ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Παντελής Βούλγαρης
- ΚΑΣΤ: Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Αννέζα Παπαδοπούλου, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μάξιμος Μουμούρης, Βασίλης Βασιλάκης, Χρήστος Καλαβρούζος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 160'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στην Άνδρο του ’28, σύζυγος φευγάτου καπετάνιου προξενεύει τις δύο κόρες της με γνώμονα την κοινωνική θέση των γαμπρών στο νησί, δίχως να υπολογίζει τη συμφορά που θα χτυπήσει το σπιτικό τους, δίνοντας το χέρι της μικρότερης στον κρυφό, παράφορο έρωτα της μεγάλης αδελφής.
Ο Παντελής Βούλγαρης ζει μέσα από τις ιστορίες τού παρελθόντος. Παρατηρώντας κανείς προσεκτικά τη φιλμογραφία του, θα βρει σχεδόν μονάχα ταινίες περιόδου, με μοναχικά πορτραίτα ανθρώπων που έπρεπε να ακολουθήσουν μια κάποια μοίρα περισσότερο, παρά να γράψουν τη δική τους ιστορία (παραδόξως, ακόμη και στον βιογραφικό – και καταστροφικό εμπορικά – «Ελευθέριο Βενιζέλο», το 1980). Οι απόπειρες του Βούλγαρη να συνυπάρξει με μια σύγχρονη πραγματικότητα δε θεωρήθηκαν ποτέ ιδιαίτερα επιτυχημένες, εξαιρώντας, σαφώς, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Το Προξενιό της Άννας» (1974). Προσωπικά, θα έλεγα πως αυτή είναι όχι μόνο η αγαπημένη μου ταινία απ’ όσες σκηνοθέτησε μέχρι σήμερα, αλλά και η καλύτερη. Η πιο σεβαστή, στο πέρασμα του χρόνου. Η εκδίκηση της… παραδοξότητας; Για το θεατή τού σήμερα, ακόμη και το «Προξενιό» αποτελεί, πλέον, φιλμ περιόδου!
Η «Μικρά Αγγλία» συγγενεύει με εκείνο το φιλμ, αφού ο βασικός σκελετός τής ιστορίας περιστρέφεται γύρω από δύο προξενιά. Η Όρσα και η Μόσχα έχουν την «ατυχία» να πλησιάζουν την ηλικία γάμου και η μάνα τους πρέπει να τις «δώσει» στους αντίστοιχους άνδρες, οι οποίοι και θα πάρουν μια καλή προίκα (το σχεδόν απαιτούμενο για την περίοδο σπίτι) και πρέπει να είναι εξασφαλισμένοι οικονομικά, με άξια θέση στην κοινωνία. Περίγυρος, η Άνδρος των τελών του ’20, νησί με παράδοση στους ναυτικούς, που περνούσαν μήνες και χρόνια στις ξένες θάλασσες, αφήνοντας τις συζύγους να μεγαλώνουν το ένα παιδί μετά το άλλο, ανάλογα με τη συχνότητα του «επισκεπτηρίου».
Το φιλμ παρακολουθεί τη δραματική εξέλιξη της ζωής των δύο αδελφών μέσα από ένα διάστημα που πλησιάζει τα 17 έτη, με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να φέρνει περισσότερο πόνο κάτω από την ίδια στέγη τού δίπατου που μοιράζονται η Όρσα και η Μόσχα με τις δικές τους οικογένειες, πλέον, αλλά και την άγνοια ότι η μια παντρεύτηκε τον μεγάλο έρωτα της άλλης. Είναι αναμενόμενες οι δραματουργικές κορυφώσεις, όμως, η γνώση του Βούλγαρη στην αφήγηση, τη σκηνοθεσία, μαζί με την αγάπη του προς το είδος, επιτρέπουν στη «Μικρά Αγγλία» να επιπλέει με ευπρέπεια, μέσα στο όλο πέλαγος και τα… μποφόρ της ελληνικής κινηματογραφίας, χωρίς να σε κάνει να κοιτάς διαρκώς το ρολόι για το πότε θα «πιάσει λιμάνι» (ρίξε ξανά μια ματιά στη διάρκεια…).
Το πρώτο δίωρο είναι μια ταινία που χαίρεσαι. Λαϊκό, τίμιο, όμορφο σινεμά αφήγησης, με κατά βάση καλές ερμηνείες, επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης, ισορροπημένη τη σχέση τής ρομαντικής νότας με το στοιχείο τής φύσης, προτού χτυπήσουν τα κύματα ενός ιψενικού «τριγώνου». Και δεν είναι καν αυτά που αποδυναμώνουν κάπως τη συνολική εικόνα και αίσθηση της ταινίας. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη… γήρανση του πράγματος. Τα δύο κορίτσια αγωνίζονται να φέρουν εις πέρας ρόλους κεντρικών ηρωίδων που έχουν φορτωθεί βάρος σχεδόν δύο δεκαετιών επιπλέον (ευτυχώς χωρίς τα… ατυχήματα του μακιγιάζ που παρατηρούμε συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις), το vintage στοιχείο δεν «κεντάει» κάτι διαφορετικό ως εξέλιξη μέσα στο πέρασμα του χρόνου και η σύγκρουση ως κορύφωση, ενώ χρειάζεται μια κάποια διάρκεια για την επούλωση, τραυματίζει περισσότερο το φιλμ, καθώς πλησιάζει το τρίωρο… Στα ελάχιστα περαιτέρω «πταίσματα», κάποιες αμιγώς λογοτεχνικής προέλευσης ατάκες δύσκολα χωνεύονται ως προφορικός λόγος, οι ανδρικές περσόνες είναι σχεδόν διακοσμητικές (με το «άλλοθι» της απουσίας) και τα όρια των δυσκολιών στο να γυρίσεις ταινία εποχής στην Ελλάδα (βλέπε σκηνογραφία) δεν επιτρέπουν μια μεγαλοσύνη στα εξωτερικά πλάνα.
Η «Μικρά Αγγλία» τού Παντελή Βούλγαρη, ακριβώς όπως και το (δικαιολογημένα) αγαπητό στους αναγνώστες, ομώνυμο βιβλίο τής Ιωάννας Καρυστιάνη, που εκδόθηκε το 1997, έχει τη στόφα τού crowdpleaser έργου, όπως λένε και στην αλλοδαπή. Θα το ξαναπώ. Είναι λαϊκό. Ακριβώς όπως πρέπει να είναι το σινεμά των μαζών. Με μια ποιότητα που επιτρέπει στον Βούλγαρη να βρίσκεται πολύ ψηλά, ανάμεσα στους ντόπιους συναδέλφους του, πόσω μάλλον εκείνους της γενιάς του. Διότι κατάφερε να καταπιαστεί με θέματα και προβληματικές κοινωνικές ή της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής, δίχως να ξεχνά ότι η Τέχνη του απευθύνεται και σε θεατές. Είναι κάτι που θυμάται πάντοτε. Και κατέχει ακόμη. Εδώ, με λιγότερα σημάδια φθοράς από τα δύο προηγούμενα φιλμ του.