ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ (1995)
(GAZON MAUDIT)
- ΕΙΔΟΣ: Φαρσοκωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζοζιάν Μπαλασκό
- ΚΑΣΤ: Ζοζιάν Μπαλασκό, Βικτόρια Αμπρίλ, Αλέν Σαμπά, Τικί Ολγκαντό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Εξαιτίας μηχανικής βλάβης του χίπικου σαράβαλου van που οδηγεί, η Μαριζό «παρκάρει» έξω από το σπίτι της Λολί και ζητά βοήθεια. Εκείνη είναι η παραμελημένη σύζυγος του κτηματομεσίτη Λοράν, που φροντίζει το νοικοκυριό και τα παιδιά του(ς), όσο εκείνος… πηδάει ότι έχει δυο πόδια και ακούει σε όνομα θηλυκό. Εκτός από το… «γκαζόν» της Μαριζό, η οποία έχει «άλλα» γούστα.
25 χρόνια έχουν περάσει από τότε που αυτή η… πικάντικη κωμωδία σεξουαλικότητας και ηθών γνώριζε παγκόσμια επιτυχία (μέχρι που είχε μεταγλωττιστεί στα αγγλικά για την αμερικανική της διανομή, ώστε να προσεγγίσει και το πιο mainstream κοινό!), με την Γαλλία να τολμά να την προτείνει για τις υποψηφιότητες του Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (δεν πέρασε, τελικά). Με μία πιο ψύχραιμη ματιά σήμερα, το «Για Όλα Φταίει το Γκαζόν» στέκει ως ένα «αναγκαίο κακό» λαϊκισμού για το είδος της κωμωδίας, το οποίο… τραβάει από τα μαλλιά κάθε είδους στερεότυπα, δίχως να αντιμετωπίζει ουσιαστικά κανένα από τα θέματα που θίγει, τηρώντας (έως και) τις «σωστές» αποστάσεις ασφαλείας ώστε να παριστάνει ότι τα έχει καλά με όλους. Το ακόμη χειρότερο; Δεν βγάζει καν γέλιο!
Αν και το ξεκίνημα της ιστορίας είναι αστεία (με την κακή έννοια) προσχηματικό, η βάση του σεναρίου έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον. Παντρεμένος γκομενάκιας που έχει χάσει το μέτρημα στο πόσα θηλυκά πηδάει, βρίσκεται αντιμέτωπος με butch λεσβία που πάει να του φάει την πιστή του σύζυγο και νοικοκυρά! Η τελευταία γίνεται «μπαλάκι» που πετάγεται από τη μία πλευρά του «αγωνιστικού χώρου» στην άλλη, παλεύοντας με τον εαυτό της και τα συναισθήματά της για να πάρει την τελική απόφαση: θα (παρα)μείνει μια δυστυχισμένη straight «κυρία του κυρίου» ή θα μετατραπεί σε μία χαρούμενη λεσβία που θα ορίζει καλύτερα τους οργασμούς της (και το… «γκαζόν» της);
Η Ζοζιάν Μπαλασκό δεν χειρίζεται το υλικό της με μία υπερβολή αστειότητας τύπου «Το Κλουβί με τις… Τρελές» (1978), αλλά παλεύει να κρατήσει κάποιες ισορροπίες μεταξύ φεμινισμού και σεξουαλικής ταυτότητας, ξεχνώντας ολοκληρωτικά στην πορεία τις κωμικές πινελιές που διαθέτει η ιστορία, ενώ ταυτόχρονα… «τραμπαλίζει» στο πλαίσιο μιας «σαλονάτης», αστικής διακριτικότητας που κατεβάζει τους τόνους σε κάθε επίπεδο προσέγγισης και σου ρίχνει «στάχτη» σκαμπρόζικου στα μάτια με ολίγη από βυζάκι ή κωλαράκι αντί… χωνευτικού.
Η πλοκή εξελίσσεται προβλέψιμα, με κάθε συνδυασμό ζευγαριού να βιώνει ταπεινώσεις, ντροπές, εκδικητικότητα και αναλαμπές σεξ και έρωτος, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που η Λολί «λύνει» το πρόβλημα… μεσοβέζικα, υποχρεώνοντας τον / την παρτενέρ της σε «τριολέ» συγκατοίκησης, με τις μέρες της εβδομάδας χωρισμένες σ’ εκείνον ή εκείνη και μ’ ένα δικό της (bonus) repos για την Κυριακή! Τσουλάει κάπως το έργο, αλλά αν το καλοσκεφτείς, πρόκειται περί βαρβάτου σεναριακού ατοπήματος η απουσία δυνατών διαλόγων, ενός είδους «debate» των… «τριών» φύλων για τον ορισμό της επιλογής τους, με το όποιο ηθικό δίδαγμα (στην τελική). Δεν υπάρχει ούτε μαγκιά, ούτε ευρηματικότητα, ούτε πνεύμα, ούτε πολιτική, ούτε και περιεχόμενο στις ατάκες των ηρώων. Υπάρχει μόνο η «κατινιά» μιας καθημερινότητας ελαφρώς λυπηρής, που σε κάνει να μην θέλεις να ταυτιστείς με κανέναν από δαύτους! Και αυτό το συμπέρασμα ακυρώνει όλο το έργο.
Λίγο πριν το φινάλε, δε, μία εντελώς εμβόλιμη σκηνή επαγγελματικού rendezvous του Λοράν επιχειρεί ένα κλείσιμο ματιού για τα πανηγύρια, που σε κάνει να σαστίζεις με την ανοησία καμουφλαρισμένης (και κάργα συντηρητικής) «ελευθεριότητας» του χιούμορ εκείνης της εποχής. Όχι ότι σήμερα περνάμε και καλύτερα, όμως, ποιος ο λόγος να… χλευάσουμε εκ νέου τον σεξουαλικό προσανατολισμό με μία τέτοια λαϊκουρ(γ)ιά ταινίας;