ΞΑ ΜΟΥ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλειώ Φανουράκη
- ΚΑΣΤ: Γιώργος Χωραφάς, Σοφία Χιλλ, Νίκος Μπουσδούκος, Λευτέρης Ελευθερίου, Γιώργης Σμπώκος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Ο Τζόνι, πενηντάρης διευθυντής ξενοδοχείου, χάνει τη δουλειά του και μένει για μήνες άπραγος και μετέωρος, μέχρι που ανακαλύπτει γύρω του τις δυνατότητες του τόπου όπου ζούσε για χρόνια, τις οποίες δεν είχε προσέξει ποτέ.
Αν θέλεις να δώσεις μια σύντομη περιγραφή για το τι είναι το «Ξα Μου», είναι σαν ένας συνδυασμός του «Ελεύθερος Ωραρίου» (2001) του Λοράν Καντέ με το «Μια Καλή Χρονιά» (2006) του Ρίντλεϊ Σκοτ, μαζί με «εμβόλιμο»… τραπεζικό spot για την εναλλακτική επιχειρηματικότητα, χωρίς ωστόσο να πλησιάζει τη δραματική ένταση ή τη σχετικά ευχάριστη αύρα αμφότερων των προαναφερθέντων φιλμ. Ο Τζόνι, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Χωραφάς, χάνει τη δουλειά του ως manager πεντάστερου ξενοδοχείου και μένει κλειδωμένος στο σπίτι, φορώντας καθημερινά το κοστούμι του, έστω κι αν το μόνο που κάνει είναι να κλειδώνεται στο ερημικό γραφείο του και να παίζει online poker (χάνοντας διαρκώς λεφτά). Η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά έχουν τις δικές τους ανάγκες, στις οποίες ο Τζόνι φαίνεται να ανταποκρίνεται μόνο μερικώς. Μια παρτίδα σκάκι στο λιμάνι και μια ψαριά – δώρο θα είναι η πρώτη του ουσιαστική επαφή με τη φύση της Κρήτης, στην οποία ζει για χρόνια, αλλά φαίνεται να αγνοεί στην πραγματικότητα.
Από εκεί, λοιπόν, που κάθεται με το κοστούμι του σε μια διαρκή απάθεια, αρχίζει να αποκτά επικοινωνία με τον τόπο και τους ανθρώπους του. «Ξα μου» στην κρητική διάλεκτο σημαίνει «κουμάντο μου». Για τον Τζόνι, το κουμάντο που αρχίζει να ξαναπαίρνει στη ζωή του έρχεται μέσα από αυτή την επαφή. Πηγαίνοντας για ψάρεμα, παίρνοντας το λεωφορείο, δουλεύοντας στον τρύγο και βρίσκοντας μια επαγγελματική προοπτική διαφορετική από εκείνη που γνώριζε.
Η ταινία της Κλειώς Φανουράκη έχει ένα θέμα όχι απαραίτητα πρωτότυπο, αλλά πραγματικό: της ξαφνικής ανεργίας, όπως και τη σχέση με τον τόπο. Το πρώτο κομμάτι είναι λιγότερο επιτυχημένο, αφού η απότομη αλλαγή στην επαγγελματική κατάσταση του Τζόνι δείχνει να προκαλεί μικρή αλλαγή στην οικογενειακή ζωή, πέρα από τις σπουδές των παιδιών. Κάποια επεισόδια, μάλιστα, όπως εκείνο με την Άννα Φόνσου, δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης και προκαλούν απορία για το αν κόπηκε στο μοντάζ κάποιο υλικό που θα τα συνέδεε με τη βασική ιστορία. Η Φανουράκη, ως Κρητικιά, αποδίδει το δεύτερο κομμάτι σαφώς καλύτερα: τις συναντήσεις του Τζόνι με τους ντόπιους, πίνοντας ρακές, δοκιμάζοντας σταφύλια και τυριά, πράγματα απλά και καθημερινά τα οποία ο ήρωας δείχνει να μην γνώριζε, κι ας ζούσε εκεί. Σημαντική συμβολή στην αυθεντικότητα αυτών των σκηνών έχει η συμμετοχή του ερασιτέχνη Γιώργη Σμπώκου, που παίζει με παντελή έλλειψη επιτήδευσης.