FreeCinema

Follow us

ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ (2019)

(DIEGO MARADONA)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ασίφ Καπάντια
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

5 Ιουλίου 1984. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα φτάνει στη Νάπολη για να συνεχίσει την καριέρα του στην ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης. Θα λατρευτεί σαν Θεός, θα φύγει σαν κυνηγημένος. Επτά χρόνια δόξας και μαγείας εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, μέχρι την παρακμή εξαιτίας των κάθε λογής καταχρήσεων. Η άνοδος και η πτώση του Μαραντόνα στον ιταλικό Νότο, μέσα από συνεντεύξεις και σπάνιο αρχειακό υλικό.

«Σε εκείνα τα δύο γκολ του προημιτελικού κόντρα στους Άγγλους, το πρώτο με το χέρι και το δεύτερο ντριμπλάροντας τους μισούς αντιπάλους, βρίσκονται όλοι οι λόγοι για τους οποίους έχει αγαπηθεί κι έχει μισηθεί τόσο. Λίγη κλεψιά, αλλά την ίδια ώρα αμέτρητη ευφυία». Έτσι περιγράφει στο φιλμ τον θρίαμβο του Μαραντόνα και της Εθνικής Αργεντινής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 ο συμπατριώτης του δημοσιογράφος Ντανιέλ Αρκούτσι, συνοψίζοντας σε λίγες γραμμές ουσιαστικά ολόκληρη την καριέρα του Ντιέγκο. Το πρώτο σκέλος το παραδέχεται αργότερα και ο ίδιος, επισημαίνοντας πως το ποδόσφαιρο είναι βασικά ένα παιχνίδι εξαπάτησης. Για το δεύτερο, δείχνει μια ταπεινότητα. Τι να πει, άλλωστε; Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους.

Στο τρίτο του βιογραφικό ντοκιμαντέρ, έπειτα από το «Senna» (2010) για τον αδικοχαμένο Βραζιλιάνο οδηγό της F1 Άιρτον Σένα και το «Amy: Το Κορίτσι Πίσω από το Όνομα» (2015) για την Αγγλίδα τραγουδίστρια Έιμι Γουάινχαουζ, ο εξπέρ του είδους Ασίφ Καπάντια καταπιάνεται με τον κατά πολλούς κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, Ντιέγκο Μαραντόνα. Ακολουθεί ακριβώς την ίδια μέθοδο με τα (πολυβραβευμένα) δύο προηγούμενα εγχειρήματά του, συνδυάζοντας υλικό από επίκαιρα της εποχής με σπάνιες εικόνες αρχείου που εξασφάλισε από την ίδια την οικογένεια του Μαραντόνα (το ντοκιμαντέρ έχει την έγκρισή του, άλλωστε). Αποφεύγει ολοκληρωτικά τις on camera συνεντεύξεις που συχνά προσδίδουν έναν «μουσειακό» χαρακτήρα στα φιλμ τού είδους, πετυχαίνοντας έτσι να υπάρχει μία συνεχής ροή «ζωντανών» στιγμιοτύπων που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο στις δύο και πλέον ώρες της διάρκειας τούτου του ντοκιμαντέρ.

Ενώ, όμως, για τρίτη φορά στη σειρά, το αποτέλεσμα μιας ταινίας του Καπάντια είναι άρτιο, η συγκεκριμένη κάπου υστερεί σε σχέση με τα προαναφερθέντα. Το γεγονός πως, σε αντίθεση με τους άλλους δύο με τους οποίους ασχολήθηκε ως βιογράφος, ο Ντιέγκο είναι ακόμα ζωντανός, ίσως μοιάζει σαν να έχει περάσει «χαλινάρι» στον σκηνοθέτη σε κάποια θέματα. Η αποπομπή του από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όταν πιάστηκε ντοπαρισμένος (κι αφού είχε πανηγυρίσει με έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς τρόπους στην ιστορία του ποδοσφαίρου το γκολ που είχε πετύχει απέναντι στην Εθνική Ελλάδος), αλλά και το αποτυχημένο του πέρασμα από τον πάγκο της Εθνικής Αργεντινής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, δεν αναφέρονται καθόλου. Ούτε οι εναγκαλισμοί με τον Φιντέλ Κάστρο και η υιοθέτηση από πλευράς του μιας συχνά «σχολικού» τύπου επαναστατικότητας αναφέρονται εδώ. Μία μικρή νύξη υπάρχει μόνο για τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε εκεί, γύρω στο 2004, και τίποτα παραπάνω. Δεν μειώνουν αυτές οι λεπτομέρειες την υπόλοιπη δουλειά του Καπάντια, θεωρώ, δε, πως υπάρχει μια διαφορετική εξήγηση γι’ αυτήν του την κίνηση (εάν απορρίψουμε τη θεωρία του «χαλιναριού»).

Ο «Θεός» με το όνομα Ντιέγκο Μαραντόνα «γεννήθηκε» στις 5 Ιουλίου 1984, την ημέρα δηλαδή που για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του στη Νάπολη και «πέθανε» στις 28 Μαρτίου 1991, όταν εντελώς ντροπιασμένος από το μπλέξιμό του με την κοκαΐνη και την Καμόρα έφυγε σαν κλέφτης από την πόλη στην οποία δοξάστηκε όσο κανείς, έχοντας φάει μάλιστα στο κεφάλι δεκαπεντάμηνη ποινή που του απαγόρευε να παίξει ποδόσφαιρο οπουδήποτε. Υπό αυτό το πρίσμα, το ντοκιμαντέρ είναι υπερπλήρες, καθώς ξετυλίγει σχεδόν χρονολογικά και εν είδει ημερολογίου «ολόκληρη» τη ζωή του Ντιέγκο, με τον ίδιο συχνά-πυκνά να σχολιάζει τα όσα έζησε κατά την επταετία αυτή. Είναι σαν ο Καπάντια να παραδέχεται πως τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Ο Μαραντόνα είναι η Νάπολη και μόνο με αυτό αξίζει να ασχοληθεί κανείς.

Πάνω από πεντακόσιες ώρες υλικού είχε στη διάθεσή του ο ινδικής καταγωγής Άγγλος σκηνοθέτης, με τον μόνιμο συνεργάτη του Κρις Κινγκ να κάνει για ακόμη μια φορά παπάδες στο μοντάζ. Η εναρκτήρια σεκάνς είναι άκρως χαρακτηριστική και ταυτόχρονα σουρεαλιστικά απίθανη, φέρνοντας σε κάτι από Β-μουβίδικο αστυνομικό θρίλερ! Υπό τους ήχους trash eurodisco (απολύτως ταιριαστής με το όλο περιβάλλον) και από κάμερα που είναι καρφωμένη σε ένα αυτοκίνητο που ακολουθεί τον Μαραντόνα από το αεροδρόμιο μέχρι το στάδιο Σαν Πάολο την ημέρα της άφιξής του στην πόλη, γινόμαστε μονομιάς μάρτυρες του παροξυσμού που ο ερχομός του έφερε εκεί. Η πομπή καταλήγει εντός του κατάμεστου γηπέδου, όπου άμα τη εμφανίσει τού Ντιέγκο το πλήθος παραληρεί, εωσότου η «δράση» μεταφερθεί στη συνέντευξη Τύπου, όπου ο Μαραντόνα μεταξύ άλλων τετριμμένων ερωτάται από δημοσιογράφο (με φανερή άγνοια κινδύνου) για το κατά πόσο γνωρίζει τους δεσμούς της ομάδας (και της πόλης γενικότερα) με την Καμόρα. Αυτό που διαδέχεται την ερώτηση δεν περιγράφεται. Το βλέμμα απορίας του Ντιέγκο που δείχνει πραγματικά να μην καταλαβαίνει αυτά που γίνονται στην αίθουσα, όμως, τα λέει όλα. Και έρχεται σε άμεση αντίθεση το αθώο αυτό βλέμμα ενός άβγαλτου ακόμα Μαραντόνα, με το πονηρά ένοχο έπειτα από τα χρόνια παραμονής στην πόλη τού μπασμένου πια στα κόλπα Ντιεγκίτο, προερχόμενου κύρια από την «περιποίηση» της οποίας αφειδώς τύγχανε από την οικογένεια Τζουλιάνο, που έλυνε κι έδενε τότε εκεί. Όχι πως ο ίδιος τη χρειαζόταν, αφού η λατρεία προς το πρόσωπό του δύσκολα μπορούσε να συγκριθεί με οτιδήποτε ανάλογο. Έδειχνε, όμως (με καθόλου αθωότητα από ένα σημείο κι έπειτα), να απολαμβάνει ευσυνείδητα τις γλυκές χάρες του Κάπο Τζουλιάνο.

Το ποδόσφαιρο, όμως, είναι αυτό που (θα έπρεπε να) μετράει όταν αναφερόμαστε στον Ντιέγκο Μαραντόνα. Μπορεί η συντριπτική πλειονότητα όσων υπάρχουν στο ντοκιμαντέρ να είναι πασίγνωστα για κάποιον που ασχολείται με τα του αθλήματος, παρουσιάζονται όμως τόσο «τακτοποιημένα» και με μια τέτοια ζωντάνια κινηματογράφησης (η δουλειά στον ήχο είναι αδιανόητη), που αξίζει τον κόπο η… επανάληψη. Όλα υπάρχουν εδώ. Το άγριο ξύλο ανάμεσα στους παίκτες της Μπάρτσα και της Μπιλμπάο με τον Ντιέγκο να… σέρνει τον χορό στον τελικό του Κυπέλλου Ισπανίας το 1984, συμβάν που στάθηκε ως η ύστατη αφορμή των τίτλων τέλους της καριέρας του στην Μπαρτσελόνα. Το πρώτο πρωτάθλημα της Νάπολης που οδήγησε σε δίμηνους (!) πανηγυρισμούς τους κατοίκους της πόλης (η σκηνή του κρεμασμένου πανό με το μήνυμα χαρμολύπης στο νεκροταφείο θα μου μείνει αξέχαστη). Το περίφημο «Χέρι του Θεού» στον δρόμο για την κατάκτηση του Mundial του 1986 και ο ημιτελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 κόντρα στους Ιταλούς, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, μιας και ατυχώς (για τους διοργανωτές) ο αγώνας είχε οριστεί να διεξαχθεί στο Σαν Πάολο (ένα match που και ο ίδιος θεωρεί πως αποτέλεσε την αρχή του τέλους της καριέρας του στην Ιταλία). Τα ναπολιτάνικα συνθήματα στα αποδυτήρια (με τον Ντιέγκο να αναρωτιέται χαρωπά «Ξέρεις γιατί είμαι χαρούμενος, μαμά;»), καθώς και τα υβριστικά τραγούδια στις εξέδρες για τους «βρωμιάρηδες» Ναπολιτάνους από τους οπαδούς της Γιούβε και της Μίλαν. Ακόμα, η σχέση αγάπης και ενίοτε πίκρας με τον Πρόεδρο Κοράντο Φερλάινο, ο υπέρμετρος σεβασμός του προς τον παντοτινό προσωπικό του γυμναστή Φερνάντο Σινιορίνι κι ένα σωρό άλλα.

Κοντά σε όλα αυτά τα υπέροχα και εορταστικά, υπάρχουν όμως και τα πιο σκοτεινά. Τα ολονύκτια party με κοκαΐνη και γυναίκες, οι απιστίες στην απ’ τα εφηβικά του χρόνια σύντροφό του Κλάουντια, το νόθο παιδί την πατρότητα του οποίου σθεναρά αρνούνταν για να το αναγνωρίσει σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, τα μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη, ο εκνευρισμός ένεκα της ενοχλητικής από ένα σημείο κι έπειτα απουσίας ιδωτικότητας που τον έφερε στο σημείο να ζητήσει να φύγει από την ομάδα το καλοκαίρι του 1989, η φτώχεια των παιδικών χρόνων στις γειτονιές του Μπουένος Άιρες, αλλά και η γνήσια αγάπη για τη μητέρα του. Ειδικά στις σκηνές που μοιράζεται μαζί της, σε όλες τις φάσεις της ζωής και της καριέρας του, βγάζει μια τρυφερή παιδικότητα ο Μαραντόνα, άγνωστη ίσως στους πολλούς.

Στο τέλος αυτό που μένει σαν εικόνα του Ντιέγκο από το ντοκιμαντέρ του Καπάντια, είναι αυτό που οι περισσότεροι γνωρίζουν ή έστω φαντάζονται: ένας χαρισματικός ποδοσφαιριστής, ο κορυφαίος ίσως που έχει περάσει από τα γήπεδα, ο οποίος σταδιακά άρχισε να πάσχει από έλλειψη ταπεινότητας, αποκτώντας παράλληλα ένα καταστροφικά υπέρμετρο εγώ. Την τέχνη του ποδοσφαίρου, παρ’ όλα αυτά, δεν την έχασε ποτέ. Όταν είχε την μπάλα στα πόδια, μάγευε τα πλήθη. Λατρεύτηκε από τους Ναπολιτάνους κάθε ηλικίας, αλλά η λατρεία αυτή κάπου τον έκανε να χάσει τον δρόμο. Έδωσε τα πάντα για τον κόσμο της Νάπολης, πήρε πολλά περισσότερα πίσω, η υστεροφημία του όμως λερώθηκε εξαιτίας της απουσίας μέτρου από τη ζωή του. Τα χρήματα της μεταγραφής (ρεκόρ για την εποχή εκείνη) που η Νάπολη δαπάνησε για να τον αποκτήσει, τα έφερε πίσω στην ομάδα και με το παραπάνω. Μαζί με την περηφάνεια των φτωχών του Νότου, έναντι των πλούσιων του ιταλικού Βορρά.

Κάτι τέτοιο περί τίτλων, τιμής και δόξας πάντα θαρρούσα πως είχε απαντήσει γελώντας ο υπάλληλος των διοδίων της εισόδου προς τη Νάπολη στον πατέρα μου, ο οποίος του είχε παραπονεθεί με τα ψευτοϊταλικά του πως με τα λεφτά που πλήρωσε για να μπει στην πόλη, θα μπορούσε να αγοράσει τον… Μαραντόνα, όταν οικογενειακώς ταξιδεύαμε στην Ιταλία, τον Ιούλιο του 1984. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά τον θυμήθηκα αυτόν τον τύπο καθώς έβλεπα επί της οθόνης το γλέντι που ακολούθησε μετά την κατάκτηση του scudetto του 1987 από την ομάδα με τα γαλάζια. Είμαι σίγουρος πως κι αυτός θα ήταν κάπου εκεί. Δεν είναι και δύσκολη αυτή η διαπίστωση, άλλωστε, μιας και όπως φαίνεται κανένας κάτοικος της πόλης δεν έλειπε από τα party που απλόχερα χάριζε σε αυτούς ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Ούτε καν οι νεκροί της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Έχεις ταχθεί αναφανδόν υπέρ του δεύτερου στο αιώνιο ερώτημα (Πελέ ή Μαραντόνα;) του «Καφενείου των Φιλάθλων»; Μπαίνεις στο γήπεδο και παίζεις την μπάλα που ξέρεις και αγαπάς. Στηρίζεις το «Μαύρο Διαμάντι»; Κάνε μια μικρή υποχώρηση και όλο και κάτι θα βρεις να… ενισχύσεις τα επιχειρήματά σου. Απαντάς Γιόχαν Κρόιφ, σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους; Δεν χρειάζεται να έχεις ιδιαίτερο πάθος για το κεντρικό πρόσωπο του ντοκιμαντέρ ώστε να το απολαύσεις. Αν και η αλήθεια είναι πως αν ξέρεις λίγο από τόπι, η παρακολούθηση του «Ντιέγκο Μαραντόνα» θα είναι ολίγον πιο άνετη.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.