FreeCinema

Follow us

Η ΧΑΜΕΝΗ ΣΚΗΝΗ (2020)

(YI MIAO ZHONG)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζανγκ Γιμού
  • ΚΑΣΤ: Γι Ζανγκ, Χαοσούν Λιου, Γουέι Φαν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO

Ένας άνδρας το σκάει από στρατόπεδο εργασίας, με απώτερο σκοπό να προλάβει την προβολή των Επικαίρων σε παρακείμενη πόλη. Η συνάντηση με μια νεαρή κλέφτρα θ’ ανατρέψει τα σχέδιά του.

Κάθε μεγάλος δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του έχει σκηνοθετήσει στην κινηματογραφική του «θητεία» μία (τουλάχιστον) ταινία αφιερωμένη στην μαγεία του σινεμά και εδώ ο Ζανγκ Γιμού κατασκευάζει κι αφιερώνει το δικό του «love letter» στην 7η Τέχνη, ένα μικρό και ταπεινό φιλμ με μια τεράστια καρδιά φτιαγμένη από celluloid, που πιθανότατα θα έκανε τον Τζουζέπε Τορνατόρε του «Σινεμά ο Παράδεισος» να χειροκροτήσει δυνατά.

Δεδομένης της μοίρας που «χτύπησε» την ταινία του Γιμού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2019, όπου και είχε προγραμματιστεί η επίσημη πρεμιέρα της, μόνο για ν’ ακυρωθεί τέσσερεις μέρες νωρίτερα λόγω «τεχνικών προβλημάτων» (οι περισσότεροι κάνουν λόγο για πολιτικό παρασκήνιο, εξαιτίας της φιλμικής αποτύπωσης της κοινωνικής φτώχειας του κινεζικού λαού κατά την περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης), δεν είναι ν’ απορεί κανείς που το φιλμ φτάνει με τέτοια καθυστέρηση στα σινεμά, αφού τμήματά του γυρίστηκαν εκ νέου, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να αποτελεί το φινάλε της (εμφανώς πιο βιαστικό σε σχέση με τα όσα έχουν προηγηθεί μεν, ταιριαστό δε).

Λίγο πριν το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Ζανγκ Ζιου (Γι Ζανκγ) παίρνει την απόφαση να το σκάσει από στρατόπεδο εργασίας στην απομονωμένη βορειοδυτική Κίνα, προκειμένου να μεταβεί σε μια πόλη στην οποία γνωρίζει ότι θα προβληθούν τα κινηματογραφικά Επίκαιρα. Ο λόγος; Έχει πληροφορίες πως στο εν λόγω φιλμ εμφανίζεται η 14χρονη κόρη του. Την ίδια στιγμή, η «ορφανή Λιου» (Χαοσούν Λιου) βάζει (για δικούς της λόγους) στο μάτι μία από τις μπομπίνες της ταινίας και την κλέβει. Ο Ζιου την παίρνει χαμπάρι και αδυνατώντας να ρισκάρει το ότι η κλεμμένη μπομπίνα ίσως να ‘ναι η συγκεκριμένη στην οποία παίζει η κόρη του, επιδίδεται σ’ ένα ανελέητο (όσο και χιουμοριστικό) κυνηγητό προκειμένου να πάρει πίσω το φιλμ. Όταν, τελικά, κι οι δυο τους καταλήξουν στην πόλη στην οποία είναι προγραμματισμένη η επόμενη προβολή της ταινίας, θα πρέπει να πείσουν τον προβολατζή «κύριο Σινεμά» (Γουέι Φαν) για τις «αγνές» προθέσεις τους.

Υπάρχει μια έντονη αίσθηση αθωότητας που χαρακτηρίζει την ταινία του Γιμού. Μια αθωότητα που προέρχεται από την ανεξάντλητη αγάπη του για το σινεμά, αρκεί να παρατηρήσει κανείς την ευλαβικότητα με την οποία παρουσιάζονται οι σκηνές όπου ολόκληρο το χωριό βοηθά προκειμένου ν’ αποκατασταθεί το φιλμ που σερνόταν πίσω από το κάρο, καταγρατζουνισμένο και βρώμικο, πια. Πρόκειται περί ιεροτελεστίας, το λιγότερο. Ο τρόπος με τον οποίο ο «κύριος Σινεμά» δίνει τις οδηγίες για τον καθαρισμό του celluloid, τα ντελικάτα, γυναικεία δάχτυλα που καλούνται να το σκουπίσουν με τα υφάσματα και το θρόισμα από τις βεντάλιες, καθώς το φιλμ στεγνώνει απλωμένο σε σχοινιά, πίσω ακριβώς από το πανί προβολής. Θα έλεγε κανείς πως ο Γιμού στήνει ένα ολόκληρο σενάριο, επηρεασμένο έτσι κι αλλιώς στον πυρήνα του από τον βωβό κινηματογράφο και τις κωμωδίες του Μπάστερ Κίτον (η χιουμοριστική αλληλεπίδραση των Ζιου / Λιου στην έρημο μαρτυρά, αν μη τι άλλο, έναν πρώτης τάξεως μαθητή από πλευράς του Κινέζου δημιουργού), σαν πρόφαση για καθαρά αυτοαναφορικές, φιλμικές στιγμές, όπως εκείνη της μπομπίνας που κόβεται και κολλιέται, αλλά και της θαυμαστής λούπας του «κυρίου Σινεμά», που κάνει το δωμάτιο προβολής να μοιάζει με ζωντανό, κινούμενο έκθεμα.

Είναι σαφές πως ο Γιμού δεν προτίθεται να μιλήσει πολιτικά, κι ας τοποθετείται χρονικά στο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης η ταινία του. Περισσότερο τον ενδιαφέρει η σαρωτική επίδραση της ίδιας της κινηματογραφικής Τέχνης στον απλό λαό και το πως μια ταινία (ακόμη κι όταν πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό έπος με τίτλο «Ηρωικοί Γιοί και Κόρες») έχει τη δύναμη να φέρει τους ανθρώπους κοντά, να συγκινηθούν μαζί, να γελάσουν μαζί, να αισθανθούν μαζί. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των δύο πρωταγωνιστών, δηλαδή, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο της αμοιβαίας κατανόησης μέσα από το ίδιο το φιλμ και τη διττή του φύση: το φιλμ ως ταινία, αλλά και το φιλμ ως υλικό μέσο. Ουσιαστικά, ο Γιμού κατασκευάζει ένα νοσταλγικό homage στο σινεμά, που ακόμα κι αν μοιάζει κάπως «βιαστικό» στο τέλος (για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω), δύσκολα στερεί από τούτο το δημιούργημα την άδολη αγάπη του για την κινηματογραφική εμπειρία.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

«Η Χαμένη Σκηνή» είναι ένα φιλμ που δεν κάνει «φασαρία», ούτε υπόσχεται τις χορογραφημένες φαντασμαγορίες της φιλμογραφίας του Ζανγκ Γιμού. Μπορεί, όμως, να σε κάνει να φύγεις από ένα θερινό με λίγη περισσότερη αγάπη για τον κινηματογράφο. Όπως λέει και ο «κύριος Σινεμά» κάποια στιγμή, αναφερόμενος στο κοινό του χωριού: «Αυτοί εδώ θα κάτσουν να δουν ό,τι τους βάλεις. Είναι ικανοί να κάτσουν εδώ όλο το βράδυ…». Εσύ μην κάτσεις να δεις ό,τι σου βάλουν, όμως, αξίζει να κάτσεις και να δεις τον καινούργιο Γιμού.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!