ΥΠΑΡΧΩ (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
- ΚΑΣΤ: Χρήστος Μάστορας, Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Καπουράνης, Άννα Συμεωνίδου, Γιώργος Γάλλος, Γιώργος Καραμίχος, Νίκος Ψαρράς, Γιώργος Γιαννόπουλος, Διαμαντής Καραναστάσης, Ηλίας Βαλάσης, Περικλής Σιούντας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ένας νεαρός δημοσιογράφος πείθει τον Στέλιο Καζαντζίδη να «σπάσει» τη σιωπή του και να του αφηγηθεί τη ζωή που… όλα του τα παίρνει και τίποτα δε δίνει.
Ναι, είναι μια «παραγγελιά» βιογραφίας του Στέλιου Καζαντζίδη, μοιρασμένη ανάμεσα στη δισκογραφική του πορεία και τις προσωπικές του σχέσεις. Αν αφαιρέσεις από τους χαρακτήρες τα πραγματικά (ή και τα καλλιτεχνικά) τους ονόματα, όμως, το «Υπάρχω» θα μοιάζει ακόμα περισσότερο με μια κανονική ιστορία ανθρώπων και καθημερινών βιωμάτων που με αφάνταστη απλότητα και γνώση ξέρει να φτιάχνει και ν’ αφηγείται «αβάδιστα» ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, από τον «Ξαφνικό Έρωτα» (1984) μέχρι και σήμερα.
Το φιλμ ακολουθεί το γνωστό format της συνέντευξης επώνυμου κεντρικού χαρακτήρα (που στην αληθινή ζωή είχε πάρει ο Γιώργος Λιάνης) ως αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ιστορία του μέσα από απανωτά flashback, φτάνοντας έως τη μυθική επιστροφή του Καζαντζίδη με το «Υπάρχω», το 1975. Οι διαστάσεις που έχει το όνομα Καζαντζίδης στο πλαίσιο της pop(ular) κουλτούρας στην Ελλάδα είναι πελώριες και το γεγονός πως το σενάριο της Κατερίνας Μπέη και η σκηνοθετική γραμμή του Τσεμπερόπουλου επιχειρούν να τις μεταφέρουν με πιστότητα στη μεγάλη οθόνη, με τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως χώρα budget-ικά αλλά και ως προς τη διαθεσιμότητα των κατάλληλων χώρων και φυσικών locations (για έργο ανασύστασης περιόδου), εξαρχής, φαινόταν ακατόρθωτο. Το 2019, όμως, υπήρξε η «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή…
Δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης μεταξύ αυτών των δύο ταινιών. Απλά, αναφέρω την περίπτωση του φιλμ του Φραντζή για να θυμίσω ότι (κι όμως)… γίνεται! Στην προκειμένη, ο Τσεμπερόπουλος διαχειρίζεται τον Καζαντζίδη όπως έναν απλό ήρωα που δημιούργησε η μυθοπλασία, γήινα και προσγειωμένα, κάνοντας focus στο προσωπικό του σύμπαν, από το φτωχικό μεγάλωμά του, την ορφάνια του από πατέρα, την προστασία του μικρότερου αδελφού του και την απόλυτη προσήλωση στη μάνα του. Ο Τσεμπερόπουλος ταυτίζεται με ένα πιο λαϊκό σινεμά και θα τολμούσα να πω ότι εδώ παρουσιάζει μια απόλυτα εκμοντερνισμένη εκδοχή της τυπολογίας ταινιών του Νίκου Ξανθόπουλου, ουχί με τις άγρια μελοδραματικές διαθέσεις του τότε, αλλά με αφηγηματική μέθοδο σύγχρονης κοινωνικής ταινίας η οποία αντικατοπτρίζει ήθη, παραδόσεις και τακτικές παρμένες από παρελθούσες δεκαετίες.
Παράλληλα με τους έρωτες του Καζαντζίδη (την Καίτη Γκρέυ και την Μαρινέλλα) και την αφοσίωσή του στο τραγούδι, το φιλμικό «Υπάρχω» καταγράφει τα στάδια της ανόδου και της δημοφιλίας του τραγουδιστή, από τα μικρά κουτούκια στις πιο αστικές πίστες των φραγκάτων και στους πολέμους με τις δισκογραφικές εταιρείες που απέδιδαν ψίχουλα από τα δικαιώματα των πωλήσεών του, με τον ίδιο ν’ αγωνίζεται για να εξασφαλίσει όχι απλά τα χρήματα που έπρεπε να του ανήκουν αλλά και τους συναδέλφους του.
Η ενσάρκωση του Καζαντζίδη από τον Χρήστο Μάστορα έχει ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία του φιλμ. Ο τραγουδιστής – pop idol της ντόπιας μουσικής βιομηχανίας της εποχής μας δικαιώνει απόλυτα την τόλμη της επιλογής του (και του συνολικά πανέξυπνου casting του Μάκη Γαζή). Παίζει (με έμφαση στο bold). Σηκώνει την ταινία επάνω του και ακολουθεί πειστικότατα την εξέλιξη του ήρωά του, με πρώτο αποδεικτικό παράδειγμα την εμφάνιση – ντεμπούτο του σ’ ένα ταβερνάκι, όπου ο Μάστορας κατανοεί πλήρως και ερμηνεύει (και φωνητικά) την αρχική αμηχανία και απειρία του αοιδού σ’ ένα μισοάδειο μαγαζί, με σταδιακά cut στον ίδιο χώρο και σε διαφορετικούς χρόνους (τους οποίους επισημαίνει το ενδυματολογικό μέρος), έως την προφανή βελτίωση και εμπιστοσύνη στο ταλέντο του, όπως διαφαίνεται από την προσέλευση της πελατείας.
Δίπλα στον Μάστορα στέκουν δύο βασικότατης σημασίας γυναικείες παρουσίες που σηκώνουν ακόμα πιο ψηλά τον πήχη του casting στο «Υπάρχω». Η μεγάλη αποκάλυψη της Κλέλιας Ρένεση στον ρόλο της Γκρέυ, που αν το έργο ήταν χολιγουντιανό, θα συζητιόταν για οσκαρική υποψηφιότητα δεύτερου γυναικείου ρόλου! Και η Ασημένια Βουλιώτη στον ρόλο της Μαρινέλλας, η οποία «πιάνει» δόσεις από το ηχόχρωμα της φωνής της τραγουδίστριας ακόμη και στο διαλογικό κομμάτι της ερμηνείας της.
Το φροντισμένο επίπεδο παραγωγής είναι δεδομένα ευπρόσωπο, κρατώ ως σκηνή ανθολογίας τη σεκάνς του πρώτου ντουέτου του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας σε νυχτομάγαζο της Θεσσαλονίκης, μ’ ένα υπέροχο κοινωνικό σχόλιο ταξικότητας που θαύμασα και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου (παρά τα όσα ειπώθηκαν και στην εκτενή κουβέντα που κάναμε με τον Τσεμπερόπουλο) σχετικά με την επιλογή της διατήρησης του Μάστορα στο πλέον ενήλικο κομμάτι της ζωής του Καζαντζίδη, όπως παρουσιάζεται στις στιγμές της συνέντευξης στο φιλμ (θα προτιμούσα έναν πιο ώριμο εμφανισιακά ηθοποιό). Στην τελική, αυτό που με εξέπληξε περισσότερο με το «Υπάρχω» είναι το γεγονός ότι με συνεπήρε και με συγκίνησε σε κάμποσα σημεία του. Ως άνθρωπος / θεατής που δεν έχει καμία επαφή με τέτοιου είδους ρεπερτόριο και δίχως να έχω εντρυφήσει ποτέ στο φαινόμενο Καζαντζίδης, ειλικρινά, αυτό δίνει μια παραπανίσια δόση αξίας στο φιλμ. Το να συμμετέχεις σε κάτι που δεν σε αφορά. Και ενίοτε να αισθάνεσαι έως κι ένα δείγμα δέους, διότι αντικρίζεις ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας. Του τρόπου που τούτη η χώρα μεγάλωσε. Καλώς ή κακώς.