FreeCinema

Follow us

ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ (2017)

(CALL ME BY YOUR NAME)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκα Γκουαντανίνο
  • ΚΑΣΤ: Τιμοτέ Σαλαμέ, Άρμι Χάμερ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Αμίρα Καζάρ, Εστέρ Γκαρέλ, Βικτουάρ Ντι Μπουά, Βάντα Καπριόλο
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Βόρεια Ιταλία, 1983. Ο 17χρονος Έλιο κάνει τις καλοκαιρινές του διακοπές στη βίλα των γονιών του, σπαταλώντας τον χρόνο σε τυχαίες βόλτες, επιπόλαια flirt με κορίτσια, αναγνώσεις βιβλίων και παίζοντας ή προσπαθώντας να συνθέσει μουσική. Κι ύστερα ήρθε ο Όλιβερ…

Πάρε την ίδια ακριβώς ιστορία, αυτού του νεαρού αγοριού που βιώνει το ξύπνημα της «διαφορετικής» του σεξουαλικότητας, και αντί να αναπτύξεις την πλοκή του έρωτα μεταξύ δύο αρσενικών, αντικατάστησε το ζεύγος με έναν άνδρα και μια γυναίκα. Μπες, δηλαδή, σε αυτό το… ρουτινιάρικο πλαίσιο ενός straight ρομάντζου. Σίγουρα θα έβαζες τα γέλια! Αντ’ αυτού, σήμερα το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» αντιμετωπίζεται με επιφωνήματα ενθουσιασμού, διθυραμβικές κριτικές και τέσσερις υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα… βίπερ Νόρα της «πρώτης φοράς», βουτηγμένο σε ένα στερεότυπο αισθητικής και στυλιζαρίσματος που κάνει τις «ρομαντικές» ψυχές να καρδιοχτυπούν στην όψη όλης αυτής της «ομορφιάς». Αχ!

Σε παρόμοιο μοτίβο με την προηγούμενη ταινία του, το «Κάτω από τον Ήλιο» (2015), ο Λούκα Γκουαντανίνο επιστρέφει σε (ακόμη πιο) γαλήνια τοπία υπαίθρου και μας… ξαναπηγαίνει για διακοπές στην Ιταλία, αναδεικνύοντας τη θερινή ραστώνη σε ιδανικό τόπο φυγής για συγκεκριμένο target group θεατών που ανά πάσα στιγμή θα ήθελαν να «διακτινιστούν» σε τέτοια μέρη. Αλλά με μια πιο ιδιαίτερη «εσάνς», βρε παιδί μου. Και μας βρίσκει στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην εποχή που τα πάντα ήταν πιο αθώα, «ονειρεμένα», νοσταλγικά και αξιοζήλευτα τετράχρωμα. Ευτυχώς, από μια άποψη, διότι αν το βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν, πάνω στο οποίο δούλεψε τη σεναριακή του διασκευή ο Τζέιμς Άιβορι, είχε τοποθετηθεί στο σήμερα, τα κινητά τηλέφωνα θα είχαν ξεπαστρέψει ολοκληρωτικά το φιλμ! Έτσι κι αλλιώς, όμως, με την πλοκή τού βιβλίου να διαδραματίζεται το 1988, ακόμη και αυτή η ελαφριά (#diplhs) μετατόπιση της δράσης από τους καιρούς του φόβου του AIDS στις… ανέμελες διακοπές των αρχών των 80’s, κάτι πρέπει να μας λέει…

Γνωρίζουμε σταδιακά τον Έλιο, ένα αγόρι άβγαλτο, που φλερτάρει επιπόλαια και είναι εμφανίσιμο, ώστε να το θέλουν τα κορίτσια. Αλλά είναι ανικανοποίητο. Βλέπει τα πάντα με μια «υπεροπτική» αδιαφορία, όντας συχνά το επίκεντρο της προσοχής. Δεν θα πληγωθεί ποτέ από αστοχίες ή λάθη (όπως το ξεπαρθένιασμα μιας γρήγορης εκσπερμάτισης με γοητευτική, παρόμοιας ηλικίας κοπέλα, που πίστεψε ότι το απλό flirt μπορεί να πάρει και τη μορφή μιας αξέχαστης καλοκαιρινής αγάπης). Είναι 17 ετών. Και μπορεί. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ο Όλιβερ, ένας Αμερικάνος φοιτητής που κάνει το διδακτορικό του με τη βοήθεια του πατέρα τού Έλιο. Ο Όλιβερ δεν θα είναι περαστικός από τη βίλα της οικογένειας των Πέρλμαν. Θα μείνει εκεί για σχεδόν ολόκληρο το καλοκαίρι, βυθίζοντας κι αυτός την ύπαρξή του σε αμέτρητες ώρες… ξάπλας στο γρασίδι, μπάνιου στην πισίνα και ανίχνευσης της γύρω περιοχής με ένα ποδήλατο. Ατυχώς και για το ίδιο το φιλμ, τίποτε άλλο (και συναρπαστικό) δεν συμβαίνει για… σχεδόν το πρώτο μισό ενός έργου που διαρκεί 132 λεπτά (πλήρη, καθώς ακόμη και ο χρόνος των end credits μας «καθηλώνει» στο κάθισμα). Καμία οικονομία. Αλλά είναι «όμορφα», μωρέ, με τόσες καρτποσταλικές και τουριστικές εικόνες. Και τραγουδάκια. Αρκετά τραγουδάκια.

Το θέμα της σεξουαλικότητας και της «γυριστής» που κάνει στη ζωή του ο Έλιο δεν αναπτύσσεται με υπαινιγμούς σαφείς ή ενδείξεις «αλλαγών» του χαρακτήρα και ο θεατής που γνωρίζει (πριν μπει καν στην αίθουσα) την υπόθεση του φιλμ μπορεί να αναρωτηθεί αρκετές φορές μέσα στην όλη χαλαρότητα του ρυθμού αφήγησης γιατί πρέπει να μοιάζει με «κεραυνοβόλο έρωτα» τούτο το παιχνίδισμα με την… πλήξη, το οποίο ενίοτε (και σαφώς απότομα) φιλτράρεται και από μια ομοερωτική φετιχοποίηση (για παράδειγμα, όταν ο Έλιο χώνει τη μούρη του στο εσωτερικό του μαγιό τού Όλιβερ!). Η αρχική διάθεση της έμπνευσης για αυνανισμό μεταπηδά σε κάτι το πιο συναισθηματικό, αν και το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» ταυτίζεται εντονότερα με το σαρκικό ενδιαφέρον. Ο τρόπος που το προσεγγίζει ο Γκουαντανίνο μεταδίδει ουσιαστικά τη γνωριμία (και την επιθυμία) της σάρκας, με όχημα τα ασταμάτητα πλάνα που «ερωτοτροπούν» με το βλέμμα. Η φύση είναι πανέμορφη, το ίδιο και οι πρωταγωνιστές. Απολαύστε ηδονοβλεπτικά, ουχί όμως και στο «αμαρτωλό» κρεβάτι! Το φιλμ δεν τολμά να αγγίξει τα όποια όρια τολμηρότητας, περιορίζοντας τη σεξουαλική δράση των δύο ηρώων σε αγκαλιασμένα γυμνά σώματα κατά τη διάρκεια του πρωινού ξυπνήματος. Αχ!

Η συνέχεια αποτελεί την αποθέωση του προαναφερθέντος… βίπερ Νόρα! Λες και δεν υπάρχει κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο τούτο, νύχτα-μέρα, ο Έλιο και ο Όλιβερ βιώνουν έναν έρωτα όλο νάζι, θέλουν να μας πείσουν ότι μια αληθινή αγάπη έχει γεννηθεί, δοκιμάζοντας όμως την υπομονή μας με αφόρητη εικονογραφία «ρομαντισμού» αλλά και επερχόμενου δράματος, διότι κάποτε αυτές οι… πολύμηνες διακοπές θα τελειώσουν. Αν η απόπειρα της στροφής προς το μελόδραμα δεν μπορεί να σε ενοχλήσει κοντά στο τέλος της ταινίας, ας βρεθεί ένας άνθρωπος να μου πει ότι δεν προσπάθησε να πνίξει τα γέλια του στη σκηνή του αυνανισμού του Έλιο με το… ροδάκινο (!), τα χυμώδη υγρά του οποίου στάζουν στο γυμνό, άτριχο στέρνο του (δεν έχω διαβάσει ούτε μια Δημουλίδου!). Με το μπαρδόν, αλλά η αντίστοιχη σκηνή με τη μηλόπιτα στο «American Pie» (1999) πιο σοβαρή ήταν!

Από το «Καλοκαίρι του ‘42» (1971) μέχρι τη «Μικρή Ρομαντική Ιστορία» (1979), το σινεμά μάς έχει δώσει παρόμοιες ερωτικές ιστορίες δίχως… μέλλον. Τι κάνει την ταινία του Γκουαντανίνο να μοιάζει με ένα κυριολεκτικά επιτόπιο «classic»; Ίσως περισσότερο η ταχύτητα του διαδικτυακού σύμπαντος και η ανάγκη να δημιουργηθούν νέα «σύμβολα» τα οποία πρέπει να καταναλωθούν τώρα. Το φιλμ μοιάζει με τον ορισμό του facebook-ικού Like, άλλωστε! Είπαμε, τα πάντα είναι «όμορφα». Και το gay στοιχείο εδώ ταιριάζει με μια διάθεση «ακτιβισμού» και ανατροπής στο κατεστημένο μιας «φυσιολογικά» straight κοινωνίας. Γι’ αυτό και το φινάλε πρέπει να περάσει κι ένα μήνυμα. Με μια σκηνή μονολόγου η οποία είναι εξαιρετικά γραμμένη και σχεδόν από μόνη της δικαιολογεί την ύπαρξη τούτης της ταινίας του Γκουαντανίνο. Λίγο πριν από ένα οριστικό φινάλε… δακρύβρεχτο, δυστυχώς. Καθώς το κλάμα έρεε ασταμάτητο στα end credits, σκεφτόμουν πως θα υπάρχουν αγόρια εκεί έξω τα οποία θα βρίσκονται κοντά στην ηλικία του ήρωα και θα κάνουν το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» σημαία στη ζωή τους. Ίσως δεν γνωρίζουν τι εστί… βίπερ Νόρα. Ή μπορεί και να αλλάξουν γνώμη όταν δουν και το σχεδιαζόμενο sequel (!) στο κοντινό μέλλον (σοβαρά, υπάρχει τέτοια πρόθεση), το οποίο σίγουρα δεν θα κουβαλά αυτόν τον αθώο ψυχισμό ενός 17χρονου αγοριού. Κι αν δουλέψει κι εκείνο, γιατί όχι, υπάρχει πάντα και η… τριλογία!

Σχεδόν 10 χρόνια μετά το αξέχαστο «Είμαι ο Έρωτας», ο Λούκα Γκουαντανίνο αφηγείται μια ακόμα «έκνομη» ιστορία αγάπης. Μεταξύ δύο ανθρώπινων πλασμάτων, που για λίγες μέρες, ένα καλοκαίρι, έζησαν απελευθερωμένα από τους κανόνες του φύλου, της ηλικίας και της κουλτούρας τους. Σε έναν κόσμο όπου η κακοποίηση κάθε είδους δεν χωρούσε. Για να αναρωτηθούμε όλοι μαζί…

Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν σύνορα, διαχωριστικές γραμμές, δυαδικοί ορισμοί ή ετερότητα; Αν όλοι μας γνωρίζαμε την Ιστορία των λέξεων και μπορούσαμε να μιλήσουμε πολλές διαφορετικές γλώσσες, συχνά ταυτόχρονα, κυλώντας γάργαρα από τη μια στην άλλη, όπως ο Έλιο Πέρλμαν (του σοφού, πάνω από τα χρόνια του, Τιμοτέ Σαλαμέ) και η οικογένειά του επικοινωνούν στα αγγλικά και στα γαλλικά και στα ιταλικά και στα γερμανικά και στη… σιωπή; Και σαν αυτούς καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον. Ανατρέποντας τον μύθο του Πύργου της Βαβέλ, μην πέφτοντας σε χαώδη ασυνεννοησία, αλλά αντίθετα ανερχόμενοι σε γαλήνια κατανόηση. Κι αν είχαμε περισσότερο από ένα σπίτι ή πατρίδα, και αποδεχόμασταν ιδέες και πιστεύω από περισσότερες από μία θρησκείες; Όπως ο κύριος (του σοφού… κάτω από τα χρόνια του Μάικλ Στούλμπαργκ) και η κυρία Πέρλμαν (της ήρεμης δύναμης Αμίρα Καζάρ), που προς το παρόν μένουν στη βαθιά καθολική, επαρχιακή Ιταλία, ενώ είναι (κοσμοπολίτες) Εβραίοι με περισσότερες από μια βάσεις και στις δύο ακτές του Ατλαντικού.

Πώς θα ήταν ο κόσμος αν ήμασταν τυφλοί ως προς το φύλο και δεν ερωτευόμαστε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, αλλά απλά έναν άλλον άνθρωπο; Έναν συνάνθρωπο που χωρά έτσι κι αλλιώς τέλεια στα απροσδιόριστα ως ανδρικά ή γυναικεία εσώρουχα που κρέμονται από τη βρύση του μπάνιου για να στεγνώσουν; Σαν τον Έλιο, τον ευαίσθητο αλλά σίγουρο για τον εαυτό του έφηβο, που γνωρίζει πολλά αλλά δηλώνει άγνοια όσον αφορά «τα πράγματα που έχουν σημασία». Που έχει μια σύντομη σχέση και χάνει την παρθενιά του με ένα κορίτσι – καλή φίλη, αλλά δεν αρνείται, αγνοεί ή αφήνει ανεκπλήρωτο τον πρώτο του μεγάλο έρωτα για τον Όλιβερ (του απρόσμενα θαρραλέου Άρμι Χάμερ), τον «υπερόπτη» Αμερικάνο που φιλοξενούν ως βοηθό στην έρευνα του κύριου Πέρλμαν. Κι αν δεν απορρίπταμε ή ξεχνούσαμε την τόλμη και την επιμονή της νιότης στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης; Και της δίναμε προσοχή, εκτίμηση και παραδινόμασταν σ’ αυτή. Έστω για λίγες μόνο μέρες, ένα λαμπερό καλοκαίρι. Απογυμνωμένοι, «φορώντας» μόνο τα απολύτως ουσιώδη της ύπαρξής μας, μην μπορώντας να ξεχωρίσουμε ποιος είναι ποιος, «αυτή» ή «αυτός», ο 17χρονος ή 24χρονος, εσύ ή εγώ.

Τι θα γινόταν αν κάναμε την εξερεύνηση της Ιστορίας και της Τέχνης κομμάτι της καθημερινότητάς μας, αβίαστα; Αν διαβάζαμε ή μελετούσαμε ένα βιβλίο κάτω από τον ήλιο, παίζαμε πιάνο ή κιθάρα ως επιδόρπιο ενός σύντομου γεύματος, συνδυάζαμε την επίσκεψη σε μια υποθαλάσσια αρχαιολογική ανασκαφή με αυθόρμητο, ανέμελο κολύμπι. Κι αν μπορούσαμε να ζήσουμε πιο συντονισμένοι με τη Φύση που μας συντηρεί χωρίς να κρίνει, λογοκρίνει ή μεροληπτεί; Τη Φύση που «έχει πονηρούς τρόπους να αποκαλύπτει το πιο αδύναμο σημείο μας», το οποίο ίσως να είναι και το πιο αληθινό μας, αν έχουμε το σθένος να το αναγνωρίσουμε. Κι αν τρώγαμε τους καρπούς από τον κήπο μας και τα ψάρια από την κοντινή θάλασσα; Κι αν κλαίγαμε στη βροχή ή μπροστά από τη φωτιά, γελούσαμε περπατώντας στο νερό, φιλιόμασταν πάνω στη χλόη και «πετούσαμε» στον αέρα καβάλα σε ένα ποδήλατο; Ούτε αδαείς ή αθώοι, ούτε επαίσχυντοι ή αμαρτωλοί.

Τι θα γινόταν αν ένας γονιός υποτασσόταν στην εμπειρία του παιδιού του και σεβόταν τις επιλογές και τον πόνο του; Μη βρίσκοντας τίποτα κακό στον έρωτά του με έναν άλλο, μεγαλύτερο άνθρωπο. Τιμώντας την ακάθεκτη καθαρότητα, ειλικρίνεια και ορμή της πρώτης αγάπης. Υποτιμώντας τις δικές του ή δικές της ενήλικες, «σοφές» εμπειρίες, όχι για να κάνει το παιδί να αισθανθεί καλύτερα, αλλά για να του ανοίξει τα μάτια στην αλήθεια αυτού που έζησε, ώστε να το θυμάται και να το κουβαλάει μαζί του για πάντα. Γιατί «σκίζουμε τόσο πολλά από τους εαυτούς μας για να θεραπευτούμε από τις εμπειρίες μας γρηγορότερα από ό,τι θα έπρεπε, παρόλο που οι καρδιές και τα σώματα μας μάς δίνονται μόνο μια φορά».

Τι θα γινόταν αν ο γονιός έλεγε ψέματα στο παιδί του, όχι επειδή πιστεύει ότι δεν θα καταλάβει, αλλά για να το γλιτώσει από κάθε ίχνος αμηχανίας ή ντροπής; Γι’ αυτό ο κύριος Πέρλμαν λέει στον Έλιο, μετά από παύση, πως δεν νομίζει πως η μητέρα του ξέρει. Παρ’ όλο που γίνεται από νωρίς σαφές ότι αμφότεροι οι γονείς καταλαβαίνουν τι συμβαίνει μεταξύ του Έλιο και του Όλιβερ, και δεν κάνουν το παραμικρό για να τους αποθαρρύνουν, μαλώσουν ή τιμωρήσουν. Γεγονός που με φέρνει στις δύο τελευταίες ερωτήσεις μου. Πώς θα ήταν ο κόσμος αν ζούσαμε παραδομένοι στην αγάπη και όχι στον φόβο; Αν με φώναζες με το όνομά σου και εγώ εσένα με το δικό μου;


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.