FreeCinema

Follow us

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΤΤΟ (2021)

(KING OTTO)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Ο Όττο Ρεχάγκελ, η πρόσληψή του ως προπονητή της Εθνικής Ελλάδος και ο θρίαμβος στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Όπως τα έζησε αυτός, οι συνεργάτες και οι παίκτες του.

Η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004 από την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της χώρας μας, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που έχουν σημειωθεί ποτέ στο χώρο του αθλητισμού, γενικότερα. Τούτο το ντοκιμαντέρ του πρωτοεμφανιζόμενου Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς, ενώ ξετυλίγει με τρόπο απολύτως ορθολογικό το χρονικό ενός ανεπανάληπτου θριάμβου, έχοντας σα σημείο αναφοράς την πρόσληψη στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας του Όττο Ρεχάγκελ, ουδεμία έκπληξη προσφέρει στο ντόπιο ποδοσφαιρόφιλο κοινό (στο οποίο και αποκλειστικά απευθύνεται…). Όλα όσα λέγονται και προβάλλονται είναι σε γενικές γραμμές πασίγνωστα, χιλιοειπωμένα και «ασφαλή», κάνοντας το ντοκιμαντέρ να μοιάζει περισσότερο με εκπομπή – αφιέρωμα που ετοιμάστηκε μέσα στο μεθύσι της κατάκτησης του τροπαίου, και όχι με κάτι το οποίο διατηρεί το πλεονέκτημα της «αποκαλυπτικής» ματιάς που δύναται να προσφέρει ο χρόνος που (έκτοτε) έχει μεσολαβήσει.

Αυτό που κάπως κάνει τη διαφορά στα γνωστά και τετριμμένα, είναι η παρουσία του ίδιου του Ρεχάγκελ, ο οποίος ανοίγοντας το σεντούκι των αναμνήσεών του, αποδεικνύεται ένας εξαιρετικός αφηγητής. Ο Γερμανός, μιλώντας on camera, πιάνει το νήμα της αθλητικής του καριέρας από το ξεκίνημά της ως ποδοσφαιριστής, περνώντας εν συνεχεία στο χώρο της προπονητικής, όπου και έγραψε χρυσές σελίδες στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Δυστυχώς, όλη αυτή η χρονική περίοδος ξεπετιέται μέσα σ’ ένα τρίλεπτο, μιας και η ελληνική του καριέρα είναι αυτή που (μας) ενδιαφέρει. Χάνεται έτσι η ευκαιρία να γίνει πλήρως αντιληπτό (σε όσους τυχόν δεν γνωρίζουν καλά τον προ Ελλάδας βίο του) το τεράστιο μέγεθος του ονόματος του Όττο Ρεχάγκελ. Το απίθανο επίτευγμά του να κερδίσει την Bundesliga με τη νεοφώτιστη στην κατηγορία Kaiserslautern ίσα που αναφέρεται, η δε δεκαπενταετής παραμονή του στον πάγκο της Werder Bremen και η λατρεία που οι οπαδοί της ομάδας έχουν προς το πρόσωπό του, ούτε που ακούγεται. Η απόφασή του να μεταναστεύσει, στη δύση της καριέρας του, σε μια άγνωστη γι’ αυτόν χώρα και να εκτελέσει για πρώτη φορά χρέη ομοσπονδιακού τεχνικού, έμοιαζε για τους συμπατριώτες του σαν κίνηση απελπισίας. Εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε η πλέον σοφότερή του…

Σε αντίθεση με τα εν Γερμανία πεπραγμένα του, ό,τι αφορά στην πρόσληψή του από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, το ντεμπούτο του ως ομοσπονδιακού προπονητή και την πορεία προς τον τελικό της 4ης Ιουλίου του 2004 στη Λισαβόνα, είναι λεπτομερή, διεξοδικά και… ελάχιστα παρασκηνιακά. Πλην του ενίοτε απολαυστικά γλαφυρού Ρεχάγκελ, ο Μαρκς δίνει τον λόγο σε αρκετούς από τους ποδοσφαιριστές της ομάδας που κατέκτησε το τρόπαιο (Δέλλας, Καραγκούνης, Σεϊταρίδης, Φύσσας, Νικοπολίδης), αλλά και στον τότε πρόεδρο της ΕΠΟ, Βασίλη Γκαγκάτση. Ο τελευταίος, αφηγούμενος το ιστορικό της πρόσληψης του Ρεχάγκελ, διατηρεί έναν αρκούντως «λαϊκό» λόγο, περιγράφοντας εύστοχα με δυο-τρεις πινελιές την διαχρονική απαξίωση της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου (ως αιτιατό, βέβαια, δίχως να αναζητούνται οι αιτίες), αποδίδοντας παράλληλα τα εύσημα… στον εαυτό του.

Οι on camera συνεντεύξεις των παικτών, από την άλλη, αποτελούν σχεδόν… καταστροφή. Δεν είναι μόνο ότι επιβεβαιώνεται η γενική παραδοχή πως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων ποδοσφαιριστών δεν το έχει με τα λόγια, αλλά (ακόμη χειρότερα) αν και πλέον όλοι τους είναι εδώ και χρόνια βετεράνοι και (θα έπρεπε να) βλέπουν τα πράγματα αποστασιοποιημένα, χρησιμοποιούν τον ίδιο «ξύλινο», τυποποιημένο λόγο που διατηρούσαν ως εν ενεργεία αθλητές. Σε κάποια στιγμή, ο Γιούρκας Σεϊταρίδης θέλοντας να τονίσει τη σιδηρά πειθαρχία που ο Ρεχάγκελ έφερε στο σκορποχώρι της Εθνικής, αναφέρει πως δεν δίστασε να κόψει από τις κλήσεις πασίγνωστο, πολύ καλό ποδοσφαιριστή μεγάλης ομάδας, με τον οποίο ήρθε σε ανοιχτή κόντρα. Λες και αν έλεγε πως ο coach πλακώθηκε με τον Γρηγόρη Γεωργάτο και ούτε του πέρασε ξανά ποτέ από το μυαλό να τον καλέσει έκτοτε στην ομάδα, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, θα… χαλούσε το κλίμα στα αποδυτήρια. Είναι τόσο τυπικά αδιάφορες οι αφηγήσεις των πρώην διεθνών, που κάπου σκέφτηκα πώς όλο και κάποιος εξ αυτών θα πει οσονούπω το all-time classic… «κοιτάμε το κάθε match ξεχωριστά και στο τέλος θα κάνουμε ταμείο».

Το αρχειακό υλικό που συνοδεύει τις συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή σπανιότητας (στιγμιότυπα από τα παιχνίδια του Euro 2004 και των προκριματικών αγώνων που προηγήθηκαν, πανηγύρια στου δρόμους της Αθήνας, αποσπάσματα από εκπομπές της γερμανικής τηλεόρασης), με μία μονάχα εξαίρεση. Η τελετή υποδοχής του Ρεχάγκελ στο αεροδρόμιο της Αθήνας (ο Θεός να την κάνει τέτοια, δηλαδή), αποτελεί ένα ξεχασμένο αριστούργημα κιτσάτης, παρακμιακής αμηχανίας. Αξίζει ίσως μόνο γι’ αυτό ο «Βασιλιάς Όττο», μαζί με την υπό αγγλικής περιγραφής ένθεση φάσεων από το αδιάφορο για την Ελλάδα, μεν, ιστορικό για την ομάδα και τον Ρεχάγκελ, δε, παιχνίδι έναντι της Εθνικής Αγγλίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002. Άπαντες εξαίρουν τη σημασία που για την αυτοπεποίθηση των παικτών μας είχε το match αυτό, με τον Ρεχάγκελ ν’ αρχίζει από το σημείο εκείνο να πιστεύει πως δεν έκανε κάποιο ολέθριο λάθος που άφησε την πατρίδα του και το όνειρο της πρόσληψής του ως προπονητή της Εθνικής Γερμανίας, για να μπλέξει… μ’ αυτούς τους Έλληνες. Απολάμβανε την παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής ομάδας της χώρας μας ο Ρεχάγκελ και δεν το κρύβει, όπως δεν κρύβει την χαώδη διαφορά (ποδοσφαιρικής και όχι μόνο) κουλτούρας που είχε ν’ αντιμετωπίσει άπαξ τη ανάληψης των καθηκόντων του. Ήταν πρώτος μεταξύ ίσων στην πατρίδα του ο coach, όμως, εδώ έγινε ο πρώτος των πρώτων. «Προτιμώ να με φωνάζουν βασιλιά Όττο, παρά να με αγνοούν», αναφέρει σε μια αποστροφή του λόγου του. Σκοράρει με τη δήλωση του ο Γερμανός, το φερώνυμο του προσωνύμιου του ντοκιμαντέρ, όμως, το κάνει με τη συχνότητα που έβαζε γκολ η Εθνική μας. Εκείνη, τουλάχιστον, κέρδιζε. Ο «Βασιλιάς Όττο» πλησιάζει σε αυτό που λέμε… τιμητική ήττα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μπερδεμένο αρχικά, ανάμεσα σε κάτι που μοιάζει με αυτοβιογραφία του Όττο Ρεχάγκελ και σε χρονικό της κατάκτησης του Euro 2004 από την Εθνική Ελλάδος, το «Βασιλιάς Όττο» καταλήγει ν’ αφορά αποκλειστικά το δεύτερο, από τη σκοπιά του (m)otto «οι τελευταίοι έσονται πρώτοι». Για έναν ξένο ή μη γνώστη του θέματος θεατή, έχει σχετικό ενδιαφέρον. Για όσους γνωρίζουν από ντόπιο ποδόσφαιρο, το ντοκιμαντέρ βρίσκει δοκάρι και πάει έξω. Τουλάχιστον, δεν ακούγεται η λέξη «πειρατικό». Κάτι είναι κι αυτό.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.