε το project από τα χέρια του αμέσως μετά την αποτυχημένη έξοδο της «Απειλής» στις αίθουσες. Θέλοντας να συνεχίσει να δουλεύει για το Χόλιγουντ, αναλαμβάνει το «Christine» (1983), μιας και ήταν η μόνη ταινία που του εμπιστεύτηκε major studio εκείνη την εποχή. Βασισμένη στο ομώνυμο bestseller του Στίβεν Κινγκ, του οποίου εκείνη την εποχή δεν προλάβαινες να βλέπεις κινηματογραφικές παραγωγές ή mini σειρές βασισμένες στα βιβλία του, και κατά βάση θρίλερ, στην ουσία σατιρίζει την υπερβολική λατρεία των Αμερικάνων για τ’ αμάξια τους (καθόλου τυχαίο και το θηλυκό όνομα του τίτλου). Η ταινία ξεκινά σκιαγραφώντας με ενδιαφέρον τη ζωή τού σπασίκλα Άρνι, τη σχέση του με τον εξωστρεφή φίλο που προσπαθεί να τον κάνει να βγει από το καβούκι του, το bullying, τις κοπέλες, το καταπιεστικό σπίτι. Έως ότου θα αγοράσει ένα σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο αντίκα, χωρίς να ξέρει αυτό που εμείς γνωρίζουμε από την πρώτη σκηνή: είναι στοιχειωμένο. Ο Άρνι θα αφιερώσει όλον τον χρόνο και το χρήμα που έχει σε ολική επιδιόρθωση του αμαξιού. Αλλάζει χαρακτήρα, αποκτά αυτοπεποίθηση αλλά και παρανοϊκή εξάρτηση με ένα αυτοκίνητο το οποίο αυτενεργεί και αρχίζει να βγάζει από τη μέση όποιον πάει να σταθεί εμπόδιο στη «σχέση» τους. Δεν είναι μία η φορά που η Κριστίν θα γίνει σμπαράλια στην ταινία, και τα εφέ επαναφοράς της ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν. Όταν ξεκινήσει το πανηγύρι των φόνων, όμως, ο πρωταγωνιστής θα μετατραπεί σε καρικατούρα και η πλοκή θα σκαλώσει στο τίποτα. Η ταινία σε προδιαθέτει για κάτι παραπάνω ενώ λείπουν μια-δυο σκηνές που θα απέδιδαν πιο ομαλά την απότομη αλλαγή του κεντρικού χαρακτήρα. Άσχετα με τα όποια μειονεκτήματά της και με την τελική σκηνή τής Κριστίν εναντίον τού ανυψωτικού Clark σε κλειστή αποθήκη να σπάει το cultόμετρο, το «Christine» έκανε σχετική εμπορική επιτυχία επιστρέφοντας το budget εις διπλούν.

starman

Στο «Starman» (1984) ένας εξωγήινος ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Γης για επικοινωνία, για να ανακαλύψει εχθρικότητα και καχυποψία. Έχοντας ήδη κλείσει ραντεβού με τους ομοειδείς του να τον περισυλλέξουν, ξεκινά ένα road trip απάγοντας την πρώτη γήινη που θα συναντήσει. Ξεκινά ως sci-fi, συνεχίζει ως road movie, καταλήγει ρομαντική κομεντί – και όλο αυτό παραδόξως λειτουργεί. Ίσως η πιο παράξενη ταινία στην καριέρα τού Κάρπεντερ, ο οποίος αποδεικνύει πως «το έχει», πέραν των κινηματογραφικών ειδών στα οποία έχει διαπρέψει. Συγκρατημένος έως αόρατος σκηνοθετικά, προκειμένου να βγουν μπροστά οι χαρακτήρες και βοηθούμενος από τη λιτή κινηματογράφηση, που τονίζει το αμερικάνικο τοπίο, αλλά και από τις ερμηνείες των Τζεφ Μπρίτζες και Κάρεν Άλεν, δημιουργεί ίσως την πιο παράξενη ταινία της καριέρας του. Εάν έλειπαν κάποιες σεναριακές ευκολίες για την εξέλιξη της πλοκής, θα μιλάγαμε για μια από τις δυνατότερες δουλειές του. Ο Μπρίτζες ήταν υποψήφιος για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου, η μόνη υποψηφιότητα που έλαβε ταινία τού Κάρπεντερ μέχρι σήμερα, αλλά και από τις σπάνιες φορές που στη συγκεκριμένη κατηγορία βρίσκεται υποψήφιος ηθοποιός από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

BIG TROUBLE IN LITTLE CHINA

Το 1986 κυκλοφορεί το «Ο Κινούμενος Κεραυνός» με τον Τόμι Λι Τζόουνς, στο οποίο ο Κάρπεντερ υπογράφει μόνο το σενάριο. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το «Χαμός στην Τσάιναταουν». Έχουμε κι εδώ μπλέξιμο ειδών, αλλά αυτή η κωμική ταινία φαντασίας και πολεμικών τεχνών δεν πάσχει από κρίση ταυτότητας όπως θα περίμενε κανείς, μα από χαμηλότερες του αναμενομένου επιδόσεις. Τα αστεία δεν είναι και τόσο πετυχημένα, οι σκηνές δράσης υπολείπονται κατά πολύ των αντιστοίχων ασιατικών εκείνης της περιόδου, και ένα αχρείαστο overacting δεν βοηθά την κατάσταση. Σε αυτό το άρρυθμο συνεχές κυνηγητό ξεχωρίζει με άνεση γι’ ακόμα μια φορά ο Κερτ Ράσελ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο τού φιγουρατζή, γκαφατζή και στην ουσία sidekick φορτηγατζή, ο οποίος δεν βοηθάει και σε πολλά τον Ασιάτη φίλο του και ουσιαστικό ήρωα της ταινίας ώστε να ανακτήσει την αγαπημένη του από μια αρχαία σέκτα μάγων. Παρά τα οποιαδήποτε μειονεκτήματα που μπορεί να βρει κανείς εδώ, η feelgood αίσθηση που αφήνει έχει προσελκύσει ανά τα χρόνια μεγάλο αριθμό φανατικών υποστηρικτών: είναι ίσως η ταινία του Κάρπεντερ με το δυνατότερο fan base! Το κοινό τού 1986, όμως, δεν ενέκρινε και σε συνδυασμό με αρκετές διαφορές, καλλιτεχνικές και μη, που είχε με το studio, o Κάρπεντερ γυρνά την πλάτη του στο Χόλιγουντ και στρέφεται πάλι σε πιο ανεξάρτητα μονοπάτια.

PRINCE OF DARKNESS

Ξεκινά συνεργασία με την εταιρία Alive Pictures, με μικρούς προϋπολογισμούς αλλά αποκλειστικότητα στο τελικό μοντάζ. Η πρώτη από αυτές είναι το «O Πρίγκιπας του Σκότους» (1987). Δεύτερη της «Τριλογίας της Αποκάλυψης» (πρώτη «Η Απειλή» και τρίτο το «Στο Στόμα της Τρέλας»), η ταινία ασχολείται με τη συνήθως ασυμβίβαστη συνεργασία θρησκείας και επιστήμης, όταν μία ομάδα ερευνητών επισκέπτεται μια εκκλησία για να βοηθήσει έναν κληρικό (o Ντόναλντ Πλέζανς στην τελευταία του παρουσία σε φιλμ τού Κάρπεντερ) να μελετήσει ένα παράξενο κειμήλιο. Η ταινία δεν ξεκινά άσχημα, το κειμήλιο αποδεικνύεται σατανικό και, όταν ελευθερώνεται από μέσα του ένα μυστήριο υγρό, μολύνει έναν προς έναν τους ερευνητές μετατρέποντάς τους σε ζόμπι που μεταδίδουν το κακό. Δυστυχώς, αυτό μεταδίδεται και στο σύνολο του φιλμ: το concept εγκαταλείπεται απότομα, οι πάμπολλοι χαρακτήρες που παρουσιάζονται δεν αναπτύσσονται σχεδόν καθόλου και δεν αργούμε να καταλάβουμε ότι η ύπαρξή τους εξυπηρετεί έναν και μόνο σκοπό, τον κινηματογραφικό τους θάνατο. Αυτό που σώζει τον «Πρίγκιπα» είναι η μαεστρία του Κάρπεντερ να χτίζει ατμόσφαιρα σχεδόν με το τίποτα, ενώ με την αποτελεσματική χρήση τής μουσικής του μας ξεγελάει όσον αφορά τα σεναριακά προβλήματα. Σε ρόλο έκπληξη, δε, ο Άλις Κούπερ διαπράττει φόνο με… ποδήλατο, ιδέα παρμένη από τα μουσικά του shows.

THEY LIVE

Στο πρώτο μισάωρο τού «Ζουν Ανάμεσά Μας» (1988), παρακολουθούμε έναν άστεγο να περιφέρεται με τα λιγοστά του υπάρχοντα στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Με το ζόρι θα τη βρει, θα πιάσει και φιλία με έναν συνάδελφό του και θα βολευτεί σε έναν καταυλισμό για αστέγους. Κάτι, όμως, δεν πάει καλά με την απέναντι εκκλησία και πηγαίνοντας εκεί θα ανακαλύψει μία κούτα με γυαλιά ηλίου. Θα φορέσει ένα και… θα αρχίσει το πανηγύρι! Θα ήταν κρίμα να αποκαλυφθεί περαιτέρω η υπόθεση, απλά από το σημείο αυτό και ύστερα η ταινία πατάει γκάζι, γίνεται πρώτα από όλα μία ανελέητη σάτιρα για την Αμερική τού Ρέιγκαν, ο οποίος τότε μεσουρανούσε, αλλά και φόρος τιμής στο σινεμά του φανταστικού του ‘50. Είναι το φιλμ στο οποίο ο Κάρπεντερ πολύ απλά αλλά και ξεκάθαρα προβάλλει τις πολιτικές του πεποιθήσεις σε αναλογίες που φτάνουν στο σήμερα – και ένα απροκάλυπτα διασκεδαστικό Β-movie που και αυτό με τη σειρά του έχει αποκτήσει δικαίως τη δική του cult φήμη. Σκηνή ανθολογίας, η πεντάλεπτη σεκάνς ανελέητου ξύλου μεταξύ των δύο φίλων (πού να ήταν και εχθροί…), μάλλον η μεγαλύτερη στην κινηματογραφική Ιστορία!

Memoirs of an Invisible Man

Αφού συνυπογράφει τα σενάρια των τηλεοπτικών «Εl Diablo» (1990) και «Blood River» (1991), o Κάρπεντερ ξανακάθεται στη σκηνοθετική καρέκλα τέσσερα χρόνια μετά, σε ένα χιλιοταλαιπωρημένο project. Το «Απομνημονεύματα Ενός Aόρατου Aνθρώπου» (1992) ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για τον Τσέβι Τσέις, έναν εμπορικά αλλά όχι καλλιτεχνικά επιτυχημένο κωμικό της δεκαετίας του ‘80, που πάσχιζε να κάνει κάτι διαφορετικό. Έχουμε κι εδώ, λοιπόν, μια ταινία με δάνεια από πολλά κινηματογραφικά είδη, που αυτή τη φορά πάσχει από κρίση ταυτότητας. Παλαντζάρει μεταξύ κωμωδίας και περιπέτειας φαντασίας με νερόβραστα αποτελέσματα, ο Τσέις είναι εντελώς έξω από τα νερά του και χάνει το στοίχημα, και ο Κάρπεντερ δεν αρκεί για να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι τα οπτικά εφέ τού αόρατου ανθρώπου, άκρως επιτυχημένα τόσο σε σύλληψη όσο και σε εκτέλεση.

BODY BAGS MOVIE

Για ακόμα μια φορά εξοντωμένος από την εργασία του σε μεγάλο studio, αναλαμβάνει στην ουσία τη σπονδυλωτή τηλεταινία τρόμου «Σημεία και Τέρατα» (1993), σκηνοθετώντας δύο από τα τρία μέρη (το τρίτο το σκηνοθέτησε ο Τόμπι Χούπερ) και αναλαμβάνοντας με απολαυστικά απότελέσματα τον ρόλο τού οικοδεσπότη / τροφίμου νεκροτομείου. Κι ενώ το «Gas Station» είναι απλά μια άσκηση ύφους στο γνωστό στιλ τού σκηνοθέτη, με αρκετά cameos συναδέλφων του (από τον Γουες Κρέιβεν έως τον Σαμ Ρέιμι), η έκπληξη έρχεται από το «Hair». Ο Στέϊσι Κιτς σε κόντρα ρόλο μεσήλικα που χάνει τα μαλλιά του και αρχίζει να μην την παλεύει, κάνει τη ζωή της κοπέλας του κόλαση με την γκρίνια του και ανεκδιήγητες προσπάθειες να καλύψει τη φαλάκρα του έως ότου αποφασίζει να πάει σε γιατρό αμφιβόλου ποιότητας. Εδώ ο Κάρπεντερ αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει καθαρόαιμη κωμωδία και μάλιστα πάρα πολύ καλά, βοηθούμενος από έναν απολαυστικό Κιτς τίγκα στις ανασφάλειες και τη Σίνα Ίστον να προσπαθεί μάταια να του τονώσει το ηθικό σε μια πλήρη αντιστροφή ρόλων. Το φινάλε συνοψίζεται στη φράση… «Πρόσεξε τι εύχεσαι, μπορεί να το αποκτήσεις».

IN THE MOUTH OF MADNESSMCDVIOF EC003

Το 1994 επιστρέφει στα κινηματογραφικά πλατό για να σκηνοθετήσει μια από τις καλύτερες ταινίες του, το «Στο Στόμα της Τρέλας». Στο remake της «Πόλης των Καταραμένων» (1995), το ξεκίνημα είναι πολλά υποσχόμενο, με το υποκειμενικό τού απειλητικού μαύρου σύννεφου να αιωρείται πάνω από το χωριό (και όχι την πόλη όπως λανθασμένα έχει μεταφραστεί το «Village of the Damned»). Ακολουθεί η προσωρινή λιποθυμία όλων των κατοίκων εντός του χωριού και η μετέπειτα κοινή διαπίστωση ότι οι περισσότερες γυναίκες συνέλαβαν παιδί την ίδια μέρα. Μέχρι εκεί όλα καλά. Από τη στιγμή που με συνοπτικές διαδικασίες μεταφερόμαστε λίγα χρόνια μετά, όταν τα πιτσιρίκια έχουν μεγαλώσει, έχουν πολύ ιδιαίτερη εμφάνιση (κατάλευκα μαλλιά, ανέκφραστο πρόσωπο) και έχουν δημιουργήσει μια άτυπη σέκτα σχεδιάζοντας εν ψυχρώ την καταστροφή του ανθρώπινου είδους, τίποτα δε λειτουργεί. Ίσως η πιο αδιάφορη ταινία τού Κάρπεντερ, είναι ένα θρίλερ χωρίς σασπένς και με κάκιστο σενάριο, με χαρακτήρες να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται χωρίς λόγο. Ακόμα και η απεικόνιση των φόνων (ένας τομέας όπου ο Κάρπεντερ πάντα διαπρέπει με την ευρηματικότητά του) εδώ είναι ανέμπνευστη, και δυστυχώς ούτε οι φιλότιμες προσπάθειες του Κρίστοφερ Ριβ, στην τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση πριν το δυστύχημα που θα τον καθηλώσει στην αναπηρική καρέκλα, δεν καταφέρνουν να κάνουν την ταινία έστω λίγο ενδιαφέρουσα.

Escape-from-LA

Με κινητήριο μοχλό τον Κερτ Ράσελ, που έβαλε λυτούς και δεμένους ώστε να επαναλάβει τον ρόλο τού Σνέικ Πλίσκεν, ο Κάρπεντερ επιστρέφει στον δυστοπικό κόσμο που είχε δημιουργήσει με το «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη». Στο «Απόδραση από το Λος Άντζελες» (1996), ο Κάρπεντερ υιοθετεί μια πιο action αισθητική η οποία ταιριάζει στην ταινία, ένα πιο γρήγορο μοντάζ από αυτό που μας έχει συνηθίσει, ενώ τα μεταποκαλυπτικά σκηνικά τού Λος Άντζελες είναι πιο πειστικά λόγω μεγαλύτερου budget και παράλληλα σατιρίζεται ο κόσμος της show business. Τοv Ράσελ πλαισιώνουν οι Στιβ Μπουσέμι, Παμ Γκρίερ, Γιώργος Χωραφάς, Πίτερ Φόντα, Στέισι Κιτς, Βαλέρια Γκολίνo, ένα διαφορετικό αλλά εξίσου δυνατό καστ όπως είχε συμβεί και στην πρώτη ταινία. Δυστυχώς, δύο πολύ ισχυρά μειονεκτήματα χαλάνε την όλη προσπάθεια. Το ένα είναι η σχεδόν πανομοιότυπη πλοκή με τον προκάτοχο, με εξαίρεση το έξυπνο φινάλε (που έγραψε ο Κερτ Ρασελ, στη μοναδική περίπτωση που εμφανίζεται ως σεναριογράφος σε φιλμ), και το δεύτερο τα απογοητευτικά ψηφιακά εφέ που καλύτερο θα ήταν να λείπουν εντελώς. Πραγματικά, δεν μπορεί να βρεθεί καμία δικαιολογία για τόσο κακό αποτέλεσμα σε αυτόν τον τομέα, όταν τέσσερα χρόνια πριν έχουμε δει την ποιότητα των εφέ τού «Αόρατου Ανθρώπου» και έναν χρόνο μετά θα κυκλοφορούσε στις αίθουσες το «Jurassic Park». Χειρότερα κι από μέτρια γραφικά τού παιχνιδιού τού PlayStation 2!

John Carpenter's Vampires

Στο «Vampires» (1998), o Κάρπεντερ ξαναβρίσκει τη φόρμα του και σκηνοθετεί ό,τι πιο κοντινό έχει δημιουργήσει σε γουέστερν. Η ομάδα τού σκληροτράχηλου Τζακ Κρόου (ο Τζέιμς Γουντς άψογος στον πρωταγωνιστικό ρόλο) είναι βαμπιροκυνηγοί κατ’ αντιστοιχία των κυνηγών επικηρυγμένων με τόπο δράσης το χωμάτινο Νέο Μεξικό. Στη συγκεκριμένη ταινία, η ήλιος είναι και το μόνο τρωτό σημείο των βαμπίρ, ξεγυμνωμένων από τα γοτθικά στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν στα φιλμ του είδους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ενστικτωδώς υπερβίαια όντα που μόνο ο αρχηγός τους μπορεί να τιθασεύσει και να οργανώσει. Η ομάδα τού Κρόου δέχεται γερό πλήγμα και μένει μόνο αυτός και ο κολλητός του στη δυσκολότερη και πιο θανάσιμη αποστολή της καριέρας τους. Η μόνη εμπορική επιτυχία του Κάρπεντερ στη δεκαετία του ’90 είναι ένα ακόμα κινηματογραφικό υβρίδιο: βίαιο γουέστερν τρόμου και buddy movie, καλοκουρδισμένο και με δυνατές σκηνές δράσης για γερά στομάχια, το οποίο, δυστυχώς, δεν βρήκε κινηματογραφική διανομή στη χώρα μας έτσι ώστε να απολαύσουμε την καταπληκτική φωτογραφία τού Γκάρι Κιμπ σε μεγάλη οθόνη. Από τις πιο αξιόλογες και ξεχωριστές στιγμές στη φιλμογραφία του Κάρπεντερ.

Ghosts of Mars

Μετά από ένα ακόμη σεναριακό πέρασμα από την τηλεόραση με το «Silent Predators» (1999), ο Κάρπεντερ καταπιάνεται με αυτό που αρχικά προοριζόταν ως η τρίτη ταινία με τον Σνέικ Πλίσκεν. «Escape from Mars» θα λεγόταν, αλλά μετά την εμπορική αποτυχία της δεύτερης «Απόδρασης» οι παραγωγοί δεν ενδιαφέρονταν για μια ακόμα συνέχεια. Όποιο και να ήταν το αρχικό σενάριο και όποιες κι αν ήταν οι αλλαγές που έγιναν, δεν αλλάζουν το γεγονός πως βρισκόμαστε στη χειρότερη στιγμή της φιλμογραφίας του Κάρπεντερ. Στο «Απειλή στον Άρη» (2001), τα πάντα είναι λάθος και το επίπεδο χαμηλό, από το ακατάλληλο κάστινγκ και τα μέτρια σκηνικά και εφέ ώς το αδιανόητο σενάριο και τη διεκπεραιωτική σκηνοθεσία. Η μελλοντική μητριαρχική κοινωνία όπου υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ταινία δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο, μια διακοσμητική αναφορά που δεν εξυπηρετεί σε τίποτα. Οι παραγωγοί επέβαλαν τον Άις Κιουμπ ως επικίνδυνο φυλακισμένο, ρόλο για τον οποίο προοριζόταν ο Τζέισον Στέιθαμ που χρησιμοποιήθηκε να υποδύεται άλλον ήρωα. Φυσικό και επόμενο η ταινία να αποτύχει σε όλα τα επίπεδα – και ο Κάρπεντερ απηυδισμένος πια να μην θέλει να ασχοληθεί ξανά (για ακόμα μια φορά) με το Χόλιγουντ.

Cigarette Burns

Επανέρχεται στη μικρή οθόνη σκηνοθετώντας (για τη σειρά «Masters of Horror») το διαμαντάκι με τίτλο «Cigarette Burns» (2005). Μια εξηντάλεπτη κινηματογραφοφιλική νουάρ ιστορία τρόμου, όπου ένας ιδιοκτήτης κινηματογραφικής αίθουσας στα όρια της χρεοκοπίας ξεκινά να βρει για έναν μεγιστάνα τη μοναδική κόπια μιας σπάνιας ταινίας που είχε προκαλέσει αιματηρά επεισόδια όταν είχε προβληθεί σε κινηματογραφικό Φεστιβάλ. Συναντώντας διάφορους κινηματογραφικούς παράγοντες, ο πρωταγωνιστής ξετυλίγει το κουβάρι τού μυστηρίου που κρύβεται πίσω από την ταινία και τις σπάνιες επεισοδιακές προβολές της, ενώ το σενάριο κλείνει το μάτι στους φίλους τού κινηματογράφου τού τρόμου με τις εύστοχα μπολιασμένες αναφορές σε αντίστοιχα Φεστιβάλ. Η ταινία χαιρετίστηκε δικαίως ως θριαμβευτική επιστροφή του Κάρπεντερ σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Βέβαια, είχε στα χέρια του τα σωστά εργαλεία: ένα δυνατό σενάριο, ένα πολύ καλό καστ, άψογους συνεργάτες και τεχνικούς, τον γιο του στη μουσική και, πάνω απ’ όλα, δημιουργική ελευθερία.

Το «Pro Life» (2006) είναι ένα ακόμα επεισόδιο στον δεύτερο κύκλο της σειράς, με τον Ρον Πέρλμαν στον ρόλο του παραδοσιακού θρήσκου και αντίθετου στις εκτρώσεις πατέρα, που τα κάνει όλα λαμπόγυαλο όταν η μικρή του κόρη, που έχει πέσει θύμα βιασμού από δαίμονα, απευθύνεται σε κλινική εκτρώσεων για να απαλλαχθεί από τον σπόρο τού κακού που κουβαλά στην κοιλιά της. Συμπαθητικό επεισόδιο με δυο-τρεις δυνατές σκηνές τρόμου α λα Κάρπεντερ, που εδώ ποντάρει περισσότερο στη γραφική βία παρά στο σασπένς.

The Ward

Και φτάνουμε στο 2010 όταν, εννέα ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που ο Κάρπεντερ επισκέφτηκε κινηματογραφικό πλατό, αιφνιδίως ανακοινώνεται η νέα του (και τελευταία έως σήμερα) ταινία, «Ο Θάλαμος του Τρόμου». Ταινία εποχής και ως επί το πλείστον περιορισμένη στον χώρο ενός ασύλου για κοπέλες με ψυχολογικά προβλήματα, παρακολουθούμε τις προσπάθειες της νεαρής Κίρστεν (Άμπερ Χερντ) να δραπετεύσει από το άσυλο ώστε να γλυτώσει από το μένος τού φαντάσματος μιας πρώην τροφίμου. Το φιλμ χτυπήθηκε άδικα από μερίδα κριτικών και οπαδών τού Κάρπεντερ. Παρά την προβλέψιμότητα του σεναρίου, ο βετεράνος δημιουργός μάς προσφέρει μια όμορφα γυρισμένη και μονταρισμένη ταινία αγωνίας που παρακολουθείται ευχάριστα. Στα συν η ερμηνεία του Τζάρεντ Χάρις, στον αμφίσημο ρόλο τού γιατρού.
Ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα, ο Τζον Κάρπεντερ δεν επαναπαύεται. Όσο απέχει από τα κινηματογραφικά τεκταινόμενα τόσο ασχολείται με άλλες δημιουργικές δραστηριότητες. Έχει υπάρξει σύμβουλος ανάπτυξης σε video games, σε ένα μάλιστα («F.E.A.R. 3») έχει προσφέρει τη φωνή του για voice-over. Επίσης, έχει αναμιχθεί στη δημιουργία comics τρόμου («John Carpenter’s Asylum») αλλά και comic sequels των ταινιών του («Snake Plissken Chronicles», «Big Trouble in Little China»).

LOST THEMES

Με τη μουσική ασχολήθηκε κατ’ ανάγκη, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που έδιναν τότε τα synthesizer, προκειμένου να γλιτώσει τα έξοδα για την παραγωγή score για τις ταινίες του. Βασική επιρροή του ο ήχος των Goblin στις ταινίες τού Ντάριο Αρτζέντο, αλλά και οι καλλιτέχνες της εποχής που ασχολούνταν με την ηλεκτρονική μουσική. Δημιούργησε τη δική του παλέτα σκοτεινών μουσικών θεμάτων που έντυσαν τις περισσότερες ταινίες του αλλά και που, με τη σειρά τους, επηρέασαν και επηρεάζουν νεότερους καλλιτέχνες όπως για παράδειγμα το New Retro Wave κίνημα (Carpenter Brut, Perturbator κ.α.). Πέρσι μας εξέπληξε ευχάριστα με την πρώτη του μη σαουντρακική κυκλοφορία. Το «Lost Themes», instrumental ηλεκτρονικά κομμάτια που όντως θα μπορούσαν να είναι χαμένα θέματα που δεν χρησιμοποιήθηκαν σε ταινίες του, είναι αποτέλεσμα τζαμαρίσματος με τον γιο του και τον συνθέτη Ντάνιελ Ντέιβις. Η κυκλοφορία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση, με αποτέλεσμα φέτος να απολαμβάνουμε το δεύτερο album, «Lost Themes ΙΙ». Ίσως είναι νωρίς να μιλήσουμε για μια νέα, ξεχωριστή καριέρα, αλλά το σίγουρο είναι πως η επιθυμία τού κόσμου να «παρακολουθήσει» αυτά τα κομμάτια live είναι δεδομένη. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης / συνθέτης ανταποκρίθηκε θετικά, και στις τυχερές χώρες που βρίσκονται στο πλάνο της περιοδείας του συμπεριελήφθηκε και η Ελλάδα. Θα βρεθεί στην Αθήνα για ένα μοναδικό live, την Παρασκευή 27 Μαΐου, στο Piraeus Academy (Πειραιώς 117), όπου θα ερμηνεύσει τα κλασικά θέματα των ταινιών του αλλά και επιλεγμένα κομμάτια από τους δύο τελευταίους του δίσκους. Θα είμαστε εκεί, εννοείται!

John Carpenter LIVE 2016 - FC