FreeCinema

Follow us

ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΓΟΥΑΝΤΑ (1988)

(A FISH CALLED WANDA)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαρλς Κράιτον
  • ΚΑΣΤ: Τζον Κλιζ, Τζέιμι Λι Κέρτις, Κέβιν Κλάιν, Μάικλ Πέιλιν, Μαρία Έιτκεν, Τομ Τζόρτζεσον, Πατρίσια Χέιζ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART

Κατόπιν τολμηρής ληστείας στο κέντρο του Λονδίνου, η τετραμελής συμμορία που την οργάνωσε, ένας δικηγόρος κι ένα οικιακό… ενυδρείο μπλέκουν σε ακραίες καταστάσεις, όταν τα λάφυρα εξαφανίζονται!

Όταν μιλάμε για τον κανόνα των κλασικών κωμωδιών της κινηματογραφικής ιστορίας, το «Ένα Ψάρι που το Έλεγαν Γουάντα» δεν βρίσκεται ιδιαίτερα μακριά από τους κορυφαίους τίτλους. 32 χρόνια μετά την κυκλοφορία της παραμένει, εκτός από ένα άκρως ξεκαρδιστικό φιλμ με γερές δόσεις μπουφόνικου χιούμορ, μία από τις πιο εύστοχες και οξυδερκείς σάτιρες της βρετανικής κοινωνίας, έστω κι αν ορισμένες στερεοτυπικές απεικονίσεις χαρακτήρων σήμερα ενδέχεται να μοιάζουν κάπως απαρχαιωμένες. Οι κοινωνικές ανισότητες αλλά και η φλεγματική, συναισθηματικά καταπιεσμένη φύση του μέσου Βρετανού παραμένουν «αναλλοίωτες αξίες» ακόμη και στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με απολαυστικά αποτελέσματα όταν διακωμωδούνται τόσο έξυπνα σε ένα έργο που δείχνει ικανό να αψηφήσει τον χρόνο.

Ο Τζον Κλιζ, ήδη σε στάσιμη επαγγελματική καριέρα για κάποια χρόνια μετά το τέλος του «Fawlty Towers» και την πιο πρόσφατη ανεπίσημη διάλυση των Μόντι Πάιθον (η κυριολεκτική ταφόπλακα ήρθε έναν χρόνο μετά τη «Γουάντα», με τον πρόωρο χαμό του Γκρέιαμ Τσάπμαν), έγραψε το σενάριο αυτής της κωμικής περιπέτειας παρανομίας με την επιφανειακά ευγενική, αλλά βαθύτερα άγρια παρατηρητική σατιρική ματιά στη θατσερική Μεγάλη Βρετανία του τέλους των δύσκολων ’80s, γνώριμα δηλαδή σεναριακά χωράφια για εκείνον αλλά και τον σκηνοθέτη τον οποίο επέλεξε, παρακάλεσε και τελικά έπεισε να «προσληφθεί» για την ιδανική σκηνοθετική καθοδήγηση της ιστορίας του. Ο τότε 78χρονος Τσαρλς Κράιτον, πάλαι ποτέ δημιουργός μερικών από τις πιο θρυλικές κωμωδίες των Ealing Studios (όπως το «Η Συμμορία των Εντιμότατων» του 1951), είχε λίγο-πολύ αποσυρθεί, επιλέγοντας να κάνει τηλεοπτικές δουλειές στην τελευταία εικοσαετία, καθώς θεωρείτο ήδη «βετεράνος» (βλέπε… «ξεπερασμένος»), όμως η επιμονή του Κλιζ κατάφερε να του αποφέρει μία ακόμη κινηματογραφική επιτυχία που έμελλε να είναι και η τελευταία του δουλειά (αποσύρθηκε τελειωτικά αμέσως μετά και πέθανε μία δεκαετία αργότερα). Όπως και η πένα του Κλιζ (και των υπόλοιπων Πάιθον), έτσι και οι κωμωδίες που σκηνοθέτησε ο Κράιτον τη χρυσή περίοδο των Ealing, χαρακτηρίζονταν από φαινομενικά «λαϊκό», εύπεπτο χιούμορ, είχαν όμως και μία παράπλευρη, σχεδόν υποδόρια σατιρική χροιά, παρατηρώντας και (επι)κρίνοντας τις κοινωνικές διαφορές και περιστάσεις της εποχής (τους). Η επιμονή και η εμπιστοσύνη του Κλιζ στην εμπειρία και τις ικανότητες του «γερο-Κράιτον», λοιπόν, ανταμείφθηκαν και με το παραπάνω.

Η ιδέα του Κλιζ να βάλει δύο Αμερικανούς (και δη απατεωνίσκους) χαρακτήρες στο προσκήνιο, καθώς προσπαθούν να εφαρμόσουν τα εγκληματικά τους σχέδια μέσα στην ακαταλαβίστικη και επιεικώς παράλογη για εκείνους βρετανική καθημερινότητα, είναι απλά ιδιοφυής. Έτσι, η σέξι Γουάντα, το μοναδικό θηλυκό μέλος της συμμορίας και η πέτρα του σκανδάλου για τους υπόλοιπους (ανεξαιρέτως) αρσενικούς, τα έχει με τον αρχηγό, τον Τζορτζ, αλλά και με τον ηλίθ… συγγνώμη, τον κάπως αφηρημένο συμπατριώτη της, τον Ότο. Όταν ο Τζορτζ είναι ο μοναδικός που συλλαμβάνεται και η λεία της ληστείας χάνεται, η Γουάντα δεν διστάζει να φλερτάρει με τον αγαθιάρη της ομάδας, τον Κεν, αλλά και τον δικηγόρο υπεράσπισης του Τζορτζ, τον Άρτσι, για ν’ ανακαλύψει πού βρίσκεται η λεία. Ο Άρτσι, μεσόκοπος, μεγαλοαστός, φλεγματικός, παγιδευμένος σε έναν passive-aggressive γάμο, άρα έντονα και ολοφάνερα «σεξουαλικά καταπιεσμένος» (όπως σωστά του λέει μεταξύ άλλων αδιανόητων «γαλλικών» ο Ότο, σε μια σκηνή ανθολογίας που και από μόνη της θα μπορούσε να έχει δώσει το επάξιο Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου στον ιδιοφυή χαμαιλέοντα Κέβιν Κλάιν), ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη νεαρή Γουάντα και ξεκινά να φαντάζεται μία άλλη ζωή, με ίσως πιο «χολιγουντιανό» happy ending. Και τότε είναι που η επαγγελματική και προσωπική του ακεραιότητα, καθώς και οι ηθικές του αξίες, πάνε περίπατο. Ο χαρακτήρας του προσομοιάζει έντονα σε αρκετούς κεντρικούς ήρωες των κωμωδιών των Ealing, και κυριότερα τον αντι-ήρωα του Άλεκ Γκίνες στη «Συμμορία των Εντιμότατων» (ο καταπιεσμένος καθωσπρέπει gentleman, ο ακίνδυνος ανθρωπάκος, που όταν βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία αποφασίζει ν’ αλλάξει ζωή με οποιοδήποτε κόστος). Με τον ίδιο τον Κλιζ ν’ αναλαμβάνει να υποδυθεί τον Άρτσι, έχουμε την ιδανική ενσάρκωση του κάθε «Άρτσι» εκεί έξω, ενώ υπάρχει και η υπέροχη, άμεση σύνδεση με τους Πάιθον, καθώς ο Μάικλ Πέιλιν κρατά τον ρόλο του γλυκούλη, δειλού και τραυλού Κεν, τέταρτου της συμμορίας και ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου συγκεντρώνονται τα μέλη της, αλλά και του ενυδρείου το οποίο περιέχει την άλλη… Γουάντα, το πολυαγαπημένο του ψάρι. Η Τζέιμι Λι Κέρτις, από την άλλη, είναι ο διάολος μεταμορφωμένος σε μία δυναμική, πανούργα και αβίαστα σέξι Γουάντα, σε μία ερμηνεία που ανέδειξε θριαμβευτικά τις κωμικές δυνατότητες της μέχρι τότε scream queen της «Νύχτας με τις Μάσκες».

Η ανάλυση της ανεξίτηλης επιτυχίας και της πάντα επίκαιρης κοινωνιολογικής σημασίας της «Γουάντα» θα μπορούσε να γεμίσει ολόκληρα βιβλία και σαφώς δεν χωρά σε μια αναδρομική κριτική με αφορμή την (ψηφιακά αποκατεστημένη) επανέκδοσή της στη μεγάλη οθόνη. Γεμάτη με inside jokes, κινηματογραφικά trivia, αναφορές σε παλαιότερες ταινίες του είδους της και μια βαθιά σχέση αγάπης – μίσους με το βρετανικό γίγνεσθαι, η ταινία αυτή θα συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς, τόσο για το είδος της κωμωδίας όσο και για μία ειλικρινή (έστω και παρατραβηγμένη για χιουμοριστικούς λόγους) απεικόνιση της χώρας προέλευσής της. Κλασική όσο δεν πάει.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ταινία σταθμός για το είδος της κωμωδίας, και δη της βρετανικής (τα δείγματα της οποίας, ας το παραδεχτούμε, αποτελούν το αρχέτυπο για τις άλλες ανά τον κόσμο). Το κινηματογραφικό σύμπαν των «παλαιομοδίτικων» κωμωδιών της δεκαετίας του ‘50 συναντιέται αρμονικά με τη νεότερη γενιά, εκείνη των πιο «αναρχικών», σουρεαλιστικών αλλά ριζικά παρόμοιων σε στόχους και αντίκτυπο, των Μόντι Πάιθον και των παρακλαδιών τους, σε μία συνεχή ταξική (ανάμεσα στους συμπατριώτες χαρακτήρες), πολιτιστική (με τους «αισχρούς» Αμερικανούς) και κοινωνική (συνολικά) αντιπαράθεση που προσφέρει δυνατό γέλιο απλόχερα και αγέραστα, όσο και τροφή για σκέψη και συζήτηση, αποτέλεσμα της ιδανικής συνύπαρξης slapstick, «αγενούς» κωμωδίας και ευφυούς σάτιρας. Όπως προελέχθη, «κλασική όσο δεν πάει»!


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.