FreeCinema

Follow us

Αναλύοντας το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων».

Είναι η ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ που (ίσως) είχε τις περισσότερες επανεκδόσεις στους ελληνικούς κινηματογράφους μέχρι σήμερα! Με αφορμή μία από αυτές, το καλοκαίρι του 1998, έγραψα ένα εκτενές κείμενο ανάλυσης του «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» για το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ. Παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά διαδικτυακά.

Καλοκαίρι, 1998. Το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (1959) του Άλφρεντ Χίτσκοκ προγραμματίζεται για ακόμη μία επανέκδοση στα θερινά σινεμά, με καινούργιες κόπιες. Είχα πρωτοδεί το φιλμ στη Ριβιέρα των Εξαρχείων, κάπου στη δεκαετία του ’80, σε εποχές που δεν γκρινιάζαμε για τις φθορές του πολυπαιγμένου celluloid, αλλά ήμασταν απλά ευτυχισμένοι για τη δυνατότητα που είχαμε να βλέπουμε τέτοια έργα στη μεγάλη οθόνη. Ο Χίτσκοκ είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης και αυτή αποτελούσε μία ευκαιρία να γράψω (για το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, στο οποίο εργαζόμουν τότε) ένα κείμενο που θα ξεπερνούσε την έκταση μιας τυπικής κριτικής. Δημοσιεύτηκε στο καλοκαιρινό τεύχος (#93) εκείνης της χρονιάς και θεωρώ πως άξιζε να υπάρχει (για λόγους αρχείου) και στο FREE CINEMA, όπου και κάνει την… παρθενική διαδικτυακή του εμφάνιση! Καλή ανάγνωση.

ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟ «ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΓΙΑΓΑΝΤΩΝ»  

Από έναν τίτλο που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, με έναν… ανύπαρκτο ήρωα κι έναν «τρελό χορό» ανά την Αμερική, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έστησε την πιο διασκεδαστική ταινία του, ένα αξεπέραστο παιχνίδι πρακτόρων που εκτίθενται στο άπλετο φως, για να αποκαλύψουν λανθάνοντες ρόλους, την ταυτότητα του κακού και, πάνω απ’ όλα, τις φοβίες ενός ατόμου ή και ενός ολόκληρου έθνους!

Ύστερα από τη μέτρια υποδοχή του «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958) από κοινό και κριτικούς, ο Χίτσκοκ χρειάζεται μία «τονωτική» επιτυχία, ένα φιλμ που θα ξεσηκώσει τους θεατές παίζοντας με τα κλισέ του σασπένς, την κοσμοπολίτικη περιπέτεια, αλλά και τα κλασικά φετίχ του σκηνοθέτη: ένας αθώος ήρωας που ενοχοποιείται για κάτι που δεν έχει κάνει, αντιμέτωπος με διπρόσωπους χαρακτήρες (όπως και ο ίδιος, με έναν παράδοξο τρόπο…) και «θύμα» μιας συγκρατημένης σεξουαλικότητας, η οποία χαλιναγωγείται μέσα από την «παιδιάστικη» σχέση με τη μητέρα του. Προσθέστε τον ίλιγγο του κενού, πλήθος από πρωταρχικούς φόβους και την απειλή του κακού που ξεπροβάλλει με.. ονειρική διάθεση.

Η «ανάγνωση» του «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (η έμπνευση για τον ελληνικό τίτλο προήλθε από το βασικό σκηνικό του φινάλε, το μνημείο του όρους Ράσμορ, το οποίο απεικονίζει τέσσερις Προέδρους των ΗΠΑ), από το 1959 μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει… πολλαπλούς πονοκεφάλους! Δίπλα στην υπερβολή των θεωρητικών, ας μην ξεχνάμε πως ο Χίτσκοκ έφτιαχνε ταινίες για το κοινό, σ’ αυτό έκλεινε διαρκώς το μάτι και σ’ αυτό ασκούσε τη «σαδιστική» του τέχνη, μαρτυρώντας συνήθως ένα-δυο στοιχεία παραπάνω από αυτά που θα ήθελε να γνωρίζει κι ο εκάστοτε ήρωας. Η κριτική «αποκωδικοποίηση» ενός χιτσκοκικού έργου σπάνια στηρίχτηκε σ’ αυτό που προκαλούσε ο σκηνοθέτης, δηλαδή στην ταύτιση ή την ενστικτώδη παρακολούθηση της δράσης, χωρίς να αμφισβητούμε τον σημαντικότερο παράγοντα, αυτόν της διασκέδασης. Εδώ, λοιπόν, ο Χίτσκοκ σκηνοθετεί ένα… προφητικό boomerang για κείνους που μετέτρεψαν τη φιλμογραφία του σε ψυχαναλυτικό puzzle, προβοκάροντας το σασπένς με χιούμορ, ανατρέποντας το φαίνεσθαι ως φάρσα, παίζοντας με τη σημασία του τυχαίου και την ασημαντότητα των συμβόλων, τα οποία, πλέον, χρησιμοποιούνται για να βγάλουν… γέλιο! Πρώτο «αστείο» της υπόθεσης, ο τίτλος του φιλμ…

Ο ΣΑΙΞΠΗΡ… ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ!

Ο Χίτσκοκ το χαρακτήριζε ως «fantasy of the absurd». Η φαντασία του παραλόγου στηρίζει τη λογική του πρωτότυπου τίτλου: «North by Northwest» (Βόρεια από Βορειοδυτικά). Πέρα από τις φήμες που λένε ότι ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε τον τίτλο της ταινίας από μία σαιξπηρική ατάκα του Άμλετ («Ι am but mad north-northwest»), η ρεαλιστική πραγματικότητα λέει πως για μια πυξίδα το βόρεια από βορειοδυτικά… δεν σημαίνει απολύτως τίποτα! Απλά, «σχηματίζει» το δίχως ακριβή κατεύθυνση οδοιπορικό του ήρωα, ο οποίος βρίσκεται σε αναζήτηση ενός… ανύπαρκτου χαρακτήρα. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Μέσα από τους πολυπληθείς δρόμους της Μάντισον Άβενιου, ο Χίτσκοκ μας συστήνει με κυνισμό τον ήρωά μας, τον Ρότζερ Ο. Θόρνχιλ (Κάρι Γκραντ), έναν κομψό, σίγουρο για τον εαυτό του και… σίγουρα αδιάφορο επαγγελματία διαφημιστή. Για όσους απορούν, το αρχικό «Ο.» δεν σημαίνει – κι αυτό – τίποτα. «It’s my trademark – ROT», απαντά ο ίδιος για τα αρχικά του… rot-ten (σάπιου) χαρακτήρα ή του επαγγέλματός του; Μπαίνοντας στο Plaza Hotel, όπου έχει rendezvous για ένα ποτό με συναδέλφους, ακούμε ως μουσική υπόκρουση το «It’s a Most Unusual Day». Όντως. Η μέρα του «στραβώνει» από μια τυχαία σύμπτωση: ο Θόρνχιλ σηκώνει το χέρι του προς ένα bellboy, τη στιγμή που καλείται το όνομα κάποιου Τζορτζ Κάπλαν. Δύο σωματώδεις τύποι θα απάγουν τον Θόρνχιλ/«Κάπλαν», ο οποίος οδηγείται σε μια έπαυλη του Λονγκ Άιλαντ, υποχρεώνεται να αδειάσει ένα μπουκάλι bourbon και να «οδηγήσει», με κατεύθυνση ένα γκρεμό, προς τον «ατυχή» του θάνατο! Τις εντολές υπαγορεύει ο Φίλιπ Βαντάμ (Τζέιμς Μέισον), ξένος κατάσκοπος που «εμπορεύεται» κρατικά μυστικά, ο οποίος μας παρουσιάζεται με την ταυτότητα του Λέστερ Τάουνσεντ, διπλωμάτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο Θόρνχιλ σώζεται, τελικά, από θαύμα και η οδήγησή του τον… οδηγεί στο Τμήμα, όπου, σε κατάσταση μέθης, προσπαθεί να εξηγήσει ότι τον απήγαγαν κατάσκοποι, οι οποίοι επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Στο τηλεφώνημα που του επιτρέπεται να κάνει, δεν πείθει ούτε την ίδια του τη μάνα…

«ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΔΥΟ ΔΟΛΑΡΙΑ!»

Η κυρία Κλάρα Θόρνχιλ (Τζέσι Ρόις Λάντις) ζητά από το γιο της να πληρώσει την κλήση του και να τελειώσει αυτή η ιστορία που την αποσπά από το να συμμετέχει σε… παρτίδες bridge. Στο δικαστήριο, είναι η πρώτη που γελά στο άκουσμα της λέξης «λογικός», ως χαρακτηρισμός για τον Ρότζερ. Τυπική σχέση μητέρας – παιδιού για τη χιτσκοκική φιλμογραφία, εδώ στηρίζεται στον αστεϊσμό, όμως, παίρνει πιο τρομακτικές προεκτάσεις στα μετέπειτα «Ψυχώ» (1960), «Πουλιά» (1963) και «Μάρνι» (1964), όπου η μητρική καταπίεση δεν προκαλεί μόνο φοβίες αλλά και επικίνδυνες ψυχώσεις ή βίαια ξεσπάσματα… της φύσης. Ο Ρότζερ μπορεί να δωροδοκεί τη μητέρα του για να τον βοηθήσει στο ψαχούλεμα του δωματίου του «Κάπλαν», δηλώνοντας την ενήλικη απόσπασή του από το ρόλο του προστατευόμενου παιδιού, όμως εκείνη έχει το πάνω χέρι στο φιλμικό σύμπαν του Χίτσκοκ, μετατρέποντας την κάθε απόπειρά του υιού να αποδείξει την αλήθεια (γνωστή μόνο σε εμάς και… στο κακό) σε άλλη μία κίνηση δημόσιου ρεζιλέματος. Αποκορύφωμα, η σκηνή του ασανσέρ, με την κυρία Θόρνχιλ να ρωτά τους επίδοξους δολοφόνους του Ρότζερ: «Κύριοί μου, δεν προσπαθείτε να σκοτώσετε το γιο μου, έτσι;»! Ερώτηση που προκαλεί τα δυνατά γέλια στην οθόνη, όχι όμως και στους θεατές, οι οποίοι μοιράζονται το καρδιοχτύπι του Ρότζερ, καθώς «παίζει» διαρκώς κρυφτούλι με το θάνατο.

Στο κτήριο των Ηνωμένων Εθνών (σύμβολο απόλυτης τάξης στον κόσμο), ο Θόρνχιλ συναντά τον πραγματικό Τάουνσεντ (Φίλιπ Όμπερ), ο οποίος δολοφονείται από τους άνδρες του Βαντάμ. Η ενοχή θα βαρύνει, φυσικά, τον Θόρνχιλ, για να προστεθεί κι αυτός στην ατελείωτη σειρά χιτσκοκικών ηρώων που αναζήτησαν τη λύτρωση μέσα από μία καταδίωξη – οδύσσεια (η «Σκιά» σαφώς συνοψίζει τη θεματική αυτή, που γνωρίσαμε κυρίως από τα «39 Σκαλοπάτια» του 1935, το «Νέα και Αθώα» του 1937 και τον «Σαμποτέρ» του 1942).

Στη συνέχεια, ο θεατής – και μόνο – πληροφορείται, μέσω μιας συγκέντρωσης πρακτόρων της CIA, ότι ο Τζορτζ Κάπλαν είναι ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ένα «trick» που κατασκευάστηκε για να μπερδέψει τους ξένους κατασκόπους. Η εμπλοκή του Θόρνχιλ τους συμφέρει, αφού τώρα υπάρχει ο πράκτωρ Κάπλαν! Ο Θόρνχιλ θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο που «χρεώθηκε» άθελά του και, πλέον, η «υποκριτική» του δεινότητα θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής του… Ακολουθώντας τα ίχνη του «Κάπλαν», ο Θόρνχιλ παίρνει το τρένο (αγαπημένο μέσο του Χίτσκοκ) για Σικάγο και γνωρίζει «τυχαία» την ψυχρή ξανθιά Ιβ Κένταλ (Εύα Μαρί Σεντ), άλλο ένα πιόνι στην υπηρεσία του δαιμόνιου Βαντάμ. Η διαδρομή είναι γεμάτη flirt, υπονοούμενα και… αστάθεια («Το τρένο είναι λίγο ασταθές», λέει ο Θόρνχιλ, με εκείνη ν’ απαντά: «Ποιος δεν είναι;»).

Ως έξυπνος δημιουργός, ο Χίτσκοκ φρόντιζε πάντοτε να έχει προικισμένους συνεργάτες, όπως (στην προκειμένη) τον σεναριογράφο Έρνεστ Λίμαν, ο οποίος δεν κατάφερε απλώς να εντάξει στο στόρι όλες τις εμμονές του σκηνοθέτη, αλλά και να «εικονογραφήσει» τις σελίδες του με ένα ακριβές découpage που δεν άφηνε κανένα πλάνο στην τύχη του συνεργείου. Σταθερή «πολιτική» του Χίτσκοκ, ο οποίος μισούσε τα εξωτερικά γυρίσματα και τους αυτοσχεδιασμούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δούλευε στενά με τους συγγραφείς του, οι οποίοι γνώριζαν ή μπορούσαν να προτείνουν locations, μοιράζονταν λεπτομέρειες θεματικής και ανέλυαν μαζί του τους χαρακτήρες. Παράδειγμα – μάθημα για την τέχνη του Χίτσκοκ και τη σημασία του shooting script του Λίμαν στην ταινία αυτή είναι η περίφημη σεκάνς με το ψεκαστικό αεροπλάνο. Ο Θόρνχιλ αποδέχεται, μέσω της Ιβ, την πρόσκληση του Κάπλαν, να συναντηθούν μόνοι σε μια έρημη τοποθεσία. Ο καχύποπτος θεατής, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει Κάπλαν, συνειδητοποιεί και αναμένει μια νέα απόπειρα φόνου για τον Θόρνχιλ. Από πού, όμως;

ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ… ΕΦΙΑΛΤΗ

«Κάποιος με είχε ρωτήσει, τι είναι ευτυχία για σας; Του είχα απαντήσει: καθαρός ορίζοντας, χωρίς σύννεφα, χωρίς σκιές, τίποτα…», λέει ο Χίτσκοκ. Και μ’ αυτή τη λογική, ανατρέπει μέσα από 131 σύντομα πλάνα απίστευτης έντασης, όλα τα κλισέ των θρίλερ ή των φιλμ νουάρ που ήθελαν το μυστήριο να εντείνεται σε πλάνα νυχτερινά, σε υγρά, υποφωτισμένα σοκάκια της πόλης. Η σεκάνς τοποθετείται σ’ ένα αχανές τοπίο ερημιάς, κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως, που δεν κρύβει καμία απειλή. Σαν σε όνειρο, όλα είναι γνώριμα μα και παράξενα, όλοι σκεφτόμαστε την απειλή που πρόκειται να εμφανιστεί, κι εδώ «παίζουν» τα κλισέ. Το μαύρο αμάξι, ο κοστουμαρισμένος, μυστηριώδης άγνωστος (ο οποίος παρατηρεί ένα αεροπλάνο να ψεκάζει εκεί όπου δεν υπάρχουν χωράφια καλαμποκιού…), το λεωφορείο που, τελικά, δεν μεταφέρει το φονιά. Φορέας της απειλής, το άνευ λόγου παρόν ψεκαστικό, τονίζει κι αυτό το στοιχείο παραλογισμού της «Σκιάς», μοιάζει με ανεξήγητη παιδική φοβία που πραγματοποιείται σ’ έναν ανατριχιαστικό εφιάλτη. Από ολόκληρη τη σεκάνς απουσιάζει όχι μόνο η μουσική αλλά και ο λόγος (μην ξεχνάμε ότι η καριέρα του Χίτσκοκ ξεκινά από τον βωβό κινηματογράφο), οι ρυθμοί του μοντάζ περνάνε από το χαλαρό και το «βαρετό», σε staccato «χτυπήματα» πλάνων που συνθέτουν με απόλυτη οικονομία στη «γεωγραφία της οθόνης» (αρεστή έκφραση του σκηνοθέτη), την ένταση και το σασπένς του θεατή, ο οποίος συγχωρεί ό,τι πιο ανόητο (το αεροπλάνο καρφώνεται πάνω σ’ ένα βυτιοφόρο – που βρέθηκε στη μέση του πουθενά; – και ανατινάζεται) για να δει τον ήρωά του να διαφεύγει.

«YOU’RE A BIG BOY NOW»

Καθώς η πλοκή αποκαλύπτει συνεχείς ανατροπές για την ταυτότητα των χαρακτήρων, η μαστοριά του Λίμαν μας χαρίζει δύο σκηνές ευφυών διαλόγων, εκείνη της Ιβ και του Ρότζερ στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου (γεμάτη σεξιστικά λογοπαίγνια που υποδηλώνουν την ωρίμανση του ήρωα, ο οποίος μαθαίνει να τα βγάζει πέρα… με τα κορίτσια) κι εκείνη του πλειστηριασμού, όπου το ερωτικό «τρίγωνο» (η Ιβ ανάμεσα στους Θόρνχιλ και Βαντάμ) επιχειρεί έναν ουσιαστικό διαξιφισμό, μια «πάλη» εντυπώσεων μεταξύ δύο αρσενικών για την καρδιά (και το σώμα…) της γυναίκας – παγίδας. Εδώ, ο Βαντάμ κριτικάρει την αποτελεσματικότητα του Θόρνχιλ στους τόσους ρόλους που χρειάστηκε να ερμηνεύσει: από οργισμένος άνδρας που ισχυρίζεται ότι κάποιοι μπέρδεψαν την ταυτότητά του, έως καταζητούμενος φυγάδας που προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του, και δύστροπος εραστής, χτυπημένος από τη ζήλεια και την προδοσία. Ο Ρότζερ τον κοντράρει, λέγοντάς του ότι «η μοναδική ερμηνεία μου που θα σε ικανοποιούσε, θα ήταν το να παίξω τον νεκρό». Και ο Βαντάμ απαντά: «Ο επόμενος ρόλος σου. Θα είσαι πολύ πειστικός, σε διαβεβαιώ…». Παραδόξως, αυτός είναι ο επόμενος «ρόλος» του Θόρνχιλ. Play dead, λοιπόν.

Η τελική πράξη, με τον ήρωα να κατευθύνεται προς τη Βόρεια Ντακότα, πετώντας με… Northwest Orient Airlines, αλλάζει ξανά τα δεδομένα του κοινού για τους κεντρικούς χαρακτήρες και η δράση κορυφώνεται στο μνημείο του όρους Ράσμορ. Πέρα από τη φοβία για το κενό (όχι ότι κάποιος πάσχει από ακροφοβία, απλώς οι θεατές φτάνουν στο χείλος του… καθίσματος, υπό τον κίνδυνο της πτώσης, στα υποκειμενικά πλάνα των ηρώων προς τον γκρεμό), ο Χίτσκοκ διασκεδάζει μολύνοντας την πίστη των Αμερικανών στα σύμβολα απόλυτης τάξης, προσθέτοντας το «ταραχοποιό» στοιχείο του κακού σε ιστορικά μνημεία. Δεν είναι η πρώτη φορά. Στον «Σαμποτέρ» (1942), η τελική μάχη καλού – κακού δίνεται στην κορυφή του Αγάλματος της Ελευθερίας, ενώ στον «Άγνωστο του Εξπρές» (1951), η παρουσία και μόνο του ψυχοπαθούς Μπρούνο στα σκαλοπάτια του μνημείου του Τζέφερσον, στη Γουόσινγκτον, αρκεί για να διαταράξει την εμπιστοσύνη και τις αγαθές αντιλήψεις όλων…

Ίσως αυτά να αρκούν για να σας κάνουν να ξαναδείτε το «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» εκεί που πρέπει, στη μεγάλη οθόνη. Η επανέκδοση, με καινούργιες κόπιες, είναι ένα πραγματικό γεγονός για τους κινηματογραφόφιλους και πολύ περισσότερο για τους νεότερους, που δεν πρόλαβαν τις τελευταίες προβολές μιας καταταλαιπωρημένης κόπιας στα θερινά, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γι’ αυτούς, θα υποκύψω και… θα μαρτυρήσω το φινάλε! Ένα – φαλλικό – τρένο εισχωρεί με ταχύτητα σ’ ένα τούνελ. Προφανώς, η λογοκρισία της εποχής δεν έπαιρνε χαμπάρι!