ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΣ (2025)
(WOLF MAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Γουανέλ
- ΚΑΣΤ: Κρίστοφερ Άμποτ, Τζούλια Γκάρνερ, Ματίλντα Φερθ, Σαμ Γιέγκερ, Μπένεντικτ Χάρντι, Ζακ Τσάντλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Κατευθυνόμενος προς το εντελώς απομονωμένο πατρικό του, το οποίο βρίσκεται «χαμένο» κάπου στα δάση του Όρεγκον, ο Μπλέικ δέχεται επίθεση από κάτι το μη αναγνωρίσιμο μα ζωώδες. Η αγροικία των παιδικών του χρόνων θα προσφέρει πρόσκαιρη ασφάλεια σ’ εκείνον, τη σύζυγό του και την ανήλικη κόρη τους, όμως, η σταδιακή μεταμόρφωση του Μπλέικ θα προσθέσει και κινδύνους εκ των έσω…
Υπάρχει ένας σκηνοθέτης σήμερα που δίνει νόημα στον κινηματογράφο του φανταστικού και του τρόμου. Το όνομά του είναι Λι Γουανέλ. Ο Αυστραλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος έκανε το ντεμπούτο του με μια «παραγγελιά» για το franchise του «Insidious», το 2015. Ήταν, άλλωστε, και ο εμπνευστής του original. Ουδείς φανταζόταν τι επρόκειτο ν’ ακολουθήσει, με την περιπέτεια φαντασίας «Upgrade», το 2018 (η οποία άφησε το κοινό της πανελλήνιας πρεμιέρας της στο ΞΑΦΝΙΚΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ με ανοιχτό το στόμα!). Ταινία ανθολογίας για το sci-fi genre που θα μνημονεύεται περισσότερο στο μέλλον (ως τραγική προφητεία για την επέμβαση της τεχνολογίας στην ύπαρξη και το σώμα μας), ακολουθήθηκε από ένα update της σειράς των Universal Monsters, τον «Αόρατο Άνθρωπο» (2020), ακόμη ένα εξαιρετικό φιλμ είδους που είχε την ατυχία η πρεμιέρα του στα σινεμά να συμπέσει με… το κλείσιμό τους εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19. Στα δύο τελευταία έργα, πέραν μιας αδιαμφισβήτητης virtuosité σε κινηματογράφηση, ευρηματικές γωνίες λήψης και σκηνοθετικό ρυθμό δράσης, ο Γουανέλ απέδειξε πως το πρώτο του μέλημα είναι το σενάριο. Το πώς κάτι το φαινομενικά απλοϊκό και mainstream σε στόχευση κοινού μπορεί να εμπεριέχει και ουσία για δεύτερο επίπεδο «ανάγνωσης» μιας ταινίας. Πλέον, με τον «Λυκάνθρωπο», αυτό το σφραγίζει. Επιτυχώς.
Αναλαμβάνοντας να… «αναστήσει» ακόμη ένα από τα διασημότερα τέρατα του studio της Universal, με την θρυλική παράδοση από τα ‘30s κι έπειτα, ο Γουανέλ τολμά να δοκιμαστεί ξανά με μια εντελώς πρωτότυπη και σύγχρονη ιστορία που έγραψε από την αρχή, απομακρυνόμενος από κάθε ιδέα sequel-ίτιδας ή αντιγραφής. Ο δικός του «Λυκάνθρωπος» δεν ακολουθεί πιστά τις παραδόσεις, μα λειτουργεί σαν ένα είδος αλληγορίας για… την πατρότητα! Το πρώτο δεκάλεπτο αποτελεί ένα flashback από την παιδική ηλικία του Μπλέικ, ο οποίος μεγαλώνει με στρατιωτική πειθαρχία δίπλα στον πατέρα του, ένα πρότυπο ανδρικής σκληρότητας που θεωρεί καθήκον του να «μεταλαμπαδεύσει» στο παιδί του τους δικούς του κανόνες ζωής και ηθικής, μαζί με τις συνήθειές του (όπως το κυνήγι). Το ενδιαφέρον του Γουανέλ είναι να χτίσει την ψυχολογία του ήρωά του, δίπλα στο έντονο σασπένς της καταδίωξης στα δάση από ένα πλάσμα το οποίο έχει τις ρίζες του σε τοπικούς μύθους, από την εποχή που η περιοχή κατοικούνταν από ιθαγενείς πληθυσμούς της Αμερικής.
Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Μπλέικ ζει σε μια μεγαλούπολη με την οικογένειά του, σχεδόν έχοντας χάσει… τον ανδρισμό του, προφανώς ενάντια σε κάθε πρότερη συμβουλευτική καθοδήγησης του πατέρα του. Είναι η «babysitter» της κόρης του, καλύπτοντας την απουσία της workaholic συζύγου του που μοχθεί για να επιβιώνει στο ανδροκρατούμενο σύμπαν του εργασιακού χώρου εκεί έξω. Είναι μία τοποθέτηση που θέλει να μας μεταδώσει την πιθανότητα αντικατάστασης του αισθήματος της μητρότητας σ’ ένα σπιτικό, με τον άνδρα να μοιράζεται τα πάντα μ’ ένα ανήλικο κοριτσάκι, ακόμη κι αν χρειαστεί να βάψει τα χείλη του με κραγιόν για να το ευχαριστήσει (ή να ταυτιστεί ακόμη περισσότερο με αυτό ως κηδεμόνας, ικανός να καλύψει όλους τους ρόλους στους οποίους ίσως χρειαστεί ν’ αντεπεξέλθει).
Σε μια φάση της ζωής τους μάλλον ανταγωνιστική και σαφώς ανικανοποίητη, ο Μπλέικ και η Σάρλοτ αισθάνονται όλο και λιγότερο κοντά σαν ζευγάρι, με τη μικρή Τζίντζερ ν’ αποτελεί τον μοναδικό συνδετικό κρίκο αυτής της οικογένειας. Σαν από υποχρέωση, για την αγάπη προς το παιδί, όχι επειδή τους «κρατούν» ακόμα τα δεσμά του γάμου. Μία επιστολή από την Πολιτεία του Όρεγκον, η οποία αναγνωρίζει επίσημα τον θάνατο του πατέρα του Μπλέικ, προφανώς αγνοούμενου για χρόνια, φέρνει τον κεντρικό ήρωα σε μια αναμέτρηση με το παρελθόν και το φευγιό του από την επαρχιακή φάρμα στην οποία μεγάλωσε. Το ταξίδι μέχρι το πατρικό του, για να συγκεντρώσει τα υπάρχοντα του μακαρίτη, μοιάζει με μία ιδανική ευκαιρία να «ξορκίσει» κάθε εμπόδιο ευτυχίας του, καθώς είναι πρόθυμος ν’ αναμετρηθεί με το παρελθόν όσο και με το παρόν του.
Σχεδόν ένα ημίωρο έχει περάσει και η ξαφνική ανατροπή φορτηγού σε επαρχιακό δρόμο στο δάσος μας επαναφέρει στο είδος του σινεμά τρόμου, με τις απαραίτητες εντάσεις, το κλίμα μυστηρίου να τροφοδοτεί τον φόβο του θεατή και την οικογένεια του Μπλέικ ν’ αγωνίζεται για την κυριολεκτική επιβίωσή της, εντελώς απροστάτευτη, ως θήραμα πλάσματος… αγνώστου ταυτότητος. Τα συστατικά που οφείλει να έχει μια ταινία σαν τον «Λυκάνθρωπο» βρίσκονται εδώ και λειτουργούν άψογα, μαζί με κάτι εξίσου σημαντικό. Ο Γουανέλ δεν περιορίζεται στο να αφηγείται μια τόσο προβλέψιμη φόρμουλα ταινίας τρόμου, αλλά την εμπλουτίζει και με στοιχεία ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, στα οποία θέλει να «βουτήξει» βαθύτερα και να αναλύσει χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Σπάνια έχουμε την ικανοποίηση να βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φιλμ τρόμου που δεν επιδιώκει να είναι… ανεγκέφαλο και προορισμένο για φτηνή κατανάλωση, που παίρνει τα ρίσκα του στην εσωτερική εξερεύνηση του περιεχομένου του, από την οπτική της κάθε πλευράς, ανθρώπινης ή και… λυκανθρωπικής! Υπάρχουν σκηνές που κόβουν την ανάσα, στιγμές body horror που θ’ αποστρέψουν το βλέμμα από την οθόνη, σεκάνς που αξιοποιούν ολόσωστα το γιατί μας ελκύει τούτο το genre, άσχετα από το πόσο το φοβόμαστε ή όχι. Ο Γουανέλ πείθει πως «το ‘χει» για ακόμη μία φορά και με τον «Λυκάνθρωπο» μας καλεί σ’ ένα άγριο joyride ανάμνησης εννοιών αξιακών για την ευθύνη του μεγαλώματος ενός παιδιού, τη σύγκρουση των καθηκόντων του κηδεμόνα με τα θέλω μιας νέας κι ανυπάκουης ζωής, έως και την αυτοθυσία ως προτεραιότητα του γονέα. Κορυφώνοντας και το στοιχείο του τρόμου και το δράμα που εμπεριέχει μια τέτοια ιστορία.