ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (2018)
(ZIMNA WOJNA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάβελ Παβλικόφσκι
- ΚΑΣΤ: Γιοάνα Κούλιγκ, Τόμας Κοτ, Μπορίς Σικ, Αγκάτα Κουλέσα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS / SEVEN FILMS
Δεκαετία του ’50, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου στην Πολωνία, ο Βίκτωρ συναντά τη Ζούλα. Ποθούν ο ένας τον άλλον, ερωτεύονται, χωρίζονται, χάνονται, ξαναβρίσκονται, χάνονται ξανά, δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον. Μέχρι…
Δοκίμασε να κάνει κάτι πολύ παρακινδυνευμένο ο Πάβελ Παβλικόφσκι. Με όρους… αθλητή Ολυμπιακών Αγώνων, το 2013 κατέκτησε το χρυσό για την «Ida», ανεβάζοντας κατά πολύ τον πήχη των προσδοκιών μας έναντι μιας αμφιλεγόμενης μέχρι τότε καριέρας με πλείστα σκαμπανεβάσματα. Κι έρχεται σήμερα να μας πει ότι μπορεί να έχει τις ίδιες επιδόσεις με… μια από (ακριβώς) τα ίδια; Εν ολίγοις, ο «Ψυχρός Πόλεμος» θα ήταν μια εξαιρετική δουλειά αν δεν έμοιαζε με έναν ελαφρώς πτωχότερο «αντικατοπτρισμό» εκείνου του φιλμ που (θαυματουργά τον) γύρισε στην πατρίδα του, την Πολωνία, προ πενταετίας. Και είναι λίγο άδικο για έναν «αθλητή» τέτοιων δυνατοτήτων (πλέον), να σκοντάφτει πάνω στον… ίδιο του τον εαυτό. Και να χάνει στα σημεία.
Academy ratio 4:3 και πάλι, φιλμ ασπρόμαυρο και πάλι, κλίμα παρόμοιο (εκ νέου στην Πολωνία), ιστορία όμως αρκετά πιο αδύναμη. Με αρχική έμπνευση την ερωτική σχέση των γονιών του, ο Παβλικόφσκι δημιουργεί ένα φανταστικό ζευγάρι και ένα ρομάντζο που θέλει να είναι και ιδανικό μα και αταίριαστο την ίδια στιγμή. Στην τελική, να πλασαριστεί σαν «καταραμένο». Από εκείνα που χτίζουν μύθους στο σινεμά, δηλαδή, και μας κάνουν να πιστεύουμε (ή να ζηλεύουμε) πως η ζωή δεν τα φέρνει έτσι, τόσο παθιασμένα, τόσο έντονα, τόσο… μη καθημερινά και βαρετά. Ο Βίκτωρ είναι ο μουσικός που γυρνά τις επαρχίες της πατρίδας του σε αναζήτηση τόσο του αληθινού τοπικού folklore, όσο και νέων ταλέντων που θα στελεχώσουν τον περιοδεύοντα θίασο χορού και τραγουδιού μιας σχολής, ένα λαογραφικό «καρναβάλι» προπαγάνδας που σταδιακά θα «καπελώσει» το πολιτισμικό άλλοθι και θα ταξιδεύει και εκτός συνόρων με εμφανή τα σύμβολα του κομμουνισμού επί σκηνής. Η Ζούλα θα περάσει από audition, ο Βίκτωρ θα την προσέξει (ως γυναίκα) και θα επιμείνει να παραμείνει στο group διότι διαθέτει ταλέντο. Εκείνη θα αντιληφθεί το ενδιαφέρον και το σεξ δεν θ’ αργήσει.
Όντας σε μια κρυφή σχέση, και ενώ βρίσκονται στο διαιρεμένο ακόμη Βερολίνο του Τείχους, ο Βίκτωρ θα της προτείνει να περάσουν στην «άλλη πλευρά» μαζί και να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτά τους. Εκείνη δεν θα πάει στο προκαθορισμένο rendezvous και ο Βίκτωρ θα βρεθεί μόνος στην απέναντι πλευρά των συνόρων. Μετά από μερικά χρόνια, εντελώς τυχαία, θα βρεθούν ξανά στο Παρίσι. Έχουν χωριστές ζωές, πια, μα αισθάνονται ενωμένοι, ερωτευμένοι για πάντα. Και αυτό θα συνεχίζεται διαρκώς, για ένα διάστημα δεκαπενταετίας.
Εκεί που η «Ida» πατούσε καίρια πάνω σε μια ιστορία πολυσύνθετη, η πορεία της οποίας αποκάλυπτε μυστικά, αποφάσεις ζωής μοιραίες και δυνατή συγκινησιακά ανάπτυξη πλοκής, ο «Ψυχρός Πόλεμος» επιδιώκει ένα φιλμικό / στιλιστικό déjà vu με μια plotline μάλλον αδύναμη, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ψυχισμό της (αποκαλούμενης) «ερωτικής τρέλας». Ο Βίκτωρ και η Ζούλα βιώνουν μια σχέση σχεδόν μαζοχιστικά βασανιστική, στην οποία πρωταγωνιστεί η εγκατάλειψη, η προδοσία και η ταπείνωση. Αλλά στο τέλος θα καταλήγουν ξανά μαζί. Και… όχι. Ο Παβλικόφσκι δεν κρατά εδώ σεναριακούς baladeur για να ενδυναμώσει την πορεία του ζευγαριού του. Στέκει παρατηρητής ενός δραματικού rollercoaster αγάπης, που μερικές φορές δεν σε πείθει για την έντασή της, δεν δικαιολογεί τις πράξεις, αυτή την εξέλιξη, την υπερβατική αντοχή των χαρακτήρων στις όποιες κακουχίες που (κυρίως) προκαλούν από μόνοι τους, γιατί αυτό που ζουν δεν είναι αρκετό (;), δεν το ονειρεύτηκαν έτσι.
Σε αντίθεση με τον σκοπό των κάδρων της «Ida», στην οποία ένιωθες την «ελλειπτική» σημασία της κινηματογράφησης (ειδικά σε πρόσωπα και ανθρώπινες μορφές), εδώ ο Λούκας Ζαλ (δίκαια υποψήφιος για Όσκαρ το 2015) φωτογραφίζει τους μαυρόασπρους ήρωες του φιλμ με έφεση στην ομορφιά της αισθητικής των εικόνων, σε μια μελαγχολία προβλέψιμη, που ταιριάζει σκόπιμα στο jazzy background ενός μεγάλου κομματιού του φιλμ στο Παρίσι. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός, άλλωστε, συνοδεύουν διαρκώς το σκηνικό του «Ψυχρού Πολέμου», επιχειρώντας να τοποθετήσουν τον θεατή στη μέση ενός στρόβιλου άτυπης χορογραφίας και κίνησης. Δεν λειτουργεί τόσο συναισθηματικά, αλλά είναι χάρμα οφθαλμών.
Όπως και στην «Ida» (αλίμονο…), έτσι κι εδώ η γυναικεία ερμηνεία είναι εκείνη που οδηγεί την ταινία. Σαν ένα φυσικό ηφαίστειο γυναικείας πουτανιάς, αθωότητας και κυνισμού, η Γιοάνα Κούλιγκ (ελάχιστοι ίσως τη θυμηθούν από μια σύντομη εμφάνιση σκηνής τραγουδιού στην «Ida») ξεσπά ενεργειακά στην οθόνη και παίρνει επάνω στους ώμους της το μισό έργο, σχεδόν θυμίζοντας τη «στοιχειωμένη» παρουσία χαρμολύπης, απογοήτευσης και ανασφάλειας της Ζαν Μορό στο «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958), με την πίκρα της σύνθεσης του «Dwa Serduszka, Cztery Oczy» να γίνεται ένα παντοτινό leitmotiv.
Λίγο πριν το τέλος, σε ένα σταυροδρόμι που (και πάλι!) θυμίζει στιγμιότυπο από… την προηγούμενη ταινία του Παβλικόφσκι, ο κύκλος της ερωτικής ιστορίας του Βίκτωρ και της Ζούλα πρέπει να σταματήσει να γυρίζει ώσπου να συναντήσει την επόμενη επανεκκίνηση. Κι αυτό το παράδοξα ανοιχτό φινάλε καταφέρνει να σου κλείσει το μάτι έξαφνα και ύπουλα, να σε κερδίσει και να σε κάνει να το κρατήσεις μέσα σου, όπως το punchline ενός μακάβριου αστείου. Η ζωή είναι θέμα προοπτικής. Και αποφάσεων. Κι επειδή βρίσκεσαι εδώ γιατί περιμένεις τη δική μου απόφαση «ετυμηγορίας», και πάλι με το «Και μετά;» της Ίντα (θα) ταυτίζομαι περισσότερο. Μέχρι…