ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΣΕΟΥΛ (2022)
(RETOUR À SÉOUL)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάβι Τσου
- ΚΑΣΤ: Παρκ Τζι-Μιν, O Κουάνγκ-Ροκ, Γκούκα Χαν, Κιμ Σουν-Γιούνγκ, Λουί-Ντο ντε Λενκεσέν, Γιοάν Ζίμερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Εικοσιπεντάχρονη Κορεάτισσα που έχει μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια στη Γαλλία, ταξιδεύει στη Σεούλ για πρώτη φορά μετά τη γέννηση της, με σκοπό ν’ αναζητήσει τους βιολογικούς της γονείς. Ή μήπως για να αναζητήσει τον εαυτό της;
Εκ πρώτης όψεως, τούτη η «Επιστροφή στη Σεούλ» μοιάζει με κορεάτικο αντίγραφο του «Lion» (2016). Αμφότερα εμπνευσμένα από αληθινές ιστορίες υιοθετημένων τέκνων, που έχοντας μεγαλώσει σε ξένη χώρα επιστρέφουν στη γενέτειρά τους αναζητώντας τους βιολογικούς τους γονείς, διαθέτουν στη ραχοκοκαλιά τους μία εκ προοιμίου συγκινητική ιστορία. Οι ομοιότητες σταματούν εδώ, καθώς ο χειρισμός του ίδιου θέματος είναι… όσο πιο διαφορετικός θα μπορούσε να υπάρξει. Η ταινία του Γκαρθ Ντέιβις ήταν ένα συνδυασμός εξωτικού crowd-pleaser με μελόδραμα επανασύνδεσης, ενώ αυτή του γεννημένου στην Καμπότζη (μα μεγαλωμένου στη Γαλλία) Ντάβι Τσου, χρησιμοποιεί το ταξίδι αναζήτησης της Φρεντί σαν πρόφαση προκειμένου η κεντρική ηρωίδα ν’ ανακαλύψει δευτερευόντως τους γονείς της και πρωτίστως… τον εαυτό της. Υπό αυτό το πρίσμα, το «Lion» πετύχαινε καλύτερα το στόχο του. Η «Σεούλ», αντιθέτως, ενώ διαθέτει μια indie ματιά που θυμίζει μέχρι και τις υπέροχες μέρες του Χαλ Χάρτλεϊ από τη δεκαετία του ‘90, πέφτει θύμα ενός αναίτιου κατακερματισμού του στόρι της, που καταστρέφει τις τίμιες αφηγηματικές προθέσεις του πρώτου μισού του έργου.
Πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Golden Slumbers» (2012) στη Νότια Κορέα, ο Τσου αποδέχθηκε το αίτημα φίλης του από τη Γαλλία να τον συνοδεύσει στη Σεούλ, καθώς είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν έτοιμη πλέον να συναντήσει για πρώτη φορά τους γονείς της. Ο νεαρός auteur παραβρέθηκε στην οικογενειακή επανασύνδεση, γεγονός που αποτέλεσε το κέντρισμα της έμπνευσης για τούτο το δεύτερο μεγάλου μήκους φιλμ της καριέρας του. Χωρισμένο σε κεφάλαια που καλύπτουν οκτώ χρόνια από τη ζωή της Φρεντί, το φιλμ συστήνει μια αντισυμβατική ηρωίδα η οποία αρνείται να μπει σε οποιοδήποτε καλούπι. Η Φρεντί, άλλωστε, έχει πάρει το αεροπλάνο για την Κορέα σχεδόν κατά λάθος (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται), αν και η επιθυμία της να γνωρίσει μαμά και μπαμπά δείχνει να είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Η αμήχανη πρώτη συνάντηση με τον βιολογικό της πατέρα, καθώς και η επιμονή της (παρά την περίπλοκη κορεάτικη νομοθεσία) να λάβει σημεία ζωής από τη μητέρα της, φτιάχνουν ένα κλίμα που θυμίζει μία αποστασιοποιημένη εκδοχή του σινεμά του Χιροκάζου Κόρε-Έντα. Κάπου εκεί, όμως, αρχίζουν τα άλματα στον χρόνο, με την πολυετή παραμονή στην Κορέα να παρασύρει τη Φρεντί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και όχι αναζήτησης, το οποίο ατυχώς φλερτάρει με το καταστασιακό ασυνάρτητο (ή αδιάφορο, έστω).
Οι προσωπικές και επαγγελματικές αποφάσεις της Φρεντί αρχίζουν να στερούνται εξηγήσεων, κάνοντας την πορεία της ζωής της ν’ ακολουθεί ένα σεναριακό αλαλούμ από διαφορετικές γλώσσες, τόπους και ανθρώπους, που εάν πετυχαίνει κάτι είναι να εκπορεύσει ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις του… εντελώς ασαφούς τύπου. Όχι από πλευράς κατανόησης του τι ακριβώς διαδραματίζεται (δεν πρόκειται για κάποια art-house παραξενιά), αλλά από πλευράς σύνδεσης με την αρχική σεναριακή ιδέα. Η άκρως πειστική πρώτη συνάντηση της Φρεντί με τον πατέρα της, που εξαιτίας της εύλογης διαφοράς κουλτούρας, της αδυναμίας συνεννόησης (ένεκα άγνοιας γαλλικών και κορεατικών, αντίστοιχα) και ενός χάσματος επί το γενικότερο κάνει αμφότερους να νιώθουν άβολα (ειδικά τη Φρεντί), δίνει τη θέση της σε μια αινιγματική (στα όρια της ανεξήγητης) περιπλάνηση στον κόσμο των έξαλλων parties, των one night stand και της… βιομηχανίας όπλων, με vibes που παραπέμπουν στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» (2003). Η εγκατάλειψη και η ορφάνια μοιάζουν ν’ αποτελούν συνώνυμα της οργής και της πίκρας, καθώς η Φρεντί αδυνατεί από ένα σημείο και μετά να τιθασεύσει τα συναισθήματά της, αποκτώντας ενίοτε συμπεριφορές όχι απλά αλλοπρόσαλλες, αλλά και ενοχλητικές. Θα αποτελούσε έκπληξη εάν το φινάλε του οδοιπορικού της Φρεντί (για κάποιο λόγο στη Ρουμανία!) έκρυβε ουσιαστικό νόημα, με τον Τσου να καταφεύγει σε κυκλικούς συμβολισμούς, ανοιχτούς σε κάθε ερμηνεία. Η Φρεντί της αρχής ήθελε ν’ ακούσει, ενώ εκείνη του φινάλε να ακουστεί. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.