WISHBONE (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέννυ Παναγιωτοπούλου
- ΚΑΣΤ: Γιάννης Καράμπαμπας, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Αλεξάνδρα Σακελλαρόπουλου, Γαρουφαλίνα Κοντόζου, Έλενα Μαυρίδου, Ευθαλία Παπακώστα, Μυρτώ Αλικάκη, Νικόλας Παπαγιάννης, Αντρέας Νάτσιος, Μαρία Κατσανδρή
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Σεκιουριτάς νοσοκομείου σε άθλια οικονομική κατάσταση, με κίνδυνο να χαθεί το σπίτι της μάνας του λόγω χρεών στην τράπεζα, βλέπει τον αδελφό του να «φεύγει» άδικα από ξαφνικό ανεύρυσμα και επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο αναλαμβάνοντας την κηδεμονία της ανήλικης ανιψιάς του. Η πρόταση ενός τραυματιοφορέα για συμμετοχή σε κομπίνες δικαστικών αποζημιώσεων θα φέρει καλύτερες μέρες;
Όσο αρνητικό κι αν είναι το στερεότυπο της μίρλας στη θεματολογία του σημερινού ελληνικού σινεμά, είναι δύσκολο να βρεις κάτι το μεμπτό στην κινηματογραφική ματιά της Πέννυς Παναγιωτοπούλου. Τοποθετημένο σε ένα συνοριακά αστικό τοπίο, όμως, το «Wishbone» εστιάζει αποκαρδιωτικά στα κοινωνικά αδιέξοδα μιας νεότερης γενιάς ανθρώπων που γεννήθηκαν σ’ ένα κάποιο κλίμα γονικής ασφάλειας, για να συνειδητοποιήσουν πως το παράδειγμα της οικογένειάς τους δεν δύναται να διαιωνίζεται στο μέλλον δίχως επαγγελματικές βάσεις, έναν αξιοπρεπή μισθό και μια διαθέσιμη στέγη (ιδιόκτητη ή μη). ΟΚ, ρεαλισμός. Αλλά δώσε έστω και μία μικρή αχτίδα φωτός κάπου (χωρίς να είναι… «ονειρική»)!
Όλη η τραγωδία αυτού του τόπου (ειδικά) κατά τις τελευταίες δεκαετίες απεικονίζεται με τρόπο πνιγηρό αφηγηματικά, παρασύροντας την Παναγιωτοπούλου σε αλλεπάλληλα χτυπήματα δυσάρεστων καταστασιακών που βαραίνουν (κυριολεκτικά) όλους τους χαρακτήρες της. Είναι κάπως λυπηρό, εντός ενός ολόκληρου δίωρου, ο θεατής να δέχεται ως μοναδικά ψήγματα φυγής και ευχαρίστησης μερικές μαζώξεις φίλων… για μπύρες ή τη φροντίδα νεογέννητων γατιών, δίπλα σε δραματικές τροπές που προτείνουν μονάχα θανατικό, ψυχολογικά ράκη και αναγκαστικούς χωρισμούς διότι δεν υπάρχει κανένα αύριο.
Το «Wishbone» παρακολουθείται κυρίως επειδή η Παναγιωτοπούλου ισορροπεί τίμια έξω από τα όρια του μελοδραματισμού, όμως, σταδιακά το σενάριο βαλτώνει από την αρνητικότητα… στα πάντα, παίρνοντας στην από κάτω και το έργο και κάθε διάθεση υπομονής του θεατή, ο οποίος σίγουρα θα αναγνωρίσει καλά στοιχεία σε ερμηνείες και στη σοβαρή δουλειά του dp Δημήτρη Κατσαΐτη, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα θα νιώσει πως η ιστορία έχει (ανεπιστρεπτί) εγκλωβιστεί δραματουργικά, δίχως να τολμά να «σπάσει» το μοιρολατρικό πλαίσιο στο οποίο έχει αυτοπαγιδευτεί. Και το χειρότερο; Η Παναγιωτοπούλου έχει επιλέξει ως «λύτρωση» ένα καταστροφικό, «διπλό» φινάλε, αφελώς ανοιχτό σε ερμηνείες, που μετατρέπει την όλη εμπειρία σε… τζάμπα κόπο.