FreeCinema

Follow us

TÁR (2022)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Φιλντ
  • ΚΑΣΤ: Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάν, Νίνα Χος, Σόφι Κάουερ, Μαρκ Στρονγκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 158'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP

Μία διεθνώς αναγνωρισμένη διευθύντρια ορχήστρας πασχίζει να ισορροπήσει την ενέργειά της σ’ ένα διάστημα επίπονων προβών για την προετοιμασία του τελευταίου κονσέρτου σε συμφωνία του Μάλερ που πρόκειται να ηχογραφήσει, καταδιωκόμενη από το «φάντασμα» μιας θαυμάστριας – μουσικού που αυτοκτόνησε εξαιτίας της και παθιασμένη να κατακτήσει ερωτικά μια πρωτοεμφανιζόμενη νεαρή τσελίστα.

Κομήτης σκηνοθετικά ο Τοντ Φιλντ, σ’ ένα διάστημα που πληροί τις δύο δεκαετίες, έχει γυρίσει μόλις τρεις ταινίες, αταίριαστες μεταξύ τους, αρκετά αμφιλεγόμενες και με ολοκληρωτική αδυναμία στο να χαρακτηρίζουν τις προθέσεις του πίσω από την κάμερα, την αισθητική του ταυτότητα, τις αφορμές που τον οδηγούν σε ένα πλαίσιο δημιουργικής αναζήτησης από αυτή τη θέση. Η προηγούμενη σκηνοθεσία του, το «Κρυφές Επιθυμίες» (2006), είναι ένα έργο που ουδείς θυμάται, πλέον. Κι όμως, με το «Tár» έτυχε διθυραμβικής υποδοχής, λες και ο πλανήτης σινεμά ανέμενε διακαώς την επιστροφή του, πλέον διεκδικεί έξι βραβεία Όσκαρ (ο ίδιος ως παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος) και είναι δύσκολο να εντοπίσεις αρνητική κριτική γι’ αυτό το φιλμ σε ολόκληρο τον κόσμο!

Αν ρωτάς κι εμένα, το «Tár» αποτελεί μία από τις πιο κούφιες ταινίες των καιρών μας, που μας έχουν καλέσει να «αποκρυπτογραφήσουμε» τα «εγκεφαλικά» μυστικά τους και να σπαταλήσουμε φαιά ουσία για την ανάλυσή τους. Κατά τη διάρκεια της θέασής του, φανταζόμουν τον Φιλντ να κρατά ένα χαρτί με «κουτάκια» που αντιπροσωπεύουν στοιχεία αγαπητά στο hype τη σήμερον ημέρα και να τσεκάρει το κάθε ένα από αυτά, με το άγχος μήπως έχει ξεχάσει να συμπληρώσει κάποιο. Με ένα σενάριο λεκτικών πυροτεχνημάτων («Ο ναρκισσισμός των μικρών διαφοροποιήσεων οδηγεί στον πιο βαρετό κομφορμισμό», εντάξει;), ο Φιλντ αγωνίζεται να δώσει ζωή σε κάτι τόσο λαϊκίστικα σχηματικό και ανόητο, αν έχεις τη διορατικότητα να ξεγυμνώσεις τη δηθενιά πάνω από την εξαιρετικά καλλωπισμένη επιφάνεια. Ακόμα και η ψυχρότητα του έργου λες και προέρχεται από ένα manual ύφους, το οποίο έχει ακολουθήσει κατά γράμμα. Σαν η γραφή και η ματιά του «Tár» να προήλθαν από ένα robot (πόσο ειρωνική είναι η κατηγορία αυτή, όταν η κεντρική ηρωίδα την απευθύνει σε έναν μαθητή της στο Juilliard), το οποίο εκτελεί τα καθήκοντα του Φιλντ έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να γίνει αρεστό από ένα target group «αρίστων» θεατών, ανώτερου και σαφώς ελιτίστικου επιπέδου.

Αυτό είναι ένα εντελώς αστείο σκεπτικό, όταν συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς ένα φτηνό και στερεότυπο σε πλοκή μελόδραμα, στο οποίο η ηρωίδα είναι μία τυραννική μορφή που μεταδίδει την καταστροφή σε οτιδήποτε αγγίζει, δίχως να λογαριάζει την παραμικρή φθορά για πάρτη της. Με βάση ένα πάθος σχεδόν «βαμπιρικό», που ρουφά τη νιότη και οτιδήποτε φρέσκο από τις συντρόφους ή τις ερωμένες της, η Λίντια Ταρ ανακαλύπτει το καινούργιο της «παιχνίδι», μια νεαρή τσελίστα με την οποία φλερτάρει κατακτητικά, αναμένοντας τη στιγμή που το θήραμα θα γίνει δικό της (με κάθε έννοια), θυσιάζοντας πίσω της μια πιστή «σύζυγο», την προσωπική βοηθό που ονειρεύεται ν’ ανέβει level δίπλα της και μια προηγούμενη θαυμάστρια – μουσικό η οποία (ξεκάθαρα) οδηγείται στην αυτοκτονία όχι απλά επειδή την απομάκρυνε από τη ζωή της, αλλά και την απέκλεισε από το να σταδιοδρομήσει στον χώρο!

Τι ακριβώς απαιτεί από εμάς σε τούτη την ταινία ο Φιλντ; Να συμπαρασταθούμε σε ένα χειριστικό τέρας; Να συμπάσχουμε με την ηρωίδα σαν να πρόκειται για ένα θύμα; Να ταυτιστούμε με τι ακριβώς; Με ένα εγωπαθές άτομο που παραληρεί από την εξουσία την οποία κατέχει και καταστρέφει τους γύρω της, δίχως ν’ αντιλαμβάνεται ότι, αναπόφευκτα, κάποτε θα πρέπει να υπάρξουν και συνέπειες; Θέλει να μας συγκινήσει με την κατρακύλα της στο τελευταίο μέρος του φιλμ; Ή να μας κάνει να νιώσουμε (δήθεν) τύψεις για τη χαιρέκακη ματιά που θα της ρίχνουμε στο φινάλε; Κι αν είναι έτσι, εμείς γινόμαστε τελικά οι ανθρωποφάγοι τούτης της υπόθεσης; Εάν, από κάποια συγκεκριμένη σκοπιά, ο ρόλος του Φιλντ είναι να μας κουνήσει το δάχτυλο της διδαχής σε σχέση με την αποκαλούμενη «cancel culture», τα πράγματα είναι θλιβερά χειρότερα! Διότι μας θεωρεί υπαίτιους της κατάληξης (και γελοιοποίησης) της Λίντια Ταρ, έναν δήθεν αναμάρτητο όχλο που λιθοβολεί και ακυρώνει το ταλέντο έναντι της ατομικής κρίσης επί της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, με υπο-παράγοντες που (εκεί έξω) αφορούν σε καταγωγή, θρησκεία, σεξουαλικότητα και πάει λέγοντας.

Υπό ένα πρίσμα ανάλυσης του χαρακτήρα της Λίντια Ταρ, ενθυμήθηκα μια περίοδο των ’80s στην οποία ο μέσος πολίτης / θεατής (και δη οι άρρενες) δαιμονοποιούσε κοινωνικά την Άλεξ Φόρεστ της «Ολέθριας Σχέσης» (1987). Ναι, εκεί η γυναίκα ήταν όντως το θύμα, που διεκδικώντας τη θέση της απέναντι στην «ξεπέτα» της μιας βραδιάς, φορτωνόταν πάνω της όλη την εχθρική υστερία της απειλής προς την ενωμένη (και «ιερή») οικογένεια, έως και υπερβολικά παράλογες μεταφορικές ερμηνείες που έφταναν στο σημείο ταύτισης της ηρωίδας με τη μάστιγα του AIDS! Σήμερα, η Άλεξ αποτελεί ένα σημαντικό φεμινιστικό της Ιστορίας του σινεμά. Όπως και η Λίντια, για μερίδα ενός… σκεπτόμενου κοινού, μπορεί να είναι πρωτίστως μία σπουδαία και χαρισματική καλλιτέχνιδα, κορυφή στο είδος της και στις κατακτήσεις του επαγγελματικού της τομέα ως γυναίκα. Διότι καλύπτει αρκετά «κουτάκια» της… πολιτικής ορθότητας της εποχής μας. Δεν θα ήθελα, όμως, να σκεφτώ πως θα την αντιμετώπιζαν σ’ ένα φιλμ της δεκαετίας του ’80 ή του ’70 (το οποίο φθονεί στιλιστικά εδώ ο Φιλντ)…

Ελάχιστες ουσιαστικές αρετές βρήκα στο «Tár», με βασική τη δουλειά του Φλόριαν Χοφμάιστερ στη διεύθυνση φωτογραφίας (ευτυχώς, είναι υποψήφιος για Όσκαρ), ο οποίος χαρίζει στο φιλμ ένα υπέροχο flow κίνησης και «βλέμματα» που σε συνεπαίρνουν στο μεγαλύτερο μέρος της… τεράστιας διάρκειάς του. Όσο για την ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ, μπορώ να καταλάβω γιατί ο Φιλντ είχε δηλώσει πως δεν θα γύριζε την ταινία εάν δεν την είχε ως πρωταγωνίστρια. Η Μπλάνσετ βρίσκεται στο απόλυτο στοιχείο της. Γιατί, ακόμη και χωρίς να γνωρίζεις (προσωπικά) από τι αποτελείται το είναι της, σου βγάζει αυτό το συναίσθημα, ότι πρόκειται για μία «γαμημένη σκύλα», όπως την αποκαλεί κι εκείνος ο μαθητής που είχα αναφέρει νωρίτερα. Αυτό ταιριάζει τόσο και στο «κουτάκι» της απόλυτης ψυχρότητας που υιοθετεί αφηγηματικά ο Φιλντ. Το «robot» και η «σκύλα», λοιπόν. Μαζί, αυτές οι λέξεις χαρακτηρίζουν με εκφραστική οικονομία την ψυχή του «Tár». Αν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά ότι υφίσταται (ανθρώπινη) ψυχή σ’ αυτό το έργο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σκηνοθετικό high-end στυλ και διανοουμενίστικη «γιρλάντα» πίσω από μια πλοκή ερωτικής… «κατινιάς», το «Tár» ξεκινά σαν να υπόσχεται κάτι το εντυπωσιακό καλλιτεχνικά, μα αποσυντίθεται σταδιακά για ν’ αποκαλύψει τους αποπροσανατολισμένους (και διόλου ενιαίους) στόχους του. Μερίδα του «art-house» κοινού θα «τσιμπήσει» κανονικότατα, άλλοι θα αγκομαχούν για το πόσο «θεά» είναι η Κέιτ Μπλάνσετ, πολλοί θα νιώσουν διαφορετικά τα… αποπνικτικά 158 λεπτά της διάρκειας του φιλμ. Σκεφτείτε σοβαρά σε ποια κατηγορία ανήκετε…


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.