WONDER WOMAN (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάτι Τζένκινς
- ΚΑΣΤ: Γκαλ Γκαντότ, Κρις Πάιν, Ντάνι Χιούστον, Ντέιβιντ Θιούλις, Κόνι Νίλσεν, Ρόμπιν Ράιτ, Ελένα Ανάγια, Σαΐντ Ταγκμαουί, Γιούεν Μπρέμνερ, Λούσι Ντέιβις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η μικρή Νταϊάνα, πριγκίπισσα των Αμαζόνων, μεγαλώνει με στόχο να γίνει η πιο ικανή πολεμίστρια η οποία κάποτε θα αναμετρηθεί με τον Άρη, τον Θεό του Πολέμου που εξακολουθεί να προκαλεί οδύνη και δυσβάσταχτες απώλειες στο ανθρώπινο είδος. Τι πρόσωπο μπορεί να έχει εκείνος στο παρόν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όμως;
Το τέταρτο μέρος του DC Extended Universe μετατρέπει την ηρωίδα της Νταϊάνα / Wonder Woman σε πρωταγωνίστρια ενός φιλμ που, κυρίως, σώζει την τιμή της εταιρείας σε σχέση με τις κινηματογραφικές μεταφορές του κομιξικού σύμπαντός της, προσφέροντας μεγαλύτερη έμφαση στην αφήγηση και σε ένα ελαφρώς παλαιομοδίτικο ύφος περιπέτειας. Αναπάντεχα, τούτη η «Wonder Woman» υψώνει και μια έντιμη γροθιά, με το attitude του «girl power», απέναντι στα macho στερεότυπα του genre, έχοντας πίσω από την καρέκλα του σκηνοθέτη την Πάτι Τζένκινς (του οσκαρικού «Monster» από το 2003!). Και όλα αυτά χωρίς να «καπελώνεται» το project από μια… φεμινιστική διάθεση που δικαιώνει κάποια πάλη των γυναικών εντός του ανδροκρατούμενου Χόλιγουντ. Που μπορεί και να ιδωθεί κι έτσι, φυσικά, αφού το υποκειμενικό… «αγιάζει» τα πάντα.
Ξεχνώντας το πέρασμα της ηρωίδας από το «Batman V Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» (που ούτως ή άλλως θέλουμε να ξεχάσουμε…), πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο και στον παραδεισένιο, μυστικό κόσμο της νήσου Θεμίσκυρα, πατρίδας της παιδίσκης Νταϊάνα, κόρης της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης, ενός κοριτσιού που το πεπρωμένο (των Θεών;) θέλει να τη δει να ωριμάζει σε παντοδύναμη πολεμίστρια και προστάτιδα του ανθρώπινου γένους. Οι fans του φανταστικού και των comics θα απολαύσουν την animated σεκάνς της εξιστόρησης του «παραμυθιού» που αφορά τη σύγκρουση του Δία με τον Άρη, η οποία υποτίθεται ότι λειτουργεί ανασταλτικά στο μυαλουδάκι της μικρής, αφήνοντας τους μελετητές της ελληνικής μυθολογίας να… τραβάνε τα μαλλιά τους, ενδεχομένως. Αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να εντρυφήσουμε στην πιστότητα της καταγραφής του βίου του Δωδεκάθεου…
Η ενηλικίωση της Νταϊάνα μάς παρουσιάζει μια απόλυτα εντυπωσιακή φυσιογνωμικά Γκαλ Γκαντότ, η οποία «φοράει» με άνεση τον ρόλο της, τόσο στα δυναμικά μέρη συγκρούσεων και μάχης σώμα με… σωμα(τάρα) όσο και στις σκηνές όπου η πιο γήινη Νταϊάνα περιφέρεται (στον κόσμο του Δυτικού πολιτισμού) σαν μια απορημένη… «εξωγήινη» (highlight η επίσκεψη στο κατάστημα γυναικείων ρούχων, στο Λονδίνο του 1918). Η Γκαντότ βγάζει και τη χαριτωμενιά και τον τσαμπουκά και την πονηρή «αφέλεια» του θηλυκού, συνδυάζοντας τα χαρακτηριστικά μιας ιδανικής action hero με τα στοιχεία μιας romantic lead που ρέπει προς τη χιουμοριστική απομυθοποίηση. Και όλα αυτά με μια φυσικότητα που κάνει το «χάρμα οφθαλμών» να ακούγεται τόσο λίγο!
Ο Κρις Πάιν από την άλλη, στον ρόλο τού Αμερικανού στρατιωτικού Στιβ Τρέβορ που δρα και ως κατάσκοπος για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, αποδεικνύεται λίγος ερμηνευτικά, προσπαθώντας να σηκώσει το βάρος τού παρτενέρ σε μια περιπέτεια πολεμικής δράσης που ενίοτε φλερτάρει και με τις παλιοκαιρίτικες κομεντί μάχης των δύο φύλων από την κλασική περίοδο του Χόλιγουντ. Μάλλον μονοκόμματος και χωρίς τη φινέτσα ενός Ρόμπερτ Ρέντφορντ, για παράδειγμα, ο Πάιν ακυρώνει τις σκηνές στις οποίες η οθόνη θα έπρεπε να πετά σπίθες από χημεία και ενέργεια, αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώνει τον υπαινικτικό αστεϊσμό κάποιων διαλόγων μόνος του, με ένα ελαφρύ μειδίαμα.
Η… «από μηχανής Θεού» εμφάνιση του χαρακτήρα του Τρέβορ μας περνά σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο περιόδου Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που αν και θυμίζει αρκετά την πρώτη κινηματογραφική περιπέτεια του «Captain America» (2011), από το αντίπαλο στρατόπεδο της Marvel, αποδεικνύεται πιο σωστά δουλεμένο από άποψης πλοκής πόσω μάλλον από μια ευαισθησία στα μηνύματα που περνά για τις κακές συνέπειες του πολέμου εντός μιας κοινωνίας αληθινών και καθημερινών ανθρώπων. Και πάλι, το φιλμ μπορεί να μην σου κουνά το δάχτυλο διδακτικά εδώ, όμως σίγουρα θα μεταφέρει στη συνείδηση του θεατή μια αντίληψη που εγκεφαλικά θα συνδεθεί με το ρεαλιστικό παρόν μιας ανθρωπότητας που μαστίζεται πλέον από πολέμους, τρομοκρατικές επιθέσεις και ένα μάλλον ανεξέλεγκτο κύμα βίας σε ολόκληρον τον πλανήτη. Είναι σαφώς ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τις ισορροπίες αυτής της πολιτικής (αλλά και βαθιά ανθρωπιστικής) στάσης με την οποία το φιλμ αντιμετωπίζει ένα τόσο φλέγον και σύγχρονο (ακόμη) ζήτημα. Εδώ θα έλεγα ότι εντοπίζεται και μια υπεροχή απέναντι στις ταινίες του μαρβελικού σύμπαντος, οι οποίες σπανιότατα άγγιξαν το μυαλό των θεατών με τέτοια πρόθεση.
Για το κοινό που είναι πιο έμπειρο σε ανατροπές… κινηματογραφικής φύσης, η «Wonder Woman» πατάει πάνω σε προβλέψιμα μονοπάτια, στερεότυπα εξέλιξης πλοκής, με φιγούρες δραματουργίας πάνω-κάτω γνωστές, όμως το αποτέλεσμα δεν παύει ποτέ να είναι καλοδεχούμενο και ψυχαγωγικό. Μικρή ένσταση στη διάρκεια της ταινίας, που δεν χρειαζόταν να ξεπερνά το δίωρο. Δεν το χρειαζόταν για να αποδείξει αυτό το κάτι παραπάνω. Η Τζένκινς έχει παραδώσει ένα επιτυχημένο φιλμ – σύσταση πρωταγωνιστικού χαρακτήρα με αξιώσεις πολλά υποσχόμενες. Θα περιμένουμε κάτι ακόμη πιο… θαυμαστό στο μέλλον, λοιπόν.